«Τυρί, ρύζι, καφέ, γάλα, Καμπά» έλεγε μια παμπάλαια διαφήμιση από την εποχή του πρώτου παπανδρεϊκού ΠAΣΟΚ, που όσοι τη θυμούνται ανήκουν οριακά στην ηλικιακή κατηγορία των «μπούμερ».
Το πιτσιρίκι έτρεχε χαρωπό στο παντοπωλείο της γειτονιάς και μέτραγε στα δάχτυλα του χεριού τη λίστα με τα απαραίτητα ψώνια της ημέρας. Αν γυριζόταν η αντίστοιχη διαφήμιση σήμερα, η μητέρα του πιτσιρικιού, που μάλλον θα πήγαινε η ίδια στο σουπερμάρκετ, θα μέτραγε τι θα πρωτοκόψει από τη λίστα:
Τυρί; Σίγουρα όχι φέτα γιατί έχει πάει 12-14 ευρώ το κιλό, το πολύ λίγες φέτες γκούντα, κι ας είναι σαν λάστιχο. Ρύζι από το «καλάθι του νοικοκυριού» ή μακαρόνια ιδιωτικής ετικέτας που γίνονται πιο γρήγορα. Καφέ, άσ’ το καλύτερα, κοντεύει 7 ευρώ η συσκευασία των 250 γραμμαρίων. Οσο για το εμφιαλωμένο κρασί, εκτός και αν έχουμε καμιά ονομαστική γιορτή, δεν χρειάζεται…
Μόνο τα απολύτως απαραίτητα αγοράζει πλέον το 68% των καταναλωτών, περικόπτοντας ό,τι θεωρείται «περιττή δαπάνη» σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας ανάλυσης αγοράς Νielsen ΙQ. Αντίστοιχα ο ένας στους τρεις επιλέγει φτηνότερες μάρκες με βασικό ωφελημένο τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Πώς να κάνει διαφορετικά όταν ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και στα βασικά είδη νοικοκυριού εξακολουθεί να κινείται με διψήφιους ρυθμούς, παρά την πτώση του γενικού δείκτη τιμών, όσο μετακυλίονται στα ράφια οι ανατιμήσεις στη χονδρική;
Την τάση αυτή επιβεβαιώνουν τα τελευταία στοιχεία πωλήσεων της Νielsen για το οργανωμένο λιανεμπόριο, το οποίο καταγράφει μεν αύξηση τζίρου κατά 9,1% το πρώτο τετράμηνο του 2023, ωστόσο, όπως επισημαίνεται, «η ανάπτυξη αυτή εξακολουθεί να είναι πληθωριστική, με τους όγκους να υποχωρούν γύρω στο -3,5%».
Την ανάπτυξη του κλάδου οδηγούν τα τρόφιμα και τα ποτά, με άνοδο αξίας πωλήσεων κατά 8,9% στα φρέσκα και 9,3% στα τυποποιημένα προϊόντα, λόγω «της σημαντικής συνεισφοράς τους στο μέσο καλάθι του ελληνικού νοικοκυριού σε σχέση με τις κατηγορίες του μη τροφίμου».
Το «ψαλίδι» του καλαθιού χτυπάει κατεξοχήν κατηγορίες που αξιολογούνται ως «δευτερεύουσας σημασίας», όπως κάποια είδη προσωπικής υγιεινής ή φροντίδας σπιτιού που σημειώνουν πτώση πωλήσεων ώς και πάνω από 8%. Την ίδια στιγμή τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (private label -PL) εξακολουθούν να κινούνται ανοδικά, κατακτώντας το ιστορικά υψηλό ποσοστό μεριδίου αγοράς 25%.
Το φαινομενικά παράδοξο με τα PL είναι ότι «ενώ μεσοσταθμικά έχουν αυξήσει την τιμή τους υπερδιπλάσια σε σχέση με τα επώνυμα προϊόντα, έχουν καταφέρει να συγκρατήσουν τους πωλούμενους όγκους τους, χωρίς να παρουσιάσουν απώλειες» σημειώνει η Nielsen, γεγονός που «αποδεικνύει τη στροφή των καταναλωτών σε εναλλακτικές χαμηλού κόστους, που θα τους ελαχιστοποιήσουν το συνολικό “out of pocket”» στον λογαριασμό του σουπερμάρκετ.
Προάγγελος νέων ανατιμήσεων στη λιανική είναι οι αυξήσεις στη χονδρική τροφίμων τον Απρίλιο κατά 10,3% στην εξωτερική αγορά και σχεδόν 9% στην εγχώρια. Ο γενικός δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία μειώθηκε μεν κατά -13,3%, όμως η πτώση οφείλεται αποκλειστικά στις τιμές χονδρικής ενέργειας, ενώ οι υπόλοιπες κατηγορίες κινούνται ανοδικά. Οι υψηλότερες ανατιμήσεις σημειώνονται στη βιομηχανία χαρτοποιίας και χάρτινων προϊόντων (που αντικαθιστούν σταδιακά το πλαστικό), σχεδόν κατά 9% στην εγχώρια και 14% στην εξωτερική αγορά, γεγονός που πιέζει ανοδικά και τις τιμές των συσκευασμένων προϊόντων.