Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου, 2024
More

    3ος Εισαγωγικός Διαγωνισμός ΕΣΔΙ (Δικαστικών Υπαλλήλων) 2025 – Επίλυση θεμάτων ΤΕ κατηγορίας Α’ σειράς (ΚΔΥ-ΚΟΔ)

    3ος Εισαγωγικός Διαγωνισμός ΕΣΔΙ (Δικαστικών Υπαλλήλων) 2025 – Επίλυση θεμάτων ΤΕ κατηγορίας Α’ σειράς (ΚΔΥ-ΚΟΔ)

    Έρχεται μετά το Πάσχα η προκήρυξη του 3ου Εισαγωγικού Διαγωνισμού (Δικαστικών Υπαλλήλων) για το έτος 2025, ο οποίος από τα μέχρι σήμερα δεδομένα θα περιλαμβάνει θέσεις για όλες τις εκπαιδευτικές κατηγορίες (ήτοι ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ).

    Στη γραπτή δοκιμασία του Εισαγωγικού Διαγωνισμού Δικαστικών Υπαλλήλων, οι υποψήφιοι έχουν μπροστά τους σε κάθε μάθημα που αφορά κώδικες, τους κώδικες ανοιχτούς και τους συμβουλεύονται για να βρουν την απάντηση.


    Στο Α’ μέρος (ήτοι γραπτή δοκιμασία) οι υποψήφιοι εξετάστηκαν σε τρία μαθήματα: α) θέμα γενικής παιδείας β) οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων και εισαγγελιών (ν. 4798/2021 & ν. 4938/2022) και γ) στοιχεία δικαίου, ιδίως συνταγματικού και δικονομικού.

    Σήμερα, θα ασχοληθούμε με το δεύτερο μάθημα και θα δώσουμε τον τρόπο που οι υποψήφιοι, οι οποίοι θα καταλάβουν ύστερα και από την προφορική δοκιμασία θέσεις δικαστικών υπαλλήλων στα δικαστήρια και εισαγγελίες όλης της χώρας, θα εργαστούν για να βρουν την απάντηση είτε αυτή είναι πολλαπλής επιλογής είτε είναι με ανάπτυξη κειμένου.

    Παρακάτω είναι το θέμα που έπεσε στην οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων και εισαγγελιών στην κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) και ακολουθούν στη συνέχεια οι απαντήσεις μαζί τον τρόπο επίλυσης.


    Να σημειωθεί ότι η ΕΣΔΙ δεν αναρτά τις απαντήσεις. Και πάντα κοιτάμε όχι μόνο να βρούμε τη σωστή απάντηση αλλά και γιατί οι άλλες δύο απαντήσεις δεν είναι σωστές. Μόνο τότε είμαστε 100% σίγουροι ότι απαντήσαμε σωστά.

    ΘΕΜΑ ΚΔΥ-ΚΟΔ

    1. Ερωτάται: Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, αν ο υπάλληλος ασκεί εργασία ή παρέχει έργο με αμοιβή, χωρίς να του έχει χορηγηθεί προηγούμενη σχετική άδεια:


    Α. Στοιχειοθετείται πειθαρχικό παράπτωμα

    Β. Στοιχειοθετείται λόγος ανάκλησης του διορισμού του

    Γ. Στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του έναντι του Δημοσίου


    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, η έκφραση κλειδί είναι «παρέχει έργο με αμοιβή» οπότε πάμε Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (το οποίο μας το αναφέρει η εκφώνηση), μετά πάμε στην θεματική ενότητα «Άρθρα 94-123 (δικαιώματα – υποχρεώσεις)» και μετά πάμε στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 118 «Η άδεια της παρ. 1 χορηγείται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και ανακαλείται με την ίδια διαδικασία». Αυτά από την εκφώνηση, ως απαντήσεις για την μη χορήγηση προηγούμενης άδειας έχουμε α) πειθαρχικό παράπτωμα β) ανάκληση διορισμού και γ) αστική ευθύνη έναντι του δημοσίου. Το άρθρο 118 βρίσκεται όπως αναφέρουμε παραπάνω στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του δικαστικού υπαλλήλου. Επομένως όταν υπάρχει κάποια υποχρέωση που δεν τηρείται πάμε κατ’ ευθείαν στα πειθαρχικά παραπτώματα και ειδικά στην παρ. 2 του άρθρου 166 «Πειθαρχικά παραπτώματα είναι ιδίως: […] ζ) η άσκηση επαγγέλματος ή η εκτέλεση έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας». Συνεπώς, σωστή απάντηση είναι η Α.

    2. Για τον υποψήφιο δικαστικό υπάλληλο που έχει παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα για το αδίκημα της απιστίας κατά του Δήμου Θεσσαλονίκης:

    Α. Συντρέχει κώλυμα διορισμού, εάν κατά τον χρόνο διορισμού του δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ή αμετάκλητο αθωωτικό βούλευμα

    Β. Δεν συντρέχει κώλυμα που να εμποδίζει τον διορισμό του

    Γ. Συντρέχει κώλυμα που εμποδίζει τη συμμετοχή του στις διαδικασίες επιλογής

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, πρόκειται για έναν υποψήφιο δικαστικό υπάλληλο (οπότε πάμε Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων) ο οποίος πριν από τον διορισμό του έχει τελεσίδικο βούλευμα για το αδίκημα της απιστίας. Η έκφραση κλειδί εδώ είναι «κώλυμα διορισμού» και πάμε ενότητα «Άρθρα 1-10 (γενικές διατάξεις)», στο εδ. β) της παρ. 1 του άρθρου 7 (Κωλύματα διορισμού – ποινική καταδίκη και υποδικία) όπου ορίζεται «Όσοι έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα […] α) μπορούν να λαμβάνουν μέρος στις διαδικασίες επιλογής, αλλά δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι, εάν κατά τον χρόνο διορισμού δεν έχει εκδοθεί […] αμετάκλητο αθωωτικό βούλευμα». Συνεπώς, σωστή απάντηση είναι η Α.

    3. Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών:

    Α. Επιλαμβάνεται των υποθέσεων κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου δικαστικού υπαλλήλου, συνεδριάζει δημόσια, με τη συμμετοχή και των εκπροσώπων των δικαστικών υπαλλήλων, οι δε αποφάσεις του απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση

    Β. Επιλαμβάνεται των υποθέσεων κατόπιν ερωτήματος του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, συνεδριάζει στο κατάστημα του δικαστηρίου, οι δε αποφάσεις του υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του επταμελούς δικαστικού συμβουλίου του Εφετείου Αθηνών

    Γ. Επιλαμβάνεται των υποθέσεων κατόπιν ερωτήματος του Υπουργού Δικαιοσύνης, στη συζήτηση των υποθέσεων πρέπει να καλούνται νομίμως και οι αιρετοί εκπρόσωποι των δικαστικών υπαλλήλων, οι αποφάσεις του υπόκεινται σε προσφυγή που ασκείται από τον ενδιαφερόμενο δικαστικό υπάλληλο ενώπιον του επταμελούς δικαστικού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, η έκφραση κλειδί είναι «πενταμελές δικαστικό συμβούλιο διοικητικού εφετείου» οπότε πάμε Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων και πάμε ενότητα «Άρθρα 84-89 (δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια)», στο άρθρο 87 (διαδικασία ενώπιον των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων) όπου παρ. 1 «Τα πρωτοβάθμια δικαστικά […] συμβούλια επιλαμβάνονται ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης […]», παρ. 6 «Για τη συζήτηση των υποθέσεων ενώπιων των δικαστικών συμβουλίων, καλούνται υποχρεωτικά οι εκπρόσωποι των δικαστικών υπαλλήλων […]», παρ. 11 «Οι αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις των πρωτοβάθμιων δικαστικών […] συμβουλίων δεν απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση». Από τα παραπάνω έχουμε αμέσως αφαιρέσει ως σωστές απαντήσεις την Α (λέει συνεδριάζει δημόσια) και την Β (λέει κατόπιν ερωτήματος του Προέδρου του ΣτΕ) και επομένως σωστή είναι η Γ.

    4. Ο Α, διορίστηκε το 2008 δικαστικός υπάλληλος, σε θέση του κλάδου ΥΕ, με τυπικό προσόν απολυτήριο τίτλο της Γ’ τάξης Γυμνασίου. Με την οικεία προκήρυξη, ορίζονταν ως τυπικό προσόν η κατοχή απολυτηρίου τίτλου υποχρεωτικής εκπαίδευσης (απολυτήριου τίτλου τριταξίου γυμνασίου ή για όσους έχουν αποφοιτήσει μέχρι και το 1980 απολυτηρίου δημοτικού σχολείου). Μετά από έλεγχο διαπιστώθηκε ότι κατά λάθος υπέβαλε τον ανωτέρω απολυτήριο τίτλο ως τυπικό προσόν και ότι είναι απόφοιτος Δημοτικού Σχολείου, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο τώρα πιστοποιητικό σπουδών, με ημερομηνία απόλυσης την 14.6.1981, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, προβλέπεται ως τυπικό προσόν από την προκήρυξη για την πλήρωση της θέσης που κατέλαβε. Το 2012, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου, ανακλήθηκε ο διορισμός του. Με δεδομένα τα ως άνω πραγματικά γεγονότα:

    Α. Η ανάκληση του διορισμού του Α, δεν είναι νόμιμη, διότι έγινε μετά το πέρας της διετίας από τον διορισμό του, που αποτελεί το μέγιστο όριο του εύλογου χρόνου ανάκλησης του διορισμού ενός δικαστικού υπαλλήλου

    Β. Η ανάκληση του διορισμού δεν είναι νόμιμη, διότι αυτός κατείχε πράγματι το απαιτούμενο προσόν για τον διορισμό του (απολυτήριο δημοτικού σχολείου)

    Γ. Η ανάκληση του διορισμού είναι νόμιμη

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, αποκλείουμε την απάντηση Β καθώς κατά τον διορισμό του ο Α δεν είχε το απαιτούμενο προσόν για το διορισμό ήτοι απολυτήριο τίτλο δημοτικού σχολείου έως το 1980. Ούτε και η απάντηση Α είναι σωστή καθώς η ανάκληση διορισμού μπορεί να συμβεί και μετά το πέρας της διετίας. Αφού επομένως μιλάμε για δικαστικό υπάλληλο πάμε Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, μετά πάμε ενότητα «Άρθρα 12-17 (πλήρωση θέσεων)» και άρθρο 16 (ανάκληση διορισμού) όπου στην παρ. 2 ορίζεται ότι «Η πράξη διορισμού που έγινε κατά παράβαση νόμου ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευση της περίληψής της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 3 και 7» (κανένα από όσα περιέχονται στα άρθρα 3 και 7 έχουν σχέση με το παρόν πρακτικό ερώτημα). Στο συγκεκριμένο πρακτικό έχουμε ένα δικαστικό υπάλληλο που «κατά λάθος» έδωσε λάθος τίτλο σπουδών και που ο τίτλος που εκ των υστέρων έδωσε πάλι δεν ήταν ο σωστός, επομένως, υπάρχει μια δόλια συμπεριφορά εκ μέρους του. Επομένως, η σωστή απάντηση είναι η Γ.

    5. Ο δικαστικός υπάλληλος Α που είχε απολυθεί λόγω σωματικής αναπηρίας αναδιορίστηκε καθόσον:

    Α. προσκόμισε με την αίτησή του ιατρική γνωμάτευση Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ικανός προς εργασία

    Β. είχε τουλάχιστον διετή ευδόκιμη υπηρεσία πριν την απόλυσή του

    Γ. η αρμόδια υγειονομική επιτροπή στην οποία παραπέμφθηκε διαπίστωσε ότι αποκαταστάθηκε η σωματική ικανότητά του σε βαθμό που του επιτρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, η έκφραση κλειδί εδώ είναι «αναδιορισμός δικαστικού υπαλλήλου». Επομένως πάμε Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (αφού αναφερόμαστε σε δικαστικό υπάλληλο), μετά ενότητα «Άρθρα 12-17 (πλήρωση θέσεων)» και στην παρ. 2 του άρθρου 17 (αναδιορισμός) ορίζεται ότι: «Ο δικαστικός υπάλληλος αναδιορίζεται μετά από γνωμοδότηση της υγειονομικής επιτροπής, με την οποία διαπιστώνεται ότι αποκαταστάθηκε η σωματική ή πνευματική του ικανότητα, σε βαθμό που του επιτρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του». Συνεπώς, σωστή απάντηση είναι η Γ.

    6. Ο δικαστικός υπάλληλος Α υπηρετεί με απόσπαση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αρμόδιο πειθαρχικό όργανο για τον εν λόγω υπάλληλο είναι:

    Α. αποκλειστικά το πειθαρχικό όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης

    Β. το πειθαρχικό όργανο του Πρωτοδικείου Αθηνών, υπηρεσία από την οποία αποσπάστηκε

    Γ. το πρώτο κατά σειρά αρίθμησης ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, μιλάμε πάλι για δικαστικό υπάλληλο, και άρα έχουμε μπροστά μας τον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων. Η έκφραση κλειδί στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι «πειθαρχικό όργανο» και πάμε ενότητα «άρθρα 178-183 (πειθαρχικά όργανα)» για να βρούμε το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο ενός αποσπασμένου δικαστικού υπαλλήλου. Στο άρθρο 182 (αρμοδιότητα κατά τόπο) ορίζεται ότι: «[…] Σε περίπτωση απόσπασης του δικαστικού υπαλλήλου σε μη δικαστική υπηρεσία, αρμόδιο είναι το πειθαρχικό όργανο της γραμματείας ή υπηρεσίας στην οποία ανήκει οργανικά». Επομένως, η απάντηση Β είναι η σωστή.

    7. Η υπαλληλική σχέση του δικαστικού υπαλλήλου καταρτίζεται:

    Α. με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης διορισμού του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης

    Β. με την έκθεση ανάληψης υπηρεσίας

    Γ. με τον διορισμό και την ορκωμοσία του

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, αφού έχουμε να κάνουμε με δικαστικό υπάλληλο πάμε στον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων. Από εκεί πάμε στην ενότητα «Άρθρα 12-17 (πλήρωση θέσεων)» καθώς η έκφραση κλειδί εδώ είναι «κατάρτιση υπαλληλικής σχέσης» οπότε στο άρθρο 14 (κατάρτιση υπαλληλικής σχέσης) ορίζεται ότι: «1. Η υπαλληλική σχέση καταρτίζεται με τον διορισμό και την αποδοχή του. 2. Η αποδοχή δηλώνεται με την ορκωμοσία.». Ως εκ τούτου, σωστή απάντηση η Γ.

    8. Η πειθαρχική διαδικασία δεν συνεχίζεται μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης:

    Α. εφόσον η λύση επήλθε συνεπεία θανάτου του υπαλλήλου

    Β. διότι η τυχόν καταδικαστική απόφαση θα παραμείνει ανεκτέλεστη

    Γ. διότι απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, έχουμε πάλι να κάνουμε με Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αφού μιλάμε για υπαλληλική σχέση. Μετά πάμε στην ενότητα «Άρθρα 167-17 (γενικοί κανόνες πειθαρχικής δίωξης)» και στο άρθρο 177 (λήξη πειθαρχικής ευθύνης) όπου ορίζεται στην παρ.1 ότι: «Ο δικαστικός υπάλληλος που απέβαλε την υπαλληλική ιδιότητα με οποιονδήποτε τρόπο δεν διώκεται πειθαρχικώς. Αν όμως κατά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη […] η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου. Σε περίπτωση κατά την οποία συνεχίζεται η πειθαρχική διαδικασία, αν εκδοθεί καταδικαστική απόφαση, παραμένει ανεκτέλεστη». Επομένως, σωστή απάντηση είναι η Α.

    9. Το δικαστικό συμβούλιο σε υπόθεση πειθαρχικής δίωξης δικαστικού υπαλλήλου για παράπτωμα που επισύρει την ποινή του προστίμου δύναται:

    Α. να κρατήσει και να εκδικάσει την υπόθεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις

    Β. να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, που δεσμεύεται από την παραπεμπτική απόφαση

    Γ. είτε να κρατήσει και να εκδικάσει την υπόθεση είτε να την παραπέμψει στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, έχουμε πειθαρχική δίωξη δικαστικού υπαλλήλου και ανοίγουμε τον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων στην ενότητα «Άρθρα 178-183 (πειθαρχικά όργανα)» και στην παρ. 4 του άρθρου 181 (πειθαρχικά συμβούλια) όπου ορίζεται ότι: «Το δικαστικό συμβούλιο στο οποίο έχει εισαχθεί πειθαρχική υπόθεση είτε μετά από άσκηση πειθαρχικής δίωξης είτε κατά παραπομπή από υπηρεσιακό συμβούλιο, εάν κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει, κατά νόμο, πειθαρχική ποινή κατώτερη της οριστικής παύσης μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, είτε να κρατήσει και να εκδικάσει την υπόθεση είτε να την παραπέμψει στο αντίστοιχο υπηρεσιακό συμβούλιο». Η απάντηση αυτή για να βρεθεί έπρεπε κάποιος να γνωρίζει ότι βρίσκεται εκεί. Οπότε σωστή είναι η Γ.

    10. Ο Α μόνιμος δικαστικός υπάλληλος της κατηγορίας ΠΕ του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατόπιν σχετικής άδειας, υπηρετεί ήδη από το 2019, ως ειδικός εμπειρογνώμονας, στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Η άδεια του εν λόγω υπαλλήλου λήγει στις 31.3.2023 και ο ίδιος εμφανίζεται στην υπηρεσία του, στην Ελλάδα, στις 30.7.2023, καθόσον καθυστέρησαν, από υπαιτιότητα της μεταφορικής εταιρείας, οι διαδικασίες μετεγκατάστασής του. Στην υπηρεσία του στην Ελλάδα πληροφορείται ότι η θέση στην οποία υπηρετούσε έχει ήδη καλυφθεί. Τούτο διότι:

    Α. η άδεια που έλαβε να υπηρετήσει στο ως άνω όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερέβη το χρονικό διάστημα της διετίας

    Β. η θέση θεωρήθηκε κενή, πληροφορείται όμως ότι διατηρείται ο ίδιος ως υπεράριθμο προσωπικό την υπηρεσία και θα καταλάβει την πρώτη θέση που θα κενωθεί

    Γ. η υπαλληλική σχέση έχει ήδη λυθεί από 31.3.2023

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, η έκφραση κλειδί είναι «άδεια στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο» οπότε πάμε Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (αφού το ερώτημα μιλάει για δικαστικό υπάλληλο), ύστερα πάμε στην ενότητα «άρθρα 94-123 (δικαιώματα-υποχρεώσεις)» και ειδικότερα στο άρθρο 109 (άδειες χωρίς αποδοχές) όπου στην παρ. 4 ορίζεται ότι: «Σε δικαστικό υπάλληλο που αποδέχεται θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε διεθνή οργανισμό στον οποίο μετέχει η Ελλάδα, χορηγείται, ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, άδεια χωρίς αποδοχές έως πέντε (5) ετών, που μπορεί να παραταθεί με την ίδια διαδικασία για πέντε (5) ακόμη έτη. Η άδεια αυτή λήγει αυτοδικαίως, αν ο δικαστικός υπάλληλος αποχωρήσει από την παραπάνω θέση. Αν ο δικαστικός υπάλληλος δεν εμφανιστεί να αναλάβει καθήκοντα μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της άδειας, θεωρείται ότι παραιτήθηκε από την υπηρεσία. Η παραίτηση ανατρέχει στην ημερομηνία λήξης της άδειας και η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως από την ίδια χρονολογία». Συνάγεται από τα ανωτέρω ότι αφού ο συγκεκριμένος υπάλληλος εμφανίστηκε πέραν των δύο (2) μηνών τότε η σωστή απάντηση είναι η Γ.

    11. Την πειθαρχική δίωξη κατά των δικαστικών υπαλλήλων του Αρείου Πάγου μπορούν να παραγγείλουν

    Α. ο Υπουργός Δικαιοσύνης και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου

    Β. αποκλειστικά τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια

    Γ. ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, πάμε πάλι Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αφού μιλάμε για δικαστικούς υπαλλήλους και εδώ η έκφραση κλειδί είναι «ποιοι παραγγείλουν την πειθαρχική δίωξη» δηλαδή πάμε στα πειθαρχικά όργανα και στην ενότητα «Άρθρα 178-183 (πειθαρχικά όργανα)» όπου στο άρθρο 178 και παρ. 4 και 5 όπου ορίζεται ότι: «4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη κάθε δικαστικού υπαλλήλου 5. Ο Πρόεδρος […] του Αρείου Πάγου […] μπορούν να παραγγείλουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στα αντίστοιχα δικαστήρια και υπηρεσίες». Επομένως, η σωστή απάντηση είναι η Α, η Β είναι τελείως λάθος ενώ η Γ βάζει μέσα και τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ήτοι εν μέρει σωστή και εν μέρει λάθος.

    12. Ο Α, δικαστικός υπάλληλος του Πρωτοδικείου Αθηνών, έχει διαπράξει το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς. Βάσει του ανωτέρω πραγματικού:

    Α. την πειθαρχική δίωξη του Α, μπορεί να παραγγείλει και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, για το ανωτέρω δε παράπτωμα μπορεί να του επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης

    Β. μόνο ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου είναι αρμόδιος για την πειθαρχική δίωξη του ανωτέρω υπαλλήλου, η προβλεπόμενη δε πειθαρχική ποινή είναι αυτή τη έγγραφης επίπληξης

    Γ. η ως άνω συμπεριφορά του Α, δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, παρά μόνο αυτός ευθύνεται να αποζημιώσει το Δημόσιο για τις ημέρες της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντά του

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, πάμε Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αφού αφορά δικαστικό υπάλληλο και στην ενότητα «Άρθρα 165-166 (πειθαρχικά παραπτώματα – πειθαρχικές ποινές)» και ιδίως στο άρθρο 166 (πειθαρχικές ποινές) στην παρ. 2 ορίζεται ότι: «Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα: […] ε) αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς […]». Επομένως, η απάντηση Β δεν είναι σωστή αφού ορίζει ότι η προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της έγγραφης επίπληξης. Ούτε και η απάντηση Γ καθώς η αδικαιολόγητη απουσία δικαστικού υπαλλήλου για συνεχόμενες 22 ημέρες δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Οπότε σωστή απάντηση απομένει η Α και πράγματι και ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη όπως ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 178 (αρμόδιο όργανο για την πειθαρχική δίωξη): «ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη κάθε δικαστικού υπαλλήλου».

    13. Ο δικαστικός υπάλληλος Α στο Πρωτοδικείο Αθηνών μόλις έλαβε τηλεφωνική εντολή από την Προϊσταμένη της Γραμματείας του Δικαστηρίου να ανοίξει με τη βοήθεια ειδικού τον κλειδωμένο φοριαμό της Δικαστή Β, η οποία απουσιάζει με άδεια ανατροφής τέκνου, προκειμένου να ανασύρει την Χ δικογραφία αντίγραφο της οποίας ζήτησε ο συνήγορος του ενάγοντος. Ο Α που θεωρεί παράνομη την εντολή της Προϊσταμένης για το λόγο ότι ο φοριαμός είναι κλειδωμένος:

    Α. αρνείται να εκτελέσει την εντολή και επικοινωνεί τηλεφωνικά με την Δικαστή εκθέτοντας τα γεγονότα προκειμένου εκείνη να πράξει τα δέοντα

    Β. αναφέρει εγγράφως την αντίθεσή του στην Προϊσταμένη και ακολούθως εκτελεί την εντολή

    Γ. αρνείται έντονα και υποβάλλει σχετική αναφορά στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, αφού μιλάει το πρακτικό για δικαστικό υπάλληλο πάμε Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων. Η έκφραση κλειδί «παράνομη εντολή της Προϊσταμένης» και πάμε στην ενότητα «Άρθρα 94-123 (Δικαιώματα-Υποχρεώσεις)» όπου στο άρθρο 113 (νομιμότητα υπηρεσιακών ενεργειών) παρ. 2 ορίζεται ότι: «Ο δικαστικός υπάλληλος συμμορφώνεται προς τις εντολές των προϊσταμένων του. Αν θεωρεί παράνομη την εντολή προϊσταμένου, πριν την εκτελέσει, αναφέρει εγγράφως στον προϊστάμενό του την αντίθετη γνώμη του και υποχρεούται να εκτελέσει την εντολή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή ο δικαστικός υπάλληλος απαλλάσσεται από την ευθύνη για την παράνομη ενέργεια». Ως εκ τούτου, η σωστή απάντηση είναι η Β.

    14. Ο Χ, ενώ είχε παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα για υπεξαίρεση, διορίστηκε το έτος 2016 στο Πρωτοδικείο Αθηνών σε θέση κλάδου ΤΕ, χωρίς κατά τον χρόνο του διορισμού του να έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ή αμετάκλητο αθωωτικό βούλευμα. Για τον λόγο αυτό ο διορισμός του ανακλήθηκε το έτος 2017. Το 2018 απαλλάχτηκε της ανωτέρω κατηγορίας με δικαστική απόφαση που κατέστη αμετάκλητη στις 20.10.2018. Στις 20.10.2020 υπέβαλε αίτηση αναδιορισμού, η οποία απορρίφθηκε στις 20.11.2020 από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο. Βάσει των ανωτέρω πραγματικών γεγονότων:

    Α. Η απόρριψη της αίτησης αναδιορισμού του Χ δεν είναι νόμιμη διότι επιτρέπεται ο αναδιορισμός δικαστικού υπαλλήλου όταν, μετά την ανάκληση του διορισμού του, αυτός απαλλάσσεται των κατηγοριών με αμετάκλητη αθωωτική απόφαση

    Β. Η απόρριψη της αίτησης αναδιορισμού είναι νόμιμη

    Γ. Η απόρριψη της αίτησης αναδιορισμού του Χ δεν είναι νόμιμη διότι παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας που απορρέει από την αθωωτική δικαστική απόφασης

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, πάμε ξανά Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αφού έχουμε να κάνουμε με δικαστικό υπάλληλο (συμβαίνει οι περισσότερες ερωτήσεις αν όχι όλες να είναι από τον ΚΔΥ). Κατόπιν, η έκφραση κλειδί είναι «αναδιορισμός υπαλλήλου που απαλλάχθηκε από την κατηγορία με αμετάκλητο απαλλαχτικό βούλευμα» και συγκεκριμένα πηγαίνουμε στην ενότητα «Άρθρα 12-17 (πλήρωση θέσεων)» και στο άρθρο 17 (αναδιορισμός) όπου στην παρ. 3 ορίζεται ότι: «Επιτρέπεται επίσης ο αναδιορισμός δικαστικού υπαλλήλου […] εφόσον αυτός απαλλάχτηκε από την κατηγορία με […] αμετάκλητο βούλευμα. Ο αναδιορισμός στην περίπτωση αυτή γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου, που υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) έτους από τότε που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση του δικαστηρίου ή το βούλευμα». Επομένως, ο Χ υπέβαλε αίτηση αναδιορισμού δύο έτη σχεδόν μετά από την αμετάκλητη απόφαση και άρα σωστή είναι η απάντηση Β.

    15. Σε περίπτωση παράνομων υλικών ενεργειών των δικαστικών υπαλλήλων, για τον καταλογισμό της ευθύνης στο Δημόσιο το ζημιογόνο γεγονός που συνδέεται με την επέλευση της ζημίας:

    Α. πρέπει να διαπράχθηκε αποκλειστικά καθ’ υπέρβαση των υπαλληλικών τους καθηκόντων

    Β. πρέπει να οφείλεται σε δόλο του υπαλλήλου

    Γ. μπορεί να διαπράχθηκε επ’ ευκαιρία των καθηκόντων τους

    Επεξήγηση: Εν προκειμένω, αφού μιλάμε για δικαστικό υπάλληλο πάμε Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων. Η έκφραση κλειδί εδώ είναι «ευθύνη στο δημόσιο» οπότε πάμε στην ενότητα «Άρθρα 94-123 (Δικαιώματα – υποχρεώσεις)» και στο άρθρο 123 (αστική ευθύνη) στην παρ. 1 ορίζεται ότι: «Ο δικαστικός υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε θετική ζημία την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαριά αμέλεια» ενώ ταυτόχρονα στην παρ. 2 ορίζεται ότι «[…] Ως ζημιογόνο γεγονός νοείται κάθε πράξη, νομική ή υλική, ή παράλειψη που συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση της ζημίας, εφόσον διαπράχθηκε κατά την άσκηση των υπαλληλικών του καθηκόντων ή κατ’ εκμετάλλευση ή κατά κατάχρηση ή καθ’ υπέρβαση αυτών […]». Οπότε, οι απαντήσεις Α και Β που με το «πρέπει» περιορίζουν τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι μερικώς σωστές.

    Πηγή

    Newsroom
    Newsroomhttp://refreshnews.gr/
    Ενημέρωση | Ψυχαγωγία |Στείλε μας το άρθρο σου στο info@refreshnews.gr
    Ακολουθήστε μας στο Google News για να μαθαίνεις όλες τις ειδήσεις απο Ελλάδα και όλο τον Κόσμο
    spot_img

    ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ