Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου, 2024
More

    Προφορικές εξετάσεις ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2024

    Προφορικές εξετάσεις ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2024

    Επανερχόμαστε σήμερα με λύσεις γραπτών εξετάσεων της Α’ Σειράς ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων καθότι η διαδικασία αυτή έχει άμεσο ενδιαφέρον για όσους εξετάζονται στη Β’ φάση του 3ου εισαγωγικού διαγωνισμού ΕΣΔΙ δικαστικών υπαλλήλων, που θα λάβει χώρα τον Νοέμβριο του 2024, να κάνουν μία επανάληψη πάνω σε ερωτήσεις αλλά και μικρά πρακτικά που μπορούν να τεθούν ξανά ενώπιόν τους από την παρούσα Επιτροπή.

    Παρακάτω ακολουθεί το θέμα «Στοιχεία συνταγματικού δικαίου και δικονομικού» με τις απαντήσεις τους από τις σχετικές διατάξεις, στα οποία εξετάστηκαν οι υποψήφιοι σπουδαστές της ΕΣΔΙ δικαστικών υπαλλήλων της Δευτεροβάθμιας Εκπαιδευτικής κατηγορίας του 1ου εισαγωγικού διαγωνισμού.


    Θα παρατηρήσετε ότι ενώ εξετάζονται υποψήφιοι δίχως κάποιο νομικό ή άλλο ακαδημαϊκό υπόβαθρο, οι απαντήσεις σε ορισμένες ερωτήσεις που τέθηκαν είναι κρίσεως (βλ. 11ο & 15ο ερώτημα), «μπερδεύουν» τον εξεταζόμενο στην επιλογή της κατάλληλης απάντησης (βλ. 8ο & 14ο ερώτημα) καθ’ ότι η λύση δεν βρίσκεται σε κάποια ξεκάθαρη διάταξη.

    Ειδικά το 2ο ερώτημα απαιτούσε ερμηνεία από το άρθρο 1 του Συντάγματος και όχι απάντηση από τις διατάξεις της ύλης. Απαιτούσε από τον εξεταζόμενο να γνωρίζει τι σημαίνει κοινοβουλευτική αρχή, κάτι που δεν αναφέρεται ξεκάθαρα στις συνταγματικές διατάξεις. Το ίδιο συμβαίνει και στο 3ο ερώτημα, όπου ο εξεταζόμενος πρέπει να γνωρίζει για τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων και την ερμηνεία αυτού από τις συνταγματικές διατάξεις.

    Επίσης, το 4ο ερώτημα αναφέρεται καθαρά σε νομικούς. Ένας μη νομικός δεν θα μπορούσε να γνωρίζει την έκβαση μιας απόφασης. Ούτε τι σημαίνει «οι ισχυρισμοί είναι βάσιμοι ή αβάσιμοι».


    Οι απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα δεν συνοδεύονται από σχετικές διατάξεις οπότε δόθηκαν ενδεικτικές.

    Με τα παραπάνω σκοπός μου είναι να σας επιστήσω την προσοχή σε παρόμοια θέματα που μπορεί να ερωτηθείτε φέτος στις προφορικές σας εξετάσεις. Καλή συνέχεια στη μελέτη σας. Μαζί σας ξανά την Τετάρτη, 16/10/2024.

    1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι


    Α) αποτελούν ειδική κατηγορία υπαλλήλων για την οποία μεριμνά το Σύνταγμα, καθώς συμβάλλουν στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστηρίων

    Β) έχουν μονιμότητα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 103 του Συντάγματος

    Γ) έχουν δικαίωμα να ασκούν αίτηση ακυρώσεως κατά των πράξεων των υπηρεσιακών συμβουλίων που αφορούν στην υπηρεσιακή τους κατάσταση


    Σωστή απάντηση: Α

    Άρθρο παρ. 1 92 Σ (δικαστικοί υπάλληλοι, συμβολαιογράφοι, υπάλληλοι υποθηκοφυλακείων) «Οι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι μόνιμοι […]»

    2. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία (άρθρο 1 παρ. 1 Σ). «Κοινοβουλευτική» σημαίνει:

    Α) ότι άμεσο όργανο του κράτους είναι η βουλή, η οποία έχει και διωκτικές αρμοδιότητες κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος

    Β) ότι στην Ελλάδα ισχύει η κοινοβουλευτική αρχή

    Γ) ότι η βουλή εκλέγεται από το λαό και είναι αρμόδια να θεσπίζει όλους τους γενικούς και αφηρημένους κανόνες δικαίου, έχουσα το τεκμήριο αρμοδιότητας

    Σωστή απάντηση: Β

    «Η κοινοβουλευτική αρχή σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής κατά τη διάρκεια της θητείας της, ενώ ειδικότερη έκφραση της αποτελεί η αρχή της δεδηλωμένης […]» (βλ. https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-1/)

    3. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα διενεργείται

    Α) μόνον από τις Ολομέλειες των ανώτατων Δικαστηρίων της χώρας, όπως ορίζεται κατά το άρθρο 100 παρ. 5 Σ, και σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ τους από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ)

    Β) από όλα τα Δικαστήρια ανεξαρτήτως βαθμίδας και είναι παρεμπίπτων, διάχυτος και συγκεκριμένος κατά το άρθρο 93 του Συντάγματος

    Γ) από όλα τα Δικαστήρια και τις δημόσιες αρχές, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση του Συντάγματος, το οποίο έχει αυξημένη τυπική ισχύ, και όπως επιβάλλεται από το δικαίωμα αντίστασης

    Σωστή απάντηση: Β

    Άρθρο 93 παρ. 4 Σ (διακρίσεις των δικαστηρίων) «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα»

    4. Ο Α ασκεί κατά του Προεδρικού Διατάγματος (ΠΔ) 1/2023 αίτηση ακυρώσεως, επικαλούμενος μεταξύ άλλων ότι: (1) δεν έχει τύχει προηγούμενης επεξεργασίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας (άρθρο 95 παρ. 1 δ’ Συντάγματος) και (2) με το προσβαλλόμενο ΠΔ θεσπίστηκαν διατάξεις καθ’ υπέρβαση των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης βάσει της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα αυτό (άρθρο 43 παρ. 2 εδ. α’ Συντάγματος). Εάν οι ισχυρισμοί του Α είναι βάσιμοι, τότε το Δικαστήριο:

    Α) θα αναγνωρίσει ότι το ΠΔ είναι ανυπόστατο

    Β) θα ακυρώσει το ΠΔ 1/2023 και η ακύρωση θα ισχύει από τότε που αυτό εκδόθηκε, εκτός εάν οριστεί κάτι άλλο στην δικαστική απόφαση

    Γ) θα απορρίψει την αίτηση του Α, γιατί όπως είναι γνωστό, δεν ελέγχονται ευθέως από τα Δικαστήρια οι πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας

    Ενδεικτική απάντηση: Β

    5. Η γνώμη της μειοψηφίας σε μία δικαστική απόφαση κατά το Σύνταγμα:

    Α) μπορεί να δημοσιεύεται, εάν το επιθυμεί ο δικαστής που υποστηρίζει μια τέτοια γνώμη

    Β) δημοσιεύεται υποχρεωτικά, γιατί αυτό επιβάλλεται κατά το Σύνταγμα με ρητή διάταξη

    Γ) δημοσιεύεται, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά του ονόματος του δικαστή που την υποστηρίζει για λόγους προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 9Α Συντάγματος)

    Σωστή απάντηση: Β

    Άρθρο 93 παρ. 3 Σ (Διακρίσεις των δικαστηρίων) «[…] Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά […]»

    6. Ο Α άσκησε νομίμως αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων κατά του Β, κατοίκου Αθηνών και του Γ, κατοίκου Παρισίων. Η αγωγή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Για να θεωρηθεί η αγωγή ασκηθείσα, πρέπει να επιδοθεί σε ποια προθεσμία;

    Α) μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών στον Β και μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών στον Γ

    Β) μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και στους δύο εναγόμενους

    Γ) μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της και στους δύο εναγόμενους

    Σωστή απάντηση: Α

    Άρθρο 215 παρ. 2 ΚπολΔ «Στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα».

    7. Για την παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων:

    Α) απαιτείται πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφικό έγγραφο

    Β) αρκεί η γενική πληρεξουσιότητα που έχει δοθεί με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο

    Γ) απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα με ρητή μνεία της πράξης της παραίτησης

    Σωστή απάντηση: Β

    Άρθρο 96 παρ. 1 ΚπολΔ «Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα Πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο […]»

    8. Στην τακτική διαδικασία, σε περίπτωση που ο ενάγων δεν καταθέσει μέσα στη νόμιμη προθεσμία για κατάθεση των προτάσεων το πληρεξούσιο έγγραφο προς το δικηγόρο του άρθρου 96 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τι ισχύει;

    Α) η αγωγή θα απορριφθεί από το δικαστήριο

    Β) εκδίδεται απόφαση από το δικαστήριο με την οποία ζητείται από το διάδικο να προσκομίσει το πληρεξούσιο έγγραφο

    Γ) το δικαστήριο καλεί τον δικηγόρο, ακόμη και τηλεφωνικά, να συμπληρώσει την έλλειψη πληρεξουσιότητας

    Ενδεικτική απάντηση: Γ

    9. Στην πολιτική δίκη, επί αντιδικίας στο δικαστήριο, κατ’ αρχήν, αποφασίζει:

    Α) με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν οι διάδικοι και με όλα τα αποδεικτικά μέσα που το ίδιο το δικαστήριο δύναται να ανεύρει

    Β) με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που το δικαστήριο κρίνει ως ουσιώδεις και με τα αποδεικτικά μέσα που το δικαστήριο δύναται να ανεύρει

    Γ) με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά μέσα που προτείνουν οι διάδικοι

    Σωστή απάντηση: Γ

    Άρθρο 106 ΚπολΔ «Το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά»

    10. Για την παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων:

    Α) απαιτείται πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφικό έγγραφο

    Β) αρκεί η γενική πληρεξουσιότητα που είχε δοθεί με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο

    Γ) αρκεί η ειδική πληρεξουσιότητα με ρητή όμως μνεία της πράξης της παραίτησης

    Ενδεικτική απάντηση: Γ

    11. Ο αλλοδαπός Α διέπραξε έγκλημα στο έδαφος της Ελληνικής Επικράτειας που ασκήθηκε κατ’ αυτού δίωξη από τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Ο Α όμως υποστηρίζει ότι: (1) δεν διώκεται νομίμως στην Ελλάδα, επειδή δεν είναι Έλληνας πολίτης (2) για τους αλλοδαπούς ισχύει ετεροδικία (άρθρο 2 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) και έτσι αυτή πρέπει να δικαστεί στη χώρα του (2) ο Εισαγγελέας όφειλε να ρωτήσει το προξενείο της χώρας του Α. Είναι νόμιμοι αυτοί οι ισχυρισμοί;

    Α) όχι, γιατί κατά το Ελληνικό Δίκαιο διώκονται στην Ελλάδα και οι αλλοδαποί που διαπράττουν εγκλήματα, εκτός εάν ισχύει για αυτούς ετεροδικία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

    Β) είναι νόμιμος ο ισχυρισμός υπ’ αριθμ. (3) γιατί οι αλλοδαποί υπάγονται μόνο στο δίκαιο της χώρας τους και πρέπει η χώρα αυτή να επιτρέψει την δίωξή τους στην Ελλάδα

    Γ) ναι, γιατί ο Α είναι αλλοδαπός

    Σωστή απάντηση: Α

    Άρθρο 2 ΚΠΔ (εξαιρέσεις από την ποινική δικαιοδοσία) «Στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων δεν εμπίπτουν α) οι αρχηγοί των ξένων κρατών β) οι διπλωματικοί αντιπρόσωποί τους που είναι διαπιστευμένοι στην Ελλάδα γ) το προσωπικό της διπλωματικής αντιπροσωπείας ξένου κράτους που είναι διαπιστευμένο στην Ελλάδα δ) τα μέλη της οικογένειας των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α’ και β’ και κατοικούν μαζί τους ε) το υπηρετικό προσωπικό των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α’ και β’ όταν έχει την ίδια υπηκοότητα στ) όλα τα άλλα πρόσωπα που απολαμβάνουν το προνόμιο της ετεροδικίας με βάση είτε συμβάσεις που έχουν συναφθεί με άλλα κράτη, είτε διεθνή έθιμα που γίνονται αποδεκτά απ’ όλα τα κράτη»

    12. Την 1η Οκτωβρίου 2021 η κατηγορούμενη Κ δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου της υπέβαλε με ηλεκτρονική αλληλογραφία προς τη Διεύθυνση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών αίτησή της ζητώντας την εξαίρεση όλων των μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου πρόκειται να δικαστεί κατά την δικάσιμο της 7η Οκτωβρίου 2021

    Α) η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη διότι αφορά σε όλα τα μέλη της σύνθεσης του Δικαστηρίου

    Β) η αίτηση είναι απαράδεκτη γιατί αφορά σε όλα τα μέλη της σύνθεσης του Δικαστηρίου και δεν υποβλήθηκε οκτώ ημέρες πριν από την ημέρα που είχε προσδιοριστεί η συζήτηση της υπόθεσης

    Γ) η αίτηση θα γίνει δεκτή εφόσον αποδεικνύεται ότι συντρέχουν οι λόγοι που επικαλείται η Κ

    Σωστή απάντηση: Β

    Άρθρο 16 παρ. 2 ΚΠΔ (ποιοι και πότε προτείνουν την εξαίρεση) «[…] Αν η αίτηση αφορά την εξαίρεση ολόκληρου του πολυμελούς δικαστηρίου ή περισσότερων από το ήμισυ των μελών της σύνθεσης αυτού, η κατάθεσή της γίνεται τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από την ημέρα που έχει προσδιοριστεί για τη συζήτηση της υπόθεσης»

    13. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 148-151 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

    Α) έκθεση είναι το έγγραφο που συντάσσει δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος εκπληρώνει καθήκοντα στην ποινική διαδικασία για να βεβαιώσει με ακρίβεια πράξεις που έκανε ο ίδιος ή άλλος αρμόδιος υπάλληλος με τον οποίο συμπράττει ή δηλώσεις τρίτων που απευθύνονται σ’ αυτόν

    Β) η σύνταξη της έκθεσης δεν αποτελεί συστατικό τύπο της άσκησης ενδίκου μέσου και συνεπώς είναι δυνατόν να παραλείπεται

    Γ) έκθεση δεν απαιτείται να συντάσσεται για κάθε έγγραφο που κατατίθεται στο Δικαστήριο, αλλά μόνο για τα επίσημα έγγραφα

    Σωστή απάντηση: Α

    Άρθρο 148 ΚΠΔ (ορισμός) «Έκθεση ονομάζεται το έγγραφο που συντάσσει δημόσιος υπάλληλος ο οποίος εκπληρώνει καθήκοντα στην ποινική διαδικασία για να βεβαιώσει πράξεις που έκανε ο ίδιος ή άλλος αρμόδιος δημόσιος υπάλληλος, με τον οποίο συμπράττει ή δηλώσεις τρίτων προσώπων που απευθύνονται σε αυτούς

    14. Από τη διάταξη του αρ. 233 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι:

    Α) για την εξέταση κατηγορούμενου, που δεν γνωρίζει επαρκώς την Ελληνική γλώσσα, διορίζεται από τον διευθύνοντα τη συζήτηση διερμηνέας, μόνο εάν δηλώσει ο κατηγορούμενος την μη επαρκή γνώση της Ελληνικής γλώσσας ενώπιον του Δικαστηρίου

    Β) ο μη διορισμός διερμηνέα για τον κατηγορούμενο ή μη διερμήνευση ή η ατελής διερμήνευση σ’ αυτόν όλων όσων έγιναν στη διαδικασία από την Ελληνική στη γλώσσα που αυτός ομιλεί και αντιστρόφως, δεν συνιστά λόγο παραβίασης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και δεν γεννά ακυρότητα

    Γ) για να διοριστεί διερμηνέας πρέπει ο κατηγορούμενος να δηλώσει τη μη επαρκή γνώση της Ελληνικής γλώσσας ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση να το διαπιστώσει αυτό, με οποιοδήποτε τρόπο

    Σωστή απάντηση: Γ

    Άρθρο 233 παρ. 1 ΚΠΔ (διορισμός διερμηνέα) «Σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όταν πρόκειται να εξετασθεί ύποπτος, κατηγορούμενος, ή μάρτυρας ο οποίος δεν ομιλεί ή δεν κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα, του παρέχεται χωρίς καθυστέρηση διερμηνεία […] Σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ο εξετάζων εξακριβώνει με κάθε πρόσφορο μέσο κατά πόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος ομιλεί και κατανοεί την ελληνική γλώσσα και αν χρειάζεται την συνδρομή διερμηνέα […]»

    15. Κατά τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «Όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας, ο οποίος δεν μπορεί να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, και τέλος δίνει τον λόγο στον κατηγορούμενο». Κατά την διάταξη αυτήν:

    Α) επιβάλλεται κατά τον νόμο να δίνεται ο λόγος στον Εισαγγελέα της έδρας για να προτείνει επί της ενοχής ή μη του κατηγορούμενου και επί των αιτημάτων του

    Β) καθορίζεται η σειρά των αγορεύσεων, η οποία ωστόσο δεν είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο και έτσι μπορεί ο Εισαγγελέας να αγορεύσει στο τέλος γιατί αυτό διευκολύνει την διαδικασία λήψης απόφασης

    Γ) καθορίζεται η σειρά των αγορεύσεων, η οποία ωστόσο δεν είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο, αφού μπορεί να μην λάβει το λόγο ο Εισαγγελέας, επειδή έχει ήδη ενημερώσει τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου για την άποψή του

    Ενδεικτική απάντηση: Β




    Πηγή

    Newsroom
    Newsroomhttp://refreshnews.gr/
    Ενημέρωση | Ψυχαγωγία |Στείλε μας το άρθρο σου στο info@refreshnews.gr
    Ακολουθήστε μας στο Google News για να μαθαίνεις όλες τις ειδήσεις απο Ελλάδα και όλο τον Κόσμο

    ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ