Η συγγραφέας με αφορμή το τρίτο της βιβλίο με τίτλο «Ήρεμα φεύγω» μιλά για το εμπόδιο που αντιμετώπισε να θίξει θέματα ταμπού αλλά και το ενδεχόμενο να συνεργαστεί με έναν σκηνοθέτη για να δει το δημιούργημά της στην οθόνη.
Νάντια Ρηγάτου
Στις διακοπές έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο «Ήρεμα φεύγω», μια νουβέλα ευαίσθητη, συγκινητική αλλά και άκρως τολμηρή με κεντρικό θέμα τις οικογενειακές σχέσεις, την αναπηρία και τη διαφορετικότητα αλλά και τον έρωτα που εμφανίζεται ακόμα και σε απαγορευτικές συνθήκες σαν αντίδοτο στη ζωή μας.
Μιλώντας με τη συγγραφέα Μάχη Τζαβέλλα για το μυθιστόρημά της- δεν σας κρύβω ο τίτλος με ιντρίγκαρε έντονα παρά την επιφανειακή γαλήνη που βγάζει το νόημα των λέξεών του- μου αποκάλυψε πώς το να ξεφύγει από τα δίχτυα της σοβαροφάνειας, έναντι της σοβαρότητας ήταν μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου.
–«Ήρεμα Φεύγω» είναι ο τίτλος του βιβλίου σας. Πώς προέκυψε και τι συμβολίζει; Είναι μια προτροπή για να πάμε παρακάτω ή μια αναγκαστική συνθηκολόγηση;
Είναι μια φράση, στην τελευταία σελίδα, μόνο που εκεί οι λέξεις χωρίζονται από ένα κόμμα. Πρόκειται για μια στιγμή μεγάλης έντασης, «ηρέμησε θα φύγω, θα σου αδειάσω τη γωνιά». Να όμως πως μετουσιώνεται ολόκληρο το νόημα με την αφαίρεση απλώς και μόνο ενός κόμματος. Το βρήκα συναρπαστικό. Μετά κόπων και βασάνων ανταπεξερχόμαστε σε τούτη τη ζωή, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι κάποτε θα πάψουμε να υπάρχουμε, ε, ας φεύγουμε όσο πιο ήρεμα μπορούμε. Έτσι, για την αύρα της γαλήνης. Από την άλλη, δεν με ενοχλεί καθόλου η ιδέα της αναγκαστικής συνθηκολόγησης. Περί μιας μόνιμης συνθηκολόγησης πρόκειται εξάλλου, συνθηκολογούμε για να υπάρξουμε, ενοχλητικό και θλιβερό μεν, πραγματικότατο δε.
Ο ήρωάς σας παθαίνει ένα σοβαρό ατύχημα και μένει ανάπηρος. Πόσο αλλάζει η ζωή του πρακτικά αλλά και συναισθηματικά μετά από αυτό;
Εκ πρώτη όψεως, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, φαίνεται σαν μην αλλάζει απολύτως τίποτα. Το προσωπείο του δήθεν αμέριμνου, τον βοηθάει προφανώς να αντέξει. Σε δεύτερο επίπεδο ωστόσο, όλο και πιο έντονες συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα. Όταν ο ήρωας καταφέρει να αναμετρηθεί μαζί τους, καθαρά, χωρίς υπεκφυγές, θα έχει, επί της ουσίας, πραγματοποιήσει το μεγάλο βήμα προς τη λύτρωση.
Αυτή η νέα συνθήκη στη ζωή του, τον κάνει να επαναξιολογεί τις σχέσεις του με την οικογένειά του. Ποιο είναι το μεγαλύτερο «αγκάθι» μεταξύ τους;
Η μη ύπαρξη διακριτών ρόλων και ορίων. Ανώριμοι γονείς έφεραν στον κόσμο ένα παιδί. Τι περιμένει κανείς; Το ατύχημα λειτουργεί αφυπνιστικά, και ίσως αυτό το τραγικό γεγονός να μην είναι εν τέλει ό,τι χειρότερο του έχει συμβεί.
Ποιο ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο που κληθήκατε να ξεπεράσετε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου;
Να μιλήσω απροκάλυπτα για θέματα ταμπού. Όπως οι απαγορευμένες φαντασιώσεις του ήρωα μου με την ίδια του τη μητέρα και άλλα που να, εν προκειμένω, για λόγους ταμπού, θα αποφύγω να αναφέρω. Να ξεφύγω από τα δίχτυα της σοβαροφάνειας, έναντι της σοβαρότητας. Από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, κυρίαρχη είναι κατά κόρον η πρώτη συνθήκη, μας αρέσουν οι επικαλύψεις, τα πασπαλίσματα, κάτι που το απεχθάνομαι απόλυτα.
Tα τελευταία χρόνια πολλά βιβλία γίνονται σειρές. Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτό; Εσείς θα δίνατε το βιβλίο σας;
Καταρχάς ένα βιβλίο από τη στιγμή που γίνεται ταινία ή σειρά, υπόκειται αναπόφευκτα σε ορισμένες αλλοιώσεις, κάτι θα αφαιρεί, κάτι θα προστεθεί. Ωστόσο, η ιδέα της νέας οπτικής μέσω των ερμηνειών, μού φαίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα, καλλιεργεί την προσδοκία στον δημιουργό του να δει πώς και ποια μηνύματα θα αναδειχθούν μέσω της σκηνοθεσίας. Αν η προσπάθεια είναι ποιοτική, καλώς να συμβαίνει. Εφόσον συνέπιπταν οι κοσμοθεωρίες μας, ευχαρίστως θα έδινα ένα βιβλίο μου σε έναν ικανό, οραματιστή σκηνοθέτη.
Λίγα λόγια για την πλοκή
Ο Γκλεν, όνομα που έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του όταν άρχισε να προφέρει τις πρώτες του λέξεις, ζει σ’ ένα μικρό διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας, σε μια υποβαθμισμένη αστική γειτονιά.
Ένα σοβαρό ατύχημα αλλάζει για πάντα τη ζωή του και διαταράσσει ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό του. Τον φέρνει αντιμέτωπο με όλα όσα κάποτε θεωρούσε δεδομένα και αυτονόητα. Βιώνοντας μια πρωτόγνωρη, ζοφερή κατάσταση, αναγκάζεται να συμφιλιωθεί και να συνυπάρξει με παλιούς, γνώριμους, αλλά και νέους εφιάλτες του.
Όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο και επαναξιολογούνται: η σχέση με τον πατέρα του, οι ανοιχτοί λογαριασμοί με την μητέρα του που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή και φυσικά, ο έρωτας που εξακολουθεί να τον παρασέρνει σαν ορμητικό ποτάμι…
Ο ήρωας ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, επιχειρώντας να βρει τη δική του ισορροπία, τη δική του λύτρωση.