Σήμερα θα δούμε τι άλλαξε με την νέα εξεταστέα ύλη του 4ου Εισαγωγικού Διαγωνισμού της ΕΣΔι Δικαστικών Υπαλλήλων που θα διεξαχθεί το τελευταίο σαββατοκύριακο του Ιουνίου και συγκεκριμένα:
- Σάββατο 28/06/2025, ώρα 10:00: ΚΔΥ+ΚΟΔ+Οργανισμός ΕλΣυν (15 ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής ή ανοικτού τύπου)
- Σάββατο 28/06/2025, ώρα 17:30: Θέμα Γενικής Παιδείας (δοκίμιο)
- Κυριακή 29/06/2025, ώρα 10:00: Δικονομίες (ποινική, διοικητική, πολιτική, δικονομία ΕλΣυν)+Σύνταγμα
Μη ξεχνάτε ότι μαζί σας μπορείτε να έχετε όλους τους κώδικες της εξεταστέας ύλης (προσοχή όχι ΦΕΚ γιατί έχουν τροποποιηθεί, εξαίρεση αποτελεί το ΦΕΚ του συντάγματος) προκειμένου να τους συμβουλευτείτε για να απαντήσετε στις ερωτήσεις.
Παρακάτω ακολουθούν οι αλλαγές στον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σε δεύτερη ανάρτησή μας θα ακολουθήσουν και οι αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο Οργανισμός, η δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας δεν επηρεάστηκαν από την νέα ύλη αλλά και από τις τροποποιήσεις του Ν.5197/2025.
Ξεκινάμε!
Στον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων ο Ν.5197/2025 τροποποίησε δύο διατάξεις (104+156) της εξεταστέας ύλης και συγκεκριμένα:
Άρθρο 104 – Γονικές άδειες ανατροφής τέκνου
1. Στον φυσικό, θετό ή ανάδοχο γονέα δικαστικό υπάλληλο, που έχει τέκνο ηλικίας έως έξι (6) ετών, ή έως οκτώ (8) ετών εφόσον η υιοθεσία ή η αναδοχή δεν έχει ολοκληρωθεί έως τα έξι (6) έτη, χορηγείται υποχρεωτικά, ύστερα από αίτησή του, γονική άδεια ανατροφής του τέκνου έως δύο (2) έτη, χωρίς αποδοχές. Διάστημα τριών (3) μηνών της άδειας αυτής χορηγείται με πλήρεις αποδοχές στην περίπτωση απόκτησης τρίτου τέκνου και άνω και για κάθε τέκνο. Ο χρόνος της άδειας αυτής (χωρίς αποδοχές) δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας. Η άδεια αυτή χορηγείται μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας.
Άρθρο 156 – Απόσπαση
4. Η διάρκεια της απόσπασης δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη. Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση στην οποία ο υπάλληλος ανήκει οργανικά.
9. Δεν επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου πριν από τη μονιμοποίησή του. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου πριν από τη μονιμοποίησή του, για την κάλυψη συγκεκριμένης και επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με άλλο τρόπο, ιδίως των δικαστηρίων που εδρεύουν στη νησιωτική χώρα.
15. Κατ’ εξαίρεση διατηρούνται όσον αφορά τους Ολυμπιονίκες που υπηρετούν ως δικαστικοί υπάλληλοι σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 4325/2015 (Α’ 47).
16. Στην Κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης δύναται να αποσπάται μέχρι ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) του αριθμού των δικαστικών υπαλλήλων που αποφοιτούν από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίζεται κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου.
Στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών ο Ν.5197/2025 τροποποίησε την παράγραφο 5 του άρθρου 17 ως ακολούθως ενώ ταυτόχρονα προστέθηκαν τέσσερα (4) άρθρα ήτοι 19, 32, 33 και 34:
Άρθρο 17 – Διεύθυνση δικαστηρίων
5. Η θητεία του συμβουλίου είναι διετής. Αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους της εκλογής και λήγει, μετά από την πάροδο δύο (2) ετών, την 30ή Σεπτεμβρίου. Επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως προέδρου ή τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας δεν επιτρέπεται. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως προέδρου ή τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας σε περίπτωση που η πρώτη θητεία του δεν υπερέβη το χρονικό διάστημα του ενός (1) έτους. Ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να μετατεθεί για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση προαγωγής, παραμένει στη θέση του και ασκεί τα καθήκοντά του έως τη λήξη της θητείας του. Τα τακτικά μέλη δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, εκτός εάν προαχθούν, οπότε τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αναπληρωματικοί κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν. Ο πρόεδρος και τα τακτικά μέλη του συμβουλίου εκπίπτουν από τη θέση τους, εάν τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή βαρύτερη της επίπληξης. Αν οι ανωτέρω αδυνατούν προσωρινά να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αναπληρώνονται από τους αναπληρωτές τους και οι τελευταίοι από τους επόμενους κατά σειρά ψήφων δικαστές και, σε κάθε περίπτωση, από τους αρχαιότερους δικαστές που υπηρετούν στο οικείο εφετείο ή πρωτοδικείο, για τους οποίους δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παρ. 6. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή με οποιονδήποτε τρόπο εξόδου από την υπηρεσία του προέδρου, των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών του συμβουλίου, τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αμέσως επόμενοι κατά σειρά ψήφων δικαστές. Η θητεία των ανωτέρω λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών. Κατ’ εξαίρεση, αν η απομένουσα θητεία του προέδρου ή τακτικού μέλους υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, διεξάγεται, για την κενή ή τις κενές θέσεις, αναπληρωματική εκλογή, για την οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παρ. 4. Στην τελευταία περίπτωση, αν η λήξη, για οποιοδήποτε λόγο, της θητείας επισυμβεί από την 1η Ιουνίου έως και τη 15η Σεπτεμβρίου, τότε η εκλογή διενεργείται, με μυστική ψηφοφορία, από την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, η οποία συνέρχεται αυτοδικαίως για τον σκοπό αυτόν την 11η πρωινή ώρα του τρίτου Σαββάτου του μηνός Σεπτεμβρίου του αντίστοιχου έτους, κατά δε τον χρόνο που μεσολαβεί, τη θέση των ελλειπόντων καταλαμβάνουν οι αμέσως επόμενοι κατά σειρά ψήφων δικαστές και σε κάθε περίπτωση, οι αρχαιότεροι δικαστές, που υπηρετούν στο οικείο εφετείο ή πρωτοδικείο ή εισαγγελία, για τους οποίους δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παρ. 6.
Άρθρο 19 – Κανονισμοί εσωτερικής υπηρεσίας
1.Με την επιφύλαξη του άρθρου 27, κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία καταρτίζει κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες.
2.Ο κανονισμός καταρτίζεται, συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται ως εξής:
α. των δικαστηρίων, καθώς και των εισαγγελιών στις οποίες υπηρετούν πέντε (5) τουλάχιστον εισαγγελικοί λειτουργοί, από τις ολομέλειες αυτών,
β. των λοιπών εισαγγελιών, από τους εισαγγελικούς λειτουργούς που υπηρετούν σε αυτές,
γ. [Καταργείται].
3.Μέχρις ότου εκδοθεί και τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός, τα θέματα που αναφέρονται στην παρ. 5 ρυθμίζονται με πράξη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία. Σε περίπτωση μη έγκρισης του κανονισμού ή τροποποίησης ή συμπλήρωσης ή αντικατάστασης αυτού από την ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου κατά την παρ. 7, η πράξη του πρώτου εδαφίου διατηρεί την ισχύ της για τον χρόνο μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης της ολομέλειας.
4.Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και ο πρόεδρος του οικείου συμβουλίου επιθεώρησης έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τη σύνταξη, συμπλήρωση, τροποποίηση ή αντικατάσταση κανονισμού δικαστηρίου ή εισαγγελίας του οικείου δικαιοδοτικού κλάδου.
5.α) Ο κανονισμός ορίζει ιδίως: αα) τα τμήματα των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, τον τρόπο συγκρότησής τους, το χρονικό διάστημα παραμονής των δικαστικών λειτουργών σε κάθε τμήμα και την κατανομή των υποθέσεων σε αυτά,
αβ) τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων ανά δικάσιμο,
αγ) ζητήματα που αφορούν στη χρέωση των υποθέσεων ανά δικαστικό λειτουργό από τον πρόεδρο του οικείου τμήματος και
αδ) οποιοδήποτε ζήτημα ανάγεται στην εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και στην εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών τους.
β) Οι ρυθμίσεις του κανονισμού ως προς τον τρόπο χρέωσης των υποθέσεων διασφαλίζουν την ποιοτική και αποδοτική άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας και της στελέχωσης αυτών. Στον κανονισμό προβλέπεται κατώτατος και ανώτατος αριθμός υποθέσεων που χρεώνονται ανά δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό. O αριθμός αυτός, σε περίπτωση ύπαρξης πλειόνων τμημάτων στο δικαστήριο ή την εισαγγελία, διαφοροποιείται με βάση τη σοβαρότητα και τη δυσχέρεια των υποθέσεων εκάστου τμήματος. Ο κανονισμός διασφαλίζει ότι κατά τη χρέωση των υποθέσεων λαμβάνεται μέριμνα, ώστε αυτή να είναι καταρχήν ίση κατ’ αριθμό, σοβαρότητα και δυσχέρεια ως προς όλους τους υπηρετούντες στο τμήμα δικαστές ή εισαγγελικούς λειτουργούς, και δύναται να προβλέπει κατ’ εξαίρεση μειωμένη χρέωση, όπου ο νόμος το επιβάλλει ή ενόψει της ανάθεσης σε δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό και άλλων καθηκόντων. Προς τον σκοπό της ισομερούς κατανομής υποθέσεων, με τον κανονισμό θεσπίζεται σύστημα με το οποίο κατατάσσονται οι υποθέσεις, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, υποχρεωτικά και αποκλειστικά από το ένα (1) που αντιστοιχεί στην λιγότερο απαιτητική έως το πέντε (5) που αντιστοιχεί στην πιο απαιτητική. Αντιστοίχως στον κανονισμό των εισαγγελιών θεσπίζεται σύστημα με το οποίο αυτός που διενεργεί τη χρέωση των υποθέσεων σε κάθε εισαγγελέα τις κατατάσσει κατά τη χρέωση ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, υποχρεωτικά και αποκλειστικά από το ένα (1) που αντιστοιχεί στην λιγότερο απαιτητική έως το πέντε (5) που αντιστοιχεί στην πιο απαιτητική. Προκειμένου να εισαχθεί για πρώτη φορά το σύστημα του προηγουμένου εδαφίου, οι κανονισμοί των δικαστηρίων τροποποιούνται αναλόγως πριν από την έναρξη του δικαστικού έτους 2023-2024.
6.Έναν (1) μήνα πριν από την επικείμενη κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργηση του κανονισμού ή διατάξεών του ειδοποιούνται εγγράφως: α) η οικεία ένωση δικαστικών λειτουργών, β) ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, γ) ο δικηγορικός σύλλογος της έδρας του δικαστηρίου και δ) η οικεία συνδικαλιστική οργάνωση των δικαστικών υπαλλήλων, για να υποβάλουν, αν επιθυμούν, έγγραφες προτάσεις για θέματα σχετικά με το αντικείμενο του κανονισμού. Τις προτάσεις αυτές καλούνται να αναπτύξουν, αμέσως μετά από την έναρξη της συνεδρίασης της ολομέλειας, ο εκπρόσωπος της ένωσης δικαστικών λειτουργών, ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και οι πρόεδροι του δικηγορικού συλλόγου και της συνδικαλιστικής οργάνωσης των δικαστικών υπαλλήλων, οι οποίοι στη συνέχεια αποχωρούν.
7.Οι κανονισμοί και οι τροποποιήσεις τους υποβάλλονται προς έγκριση, υποχρεωτικά, σε ενιαίο κωδικοποιημένο κείμενο αμέσως στις οικείες ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίες έχουν δικαίωμα συμπλήρωσης, τροποποίησης ή ακύρωσης αυτών, ως προς όλα τα σημεία και ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων που προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο. Οι κανονισμοί ισχύουν μόνο μετά την τελική έγκρισή τους από τις ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων και, αφού διαβιβαστούν στον Υπουργό Δικαιοσύνης, δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 32 – Συγκρότηση και λειτουργία
1.Η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας με επικεφαλής τον Γενικό Επίτροπο είναι ιδιαίτερος κλάδος δικαστικών λειτουργών που έχει ως αντικείμενο την παρακολούθηση και τον έλεγχο της λειτουργίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και την υποβοήθηση του έργου τους.
2.Στον κλάδο αυτό ανήκουν: α. μία (1) θέση Γενικού Επιτρόπου, β. μία (1) θέση Επιτρόπου και γ. τρεις (3) θέσεις αντεπιτρόπων. Οι θέσεις αυτές είναι ιεραρχικώς διαρθρωμένες με προϊστάμενο τον Γενικό Επίτροπο.
3.Ο Επίτροπος αναπληρώνει τον Γενικό Επίτροπο, αν κωλύεται ή απουσιάζει, και ασκεί τα καθήκοντά του, αν δεν υπάρχει. Ο αρχαιότερος από τους αντεπιτρόπους αναπληρώνει τον Επίτροπο, αν κωλύεται ή απουσιάζει, και ασκεί τα καθήκοντά του, αν δεν υπάρχει.
Αν όλες οι θέσεις των δικαστικών λειτουργών της Γενικής Επιτροπείας είναι κενές, τα καθήκοντα του Γενικού Επιτρόπου ασκεί ο αρχαιότερος πρόεδρος των Διοικητικών Εφετείων Αθηνών και Πειραιά.
4.Ο Γενικός Επίτροπος μπορεί να αναθέτει οποιαδήποτε αρμοδιότητά του, με πράξεις του που ανακαλούνται ή τροποποιούνται οποτεδήποτε, σε άλλο μέλος της Γενικής Επιτροπείας, ή να κατανέμει τις αρμοδιότητές του μεταξύ των μελών της Γενικής Επιτροπείας.
5.H ολομέλεια των δικαστικών λειτουργών της Γενικής Επιτροπείας καταρτίζει κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται από τα μέλη αυτής, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες. Με τον κανονισμό αυτόν ορίζεται οποιοδήποτε ζήτημα ανάγεται στην εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών της και στην εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών της, ενόψει των αρμοδιοτήτων που ασκεί και του επιτελικού της ρόλου στη λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης. Ο κανονισμός και οι τροποποιήσεις του, όπως διαμορφώνονται από την ολομέλεια των δικαστικών λειτουργών της Γενικής Επιτροπείας, διαβιβάζονται άμεσα στον Υπουργό Δικαιοσύνης, με επιμέλεια του οποίου δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 33 – Αρμοδιότητες Γενικού Επιτρόπου
Ο Γενικός Επίτροπος:
α) Προΐσταται της Γενικής Επιτροπείας και της γραμματείας της, διευθύνει τις εργασίες τους και φροντίζει για την εύρυθμη διεξαγωγή τους,
β) επιβλέπει τις εργασίες όλων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ιδίως παρακολουθεί την εύρυθμη λειτουργία τους, διαπιστώνει υπάρχουσες ελλείψεις, επισημαίνει αστοχίες στη διαχείριση των ροών των υποθέσεων και του γραμματειακού έργου και προβαίνει στις απαιτούμενες ενέργειες για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προς εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της δικαστικής υπηρεσίας,
γ) υποβάλει έγγραφες αιτιολογημένες προτάσεις προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, όταν αυτό πρόκειται να αποφασίσει για θέματα που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών της Γενικής Επιτροπείας και ενεργεί κατά τους ορισμούς της παρ. 8 του άρθρου 80,
δ) συλλέγει, επεξεργάζεται και αναλύει τα στατιστικά στοιχεία της κίνησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλης της χώρας και υποβάλλει κατά τον μήνα Μάρτιο κάθε έτους στον Υπουργό Δικαιοσύνης γενική έκθεση, με την οποία επισκοπείται η πορεία των εργασιών τους, επισημαίνονται οι ελλείψεις και οι αδυναμίες και προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία τους,
ε) οργανώνει σεμινάρια επιμόρφωσης των δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των υπαλλήλων της γραμματείας αυτών, καθώς και των υπαλλήλων της Γραμματείας της Γενικής Επιτροπείας,
στ) προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την πληρέστερη και ταχύτερη ενημέρωση της διοίκησης επί των πορισμάτων της νομολογίας των διοικητικών δικαστηρίων,
ζ) διενεργεί, μετά από παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης ή αυτεπαγγέλτως, διοικητική εξέταση όταν υποβληθούν, σε αυτόν ή στον Υπουργό, επώνυμες αναφορές ή περιέλθουν συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται η διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από δικαστικό λειτουργό της Γενικής Επιτροπείας ή υπάλληλο της γραμματείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή της Γενικής Επιτροπείας,
η) ασκεί αίτηση αναιρέσεως ή έφεση υπέρ του νόμου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά την παρ. 5 του άρθρου 53 και την παρ. 4 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8). Για τον σκοπό αυτόν δικαιούται να ζητεί πληροφορίες και στοιχεία από κάθε αρχή και δικαστήριο. Τα έγγραφα και η όλη διαδικασία της αίτησης αναιρέσεως ή έφεσης υπέρ του νόμου δεν υπόκεινται σε κανένα τέλος, εισφορά ή παράβολο,
θ) δύναται να ζητήσει να εισαχθεί προς συζήτηση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά τη διαδικασία της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο που έχει εισαχθεί ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων,
ι) έχει τη γενική εποπτεία όλων των κτιρίων στα οποία στεγάζονται τα διοικητικά δικαστήρια και μπορεί να συγκροτεί επιτροπές για την επιμέλεια της ασφάλειας, της καθαριότητας και της εν γένει καταλληλότητάς τους,
ια) γνωμοδοτεί για γενικότερου ενδιαφέροντος θέματα της διοικητικής νομοθεσίας και εισηγείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης μέτρα για την εφαρμογή της διοικητικής νομοθεσίας και την απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, για τον αναγκαίο αριθμό οργανικών θέσεων δικαστών και υπαλλήλων, καθώς και για τη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των διοικητικών δικαστηρίων. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές δεν δεσμεύουν τα αρμόδια δικαστήρια,
ιβ) συγκροτεί επιτροπές ή ομάδες εργασίας, πέραν εκείνων που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις από δικαστικούς λειτουργούς ή δικαστικούς υπαλλήλους των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή της γενικής επιτροπείας, για την αντιμετώπιση ειδικών θεμάτων ή θεμάτων με επείγοντα χαρακτήρα,
ιγ) ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που παρέχεται σε αυτόν από τις κείμενες διατάξεις.
Άρθρο 34 – Γραμματεία Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων
1.Στη Γενική Επιτροπεία λειτουργεί γραμματεία. Προϊστάμενος της γραμματείας είναι ο Γενικός Επίτροπος.
2.Τη γραμματεία της Γενικής Επιτροπείας διευθύνει, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο γραμματέας, ο οποίος: α. δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της, β. συντάσσει τα έγγραφα που προβλέπει ο νόμος για την πιστοποίηση διαδικαστικών ενεργειών, γ. εκδίδει αντίγραφα, αποσπάσματα και πιστοποιητικά, δ. τηρεί και ενημερώνει τα βιβλία και ε. φυλάσσει το αρχείο και τα άλλα αντικείμενα της Γενικής Επιτροπείας.
3.Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται, ο γραμματέας αναπληρώνεται στην άσκηση των καθηκόντων του από άλλον υπάλληλο της γραμματείας της Γενικής Επιτροπείας, που ορίζεται από τον Γενικό Επίτροπο, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις παρ. 3 και 4 του ν. 4798/2021 (Α’ 68).
4.Οι έμμισθοι επιμελητές της Γενικής Επιτροπείας εκτελούν τις εργασίες που τους αναθέτει ο προϊστάμενος της γραμματείας τους ή ο γραμματέας.
5.Η υπηρεσιακή σφραγίδα της Γενικής Επιτροπείας στο ενδιάμεσο κυκλικό διάστημα, που προβλέπεται στο άρθρο 25, φέρει, αντί για την ονομασία του δικαστηρίου, τις λέξεις «ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ».
Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αφαιρέθηκαν δύο άρθρα από την ύλη του προηγούμενου διαγωνισμού και συγκεκριμένα τα άρθρα 116 και 116Α ενώ προστέθηκαν τα ακόλουθα (65 + 66 + 101 + 194-199 + 238 + 241 + 247 + 293 (όλο πλέον) + 319 + 495 (όλο πλέον):
Άρθρο 65
1. Πράξεις για την εξώδικη ενέργεια των οποίων από το νόμιμο αντιπρόσωπο του διαδίκου απαιτείται, κατά τους ορισμούς του ουσιαστικού δικαίου, ειδική εξουσιοδότηση είναι ισχυρές και χωρίς αυτήν, ως διαδικαστικές πράξεις, αν έχει δοθεί γενική εξουσιοδότηση για τη διεξαγωγή της δίκης.
2. Ο συμβιβασμός, η αναγνώριση ή η παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής και η συμφωνία για διαιτησία είναι ανίσχυρες, χωρίς εξουσιοδότηση για την ενέργεια των πράξεων αυτών.
Άρθρο 66
Αλλοδαπό πρόσωπο που δεν έχει σύμφωνα με το δίκαιο της ιθαγένειάς του ικανότητα για δικαστική παράσταση με το δικό του όνομα, θεωρείται πως έχει ικανότητα να παρίσταται στα ελληνικά δικαστήρια αν έχει αυτή την ικανότητα σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο.
Άρθρο 101
Σε περίπτωση θανάτου εκείνου που έδωσε την πληρεξουσιότητα ή μεταβολής της ικανότητας για δικαστική παράσταση του ίδιου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, η πληρεξουσιότητα εξακολουθεί και παύει μόνο όταν διακοπεί η δίκη για έναν από τους λόγους αυτούς.
Άρθρο 194
1. Το ευεργέτημα της πενίας παρέχεται σε όποιον αποδεδειγμένα δεν μπορεί να καταβάλει τα έξοδα της δίκης και τα παράβολα χωρίς να περιορισθούν από αυτό τα απαραίτητα μέσα για τη διατροφή του ίδιου και της οικογένειας του.»
2.Το ευεργέτημα της πενίας μπορεί να δοθεί και σε νομικά πρόσωπα κοινωφελή ή που δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό καθώς και σε ομάδες προσώπων που έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι, αν αποδεικνύουν ότι με την προκαταβολή των εξόδων γίνεται πια αδύνατη ή προβληματική η εκπλήρωση του σκοπού τους.
3.Η διάταξη της παραγράφου 2 εφαρμόζεται και σε ομόρρυθμες ή ετερρόρυθμες εταιρείες, καθώς και σε συνεταιρισμούς, εφόσον η καταβολή των εξόδων δεν μπορεί να γίνει ούτε από το ταμείο τους ούτε από τα μέλη, χωρίς να περιοριστούν τα απαραίτητα μέσα για τη διατροφή των ιδίων και της οικογένειάς τους.
4.Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται μόνο εφόσον η δίκη δεν παρουσιάζεται φανερά άδικη ή ασύμφορη. >
Άρθρο 195
Με τις προϋποθέσεις του άρθρου 194 μπορεί να δοθεί το ευεργέτημα της πενίας σε αλλοδαπούς και σε πρόσωπα που αποδεδειγμένα δεν έχουν ιθαγένεια.
Άρθρο 196
1.Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται ύστερα από αίτηση από τον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη και, αν πρόκειται για πράξεις που είναι άσχετες με δίκη, από τον πρόεδρο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, του δικαστηρίου της κατοικίας του αιτούντος.
2.Η αίτηση πρέπει να αναφέρει συνοπτικά το αντικείμενο της δίκης ή της πράξης, τα Αποδεικτικά μέσα που υπάρχουν για την κύρια υπόθεση, καθώς και τα στοιχεία που βεβαιώνουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 194.
3.Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται: α) πιστοποιητικό, ατελώς, του δημάρχου όπου είναι η κατοικία ή η μόνιμη διαμονή του αιτούντος, το οποίο βεβαιώνει την επαγγελματική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του, καθώς και όσα ορίζονται στο άρθρο 194 παράγραφοι 1 έως 3, και β) πιστοποιητικό, ατελώς, του οικονομικού εφόρου της κατοικίας ή της μόνιμης διαμονής του αιτούντος το οποίο βεβαιώνει αν ο αιτών υπέβαλε κατά την τελευταία τριετία δήλωση φόρου εισοδήματος ή οποιουδήποτε άλλου άμεσου φόρου, καθώς και την εξακρίβωση της, ύστερα από έλεγχο.
Άρθρο 197
1. Όταν δικάζεται η αίτηση, δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο και μπορεί να διαταχθεί η κλήτευση του αντιδίκου του αιτούντος. Για την παραδοχή της αίτησης αρκεί Πιθανολόγηση, το δικαστήριο μπορεί όμως να ζητήσει και αυτεπαγγέλτως συμπληρωματικές αποδείξεις, να εξετάσει μάρτυρες, καθώς και τον αιτούντα, με όρκο ή χωρίς όρκο, όπως επίσης να ζητήσει πληροφορίες από τον δικαστή της υπόθεσης και γνώμη δικηγόρου ότι η διεξαγωγή της δίκης δεν εμφανίζεται φανερά άδικη ή ασύμφορη.
2.Ο δικαστής που δικάζει την αίτηση, όταν διατάζει να κλητευθεί ο αντίδικος του αιτούντος, μπορεί να ορίσει ότι η εκδίκαση της αίτησης θα συνεχιστεί ατελώς.
Άρθρο 198
Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται χωριστά για κάθε δίκη, ισχύει για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας για κάθε δικαστήριο και περιλαμβάνει την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης.
Άρθρο 199
1.Όποιος έλαβε το ευεργέτημα της πενίας απαλλάσσεται προσωρινά από την υποχρέωση να καταβάλει τα έξοδα της δίκης και γενικά της διαδικασίας, ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος του απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα παράβολα, τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, των μαρτύρων και άλλων δικαστικών πληρεξουσίων, καθώς και από την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά.
2.Με την απόφαση που χορηγεί το ευεργέτημα της πενίας μπορεί να οριστεί ότι ο άπορος απαλλάσσεται προσωρινά από την προκαταβολή ενός μέρους μόνο από τα έξοδα αυτά.
3.Η παραχώρηση του ευεργετήματος της πενίας δεν επηρεάζει την υποχρέωση να πληρωθούν τα έξοδα που επιδικάστηκαν στον αντίδικο.
Άρθρο 238
1.Παρεμπίπτουσες αγωγές, ανταγωγές, παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις και ανακοινώσεις στην περίπτωση του άρθρου 237 κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Παρεμβάσεις μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται σε ενενήντα (90) και εκατόν είκοσι (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής. Η κατάθεση των προτάσεων γίνεται σε προθεσμία εκατόν είκοσι (120) ημερών και στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου σε προθεσμία εκατόν ογδόντα (180) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Για την προσθήκη ισχύει η παρ. 2 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
2.Μέσα στην προθεσμία της κατάθεσης των προτάσεων προσκομίζονται και όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται με αυτές.
Άρθρο 241
1.`Ύστερα από αίτηση του διαδίκου και αν ακόμη δεν κατατέθηκαν προτάσεις ή αυτές κατατέθηκαν εκπρόθεσμα, μπορεί να αναβληθεί η Συζήτηση της υπόθεσης μόνο μία φορά, ανά βαθμό δικαιοδοσίας, σε μεταγενέστερη δικάσιμο, εφόσον υπάρχει σπουδαίος κατά την κρίση του δικαστηρίου λόγος, με απλή σημείωση στο Πινάκιο.
Σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων, οι υποθέσεις αναβάλλονται υποχρεωτικά σε δικάσιμο που ανακοινώνει το δικαστήριο εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών ή σε άλλη εμβόλιμη δικάσιμο.
2. Το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει, με απόφαση που καταχωρίζεται στα Πρακτικά, δικαστική δαπάνη σε βάρος εκείνου που ζήτησε την αναβολή, με αίτηση του αντιδίκου του, 70 έως 400 ευρώ.
3. Για την υποβολή αιτήματος αναβολής ο διάδικος καταβάλλει παράβολο υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ως εξής:
α) είκοσι (20) ευρώ Μονομελούς Πρωτοδικείου,
β) τριάντα (30) ευρώ, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου,
γ) σαράντα (40) ευρώ, ενώπιον του Εφετείου.
Σε κοινό αίτημα αναβολής περισσότερων διαδίκων, καταβάλλεται ένα παράβολο το οποίο επιμερίζεται ισομερώς. Δεν υπέχουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.). Δεν καταβάλλεται παράβολο σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων. Το παράβολο επιστρέφεται αν το αίτημα της αναβολής απορριφθεί από το δικαστήριο.
Άρθρο 247
1. Το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει να
συζητηθούν χωριστά περισσότερες αιτήσεις που υποβλήθηκαν με το ίδιο δικόγραφο.
2. Αν ο εναγόμενος ασκεί Ανταγωγή, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να γίνει χωριστή Συζήτηση της αγωγής και της Ανταγωγής, αν κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης.
Άρθρο 293
1. Οι διάδικοι μπορούν σε κάθε στάση της δίκης να συμβιβάζονται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Ο συμβιβασμός γίνεται με δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου ή του εισηγητή δικαστή ή συμβολαιογράφου και επιφέρει αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης. Ο συμβιβασμός αυτός, καθώς και εκείνος που περιέχεται στα πρακτικά των παραγράφων 3 του άρθρου 214Α και 5 του άρθρου 214Β, καλύπτει τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, που προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης.
2. Συμβιβασμός που έγινε με άλλο τρόπο δεν επιφέρει κατάργηση της δίκης και κρίνεται κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.
Άρθρο 319
Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε αιτήσεις για διόρθωση ή ερμηνεία μιας απόφασης μπορούν να προσβληθούν με όλα τα ένδικα μέσα με τα οποία θα μπορούσε να προσβληθεί η απόφαση που ζητήθηκε να διορθωθεί ή να ερμηνευθεί, εκτός από την Ανακοπή Ερημοδικίας.
Άρθρο 495
1. Τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ή στη γραμματεία του πρωτοδικείου της μεταβατικής έδρας, αν προσβάλλεται απόφαση εφετεί-ου που συνεδρίασε σε μεταβατική έδρα.
2. Για την κατάθεση συντάσσεται έκθεση στο βιβλίο που τηρείται σύμφωνα με το άρθρο 496, την οποία υπογράφει και αυτός που καταθέτει. Στο δικόγραφο που κατατίθεται σημειώνεται ο αριθμός της έκθεσης και η χρονολογία της και βεβαιώνονται με την υπογραφή εκείνου που συντάσσει την έκθεση.
3.Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, ως εξής:
Α. Για το ένδικο μέσο της έφεσης:
α) [Καταργείται]
β) κατά απόφασης μονομελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ,
γ) κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
Β. Για το ένδικο μέσο της αναίρεσης:
α) [Καταργείται]
β) κατά απόφασης μονομελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού τριακοσίων (300) ευρώ,
γ) κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ, δ) κατά απόφασης εφετείου παράβολο ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
Γ. Για το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης:
α) κατά αποφάσεων πρωτοδικείων παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ,
β) κατά αποφάσεων εφετείου και του Αρείου Πάγου παράβολο ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ. Σε περίπτωση που ασκήθηκε ένα ένδικο μέσο από ή κατά περισσότερων διαδίκων κατατίθεται ένα παράβολο από τους εκκαλούντες, αναιρεσείοντες ή αιτούντες. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των περ. 3 και 5 του άρθρου 614 και των περ. 1 και 3 του άρθρου 592.
4. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 237, περί προσκόμισης εγγράφων σε ηλεκτρονική μορφή, εφαρμόζεται αναλόγως και για τα ένδικα μέσα και τις ανακοπές του παρόντος κεφαλαίου.
Την επόμενη φορά θα βάλουμε τις αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που είναι και οι περισσότερες.
Καλή μελέτη και εύχομαι μέσα από την καρδιά μου κάθε επιτυχία στην προσπάθειά σας αυτή!