Οι μεταμορφώσεις της στην προσωπική της ζωή, αλλά και στον κινηματογράφο, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και οβιδιακές, αλλά σίγουρα είχαν ένα κοινό στοιχείο, το πάθος, μία πρωτόγνωρη ορμή. Η ηθοποιός Τζέιν Φόντα στο ξεκίνημά της τα είχε όλα καθώς διέθετε ομορφιά, γοητεία, λάμψη στον φακό, μαχητική προσωπικότητα, την τύχη να πέσει στα χέρια εξαιρετικών σκηνοθετών, αλλά και ένα από τα πιο βαριά ονόματα στο χώρο της σόουμπιζ.
Ο πατέρας της Χένρι Φόντα, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σταρ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, αλλά και ένας από τους σημαντικότερους και επιδραστικούς Αμερικάνους ηθοποιούς όλων των εποχών, ενώ και ο αδελφός της Πίτερ Φόντα, το πιο «άτακτο» παιδί της οικογένειας, είχε τη δική του αξιοσημείωτη πορεία στο σινεμά.
Οι μεταμορφώσεις της Τζέιν
Η Τζέιν Φόντα, η οποία συμπληρώνει αισίως τα 85 της χρόνια (γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου του 1937), βγήκε στο προσκήνιο ως μοντέλο, έγινε γρήγορα ερωτικό σύμβολο, καταξιώθηκε καλλιτεχνικά κάνοντας σπουδαίες ταινίες, έπεσε με τα μούτρα στην πολιτική και έφτασε στα άκρα ως υπερασπίστρια των Βορειοβιετναμέζων, στον πόλεμο του Βιετνάμ, χαρακτηριζόμενη και «Ανόι Τζέιν».
Στη συνέχεια, τα έφερε όλα τούμπα, κάνοντας μόδα το αερόμπικ και τις… 45άρες, κερδίζοντας εκατομμύρια δολάρια, πέρασε στην αντίπερα όχθη, με έναν θεαματικό γάμο, με τον «μίστερ CNN», Τεντ Τέρνερ, τον οποίο χώρισε και στα γεράματά της επέστρεψε σε μια πιο συμβατική ακτιβιστική δράση, για το περιβάλλον, τη δημοκρατία, τη γυναικεία χειραφέτηση, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και βεβαίως έχοντας να διαχειριστεί μία καριέρα που διασχίζει έξι δεκαετίες, βρίθει τιμητικών διακρίσεων και βραβεύσεων (δύο Όσκαρ, πάμπολλες Χρυσές Σφαίρες κλπ) και αρκετές αξιομνημόνευτες ερμηνείες σε σπουδαίες ταινίες που σημάδεψαν εποχές.
Η γαλαζοαίματη μητέρα και η αυτοκτονία
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1937, από την Φράνσις Φορντ Σέιμουρ, μακρινή απόγονο της Τζέιν Σέιμουρ, η οποία ήταν η τρίτη σύζυγος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου του Ή και τον Χένρι Φόντα, όταν ο κορυφαίος ηθοποιός έμπαινε δυναμικά στα κινηματογραφικά στούντιο.
Δυστυχώς, η μητέρα της, που αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, αυτοκτόνησε όταν η Τζέιν ήταν 13 χρόνων, ενώ ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε την Σούζαν Μπλαντσάρντ.
Ερωτικό σύμβολο και Actor’s Studio
Στη νεανική της ηλικία η Φόντα εργάστηκε ως μοντέλο, κάνοντας μάλιστα δυο εξώφυλλα στη Vogue, ενώ στα 17 της άρχισε να καρδιοχτυπά για την υποκριτική, όταν εμφανίστηκε δίπλα στον πατέρα της, στο θεατρικό του Κλίφορντ Όντετς «Η χωριατοπούλα».
Αποφοιτώντας από το αριστοκρατικό κολέγιο Βασάρ, ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου σπούδασε ιστορία της τέχνης, για δύο χρόνια και επέστρεψε στις ΗΠΑ για να γνωριστεί με τον πρωτοπόρο δάσκαλο της υποκριτικής Λι Στράσμπεργκ του Actor’s Studio, ο οποίος την ώθησε να ασχοληθεί με την ηθοποιία. Έτσι, το 1960 θα κάνει το ντεμπούτο της στο θεατρικό σανίδι, ενώ την ίδια χρονιά θα εμφανιστεί στην πρώτη της ταινία στο πλευρό του Άντονι Πέρκινς στην κομεντί «Οι Γυναίκες Τρελαίνονται για τους Ψηλούς». Θα ακολουθήσουν κάποιες ενδιαφέρουσες ταινίες, μεταξύ των οποίων, «Γάμος Υπό Δοκιμή» για την οποία έλαβε την πρώτη της υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα.
Ο Ροζέ και η «Μπαρμπαρέλα»
Το 1965, όμως, θα μπει στη λεωφόρο των αστεριών πρωταγωνιστώντας στο γουέστερν «Η Λησταρχίνα», δίπλα σε έναν απίθανο Λι Μάρβιν (Όσκαρ A’ Ανδρικού Ρόλου), ένα φιλμ που λάτρεψε το νεανικό κοινό. Αμέσως μετά, η Φόντα παντρεύτηκε τον Γάλλο σκηνοθέτη και καρδιοκατακτητή Ροζέ Βαντίμ, που είχε φτιάξει το όνομα της πρώτης του συζύγου Μπριζίτ Μπαρντό. Το 1968 κι ενώ η Γαλλία έβραζε, ο Βαντίμ θα γυρίσει την καλτ ταινία φαντασίας «Μπαρμπαρέλα» με την οποία η Φόντα καθιερώθηκε ως σύμβολο του σεξ. Την ίδια χρονιά θα αποκτήσει το πρώτο της παιδί, την Βανέσα Βαντίμ, ενώ ταυτόχρονα με τη μητρική ευθύνη, θα αρχίσει να μυείται και στην πολιτική και να ωριμάζει στην υποκριτική. Ωστόσο, η σχέση της με τον Βαντίμ είχε και περιόδους πόνου, καθώς μπροστά του ένιωθε μειονεκτικά και με τον φόβο ότι μπορεί να τον χάσει δεχόταν τις ερωτικές του επιθυμίες, ακόμη και τη συμμετοχή της σε σεξουαλικές ακρότητες…
Το Όσκαρ και το Βιετνάμ
Καλλιτεχνικά, όμως, η Φόντα είχε πάρει ήδη την πάνω βόλτα, γυρίζοντας σημαντικές ταινίες, όπως τα κλασικά δράματα «Η Καταδίωξη» του Άρθουρ Πεν, με Μάρλον Μπράντο και Ρόμπερτ Ρέντφορντ και «Ξυπόλυτη στο Πάρκο», μια τεράστια εμπορική επιτυχία, έχοντας δίπλα της και πάλι τον Ρέντφορντ. Το 1969 θα γυρίσει το συγκλονιστικό δράμα «Σκοτώνουν τα Άλογα όταν Γεράσουν», ενώ το 1971 θα έρθει και το πρώτο Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, στο υπέροχο θρίλερ του Άλαν Πάκουλα «Η Εξαφάνιση», έχοντας δίπλα της τον εκπληκτικό Ντόναλντ Σάδερλαντ.
Στη βραδιά των Όσκαρ, η Τζέιν Φόντα πήρε χλιαρό χειροκρότημα, καθώς είχε αρχίσει να ενοχλεί το υπερσυντηρητικό Χόλιγουντ, για τη δυναμική εναντίωσή της στον «βρώμικο πόλεμο» του Βιετνάμ. Το 1972 μάλιστα θα επισκεφθεί το Βόρειο Βιετνάμ, θα φωτογραφηθεί με μαχητές, θα κάνει δέκα ραδιοφωνικές εκπομπές αποκαλώντας τα ανώτατα στελέχη του αμερικάνικου στρατού εγκληματίες πολέμου και θα στοχοποιηθεί, πρωτίστως από τον Τύπο που την αποκαλεί «Ανόι Τζέιν».
Water Gate
Η συνέχεια δεν θα είναι και τόσο ευχάριστη για την Φόντα, καθώς θα διαστρεβλωθούν οι πολιτικές της απόψεις, ενώ θα χωρίσει και με τον Βαντίμ το 1973, για να παντρευτεί τον ακτιβιστή Τομ Χέιντεν, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον Τομ. Θα πρέπει να αποκαλυφθεί η πολιτική σαπίλα με το σκάνδαλο Water Gate και να έρθει η ευχάριστη ταινία «Χρυσοδάχτυλοι της Υψηλής Κοινωνίας» το 1977, για να επιστρέψει στο προσκήνιο. Αμέσως μετά θα γυρίσει το δραματικό «Τζούλια» σε σκηνοθεσία του σπουδαίου Φρεντ Τσίνεμαν, ένα φιλμ βασισμένο στο μυθιστόρημα της Λίλιαν Χέλμαν, στο οποίο υποδυόταν την γυναίκα που διέσχισε όλη τη Γερμανία του Χίτλερ, μεταφέροντας χρήματα στον αγώνα των κομμουνιστών κατά του Χίτλερ. Θα προταθεί για Όσκαρ, αλλά θα χάσει από την Ντάιαν Κίτον του «Νευρικού Εραστή». Τον επόμενο χρόνο, θα δικαιωθεί από την Ακαδημία, πρωταγωνιστώντας, μαζί με τον Γιοτ Βόιτ, στο έξοχο φιλμ «Ο Γυρισμός», με το οποίο θα κατακτήσει το δεύτερο Όσκαρ της καριέρας της.
Το Σύνδρομο της αεροβικής
Κι εκεί που όλοι πίστευαν ότι θα συνεχίσει αυτό το κρεσέντο επιτυχίας, αφού θα γυρίσει και το εξαιρετικό οικολογικό θρίλερ «Το Σύνδρομο της Κίνας», δίπλα στους Τζακ Λέμον και Μάικλ Ντάγκλας, αλλά και το τρυφερό δράμα «Στη Χρυσή Λίμνη», παίζοντας δίπλα στον πατέρα της, για μία και μοναδική φορά, λαμβάνοντας ακόμη μία υποψηφιότητα για Όσκαρ, θα κάνει μία απίστευτη στροφή πλασάροντας με τεράστια, ομολογουμένως, επιτυχία την αεροβική γυμναστική την οποία έκανε μόδα, με τις βιντεοκασέτες της.
Ο γάμος με τον Τέρνερ και η απουσία
Μία στροφή, που θα προχωρήσει ακόμη παραπέρα, δημιουργώντας αναγούλες στους θαυμαστές της και όσους τη λάτρεψαν για την πολιτική της δράση, με τον γάμο της δεκαετίας. Θα παντρευτεί το 1991 τον Τεντ Τέρνερ, τον πάμπλουτο ιδρυτή και ιδιοκτήτη του CNN, με τον οποίο θα παραμείνουν μαζί για μια δεκαετία, ενώ θα αποσυρθεί από τα πλατό, μέχρι να χωρίσουν το 2001. Έχοντας χάσει το πολιτικό της κύρος, θα επιστρέψει στον κινηματογράφο στις αρχές της νέας χιλιετίας, κατά κύριο λόγο, παίζοντας σε αδιάφορες ταινίες, έχοντας προσθέσει αρκετά εκατομμύρια στο λογαριασμό της και ακόμη περισσότερες πλαστικές στο πρόσωπο.
Η επιστροφή και η κληρονομιά
Την επόμενη δεκαετία θα ξαναξυπνήσει μέσα της η πολιτική και θα κινητοποιηθεί για το Παλαιστινιακό, τον πόλεμο στο Ιράκ, τα δικαιώματα των γυναικών, το περιβάλλον, ενώ θα βρεθεί και με χειροπέδες τρεις τέσσερις φορές, για τη συμμετοχή της σε διαμαρτυρίες και τονίζοντας ότι «πρέπει να αφήσουμε τα σόσιαλ μίντια και να βγούμε στους δρόμους». Ωστόσο, μάλλον η φωνή της έχει χάσει τον δυναμισμό της, καθώς το όμορφο επαναστατημένο κοριτσόπουλο, μοιάζει σήμερα περισσότερο με μια «ιδιότροπη» γηραιά κυρία. Ωστόσο, δύσκολα μπορείς να ξεχάσει τις θαυμάσιες λιτές ερμηνείες της, την εκφραστικότητα των ματιών της, το παλλόμενο από πάθος κορμί της, όλα αυτά που της άφησε κληρονομιά ο μέγας Χένρι Φόντα.