Σάββατο, 19 Οκτωβρίου, 2024
More

    Προφορικές εξετάσεις ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2024

    Προφορικές εξετάσεις ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2024

    Σήμερα θα μιλήσουμε για τη διαδικασία στα ποινικά δικαστήρια, έτσι ώστε να δείτε με καθαρότερη ματιά τις θεματικές ενότητες της ύλης σας στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, θα κατανοήσετε επίσης για ποιο λόγο διαβάζετε αυτές τις διατάξεις.

    Έτσι, όταν με το καλό εξεταστείτε στις προφορικές εξετάσεις του 3ου Εισαγωγικού Διαγωνισμού ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων τον προσεχή Νοέμβρη του 2024, να έχετε ήδη μια πλήρη εικόνα στο μυαλό σας.


    Τον κάθε κώδικα θα πρέπει να τον διαβάζετε από την πλευρά του δικαστικού υπαλλήλου και όχι του δικηγόρου ή του δικαστή. Όλες αυτές οι πληροφορίες που αυτή τη στιγμή σας έχουν κουράσει, είναι απλά πολύ σημαντικά πράγματα που θα πρέπει να γνωρίζετε κατά την άσκηση των καθηκόντων σας.

    Τα ίδια και πολλά άλλα θα σας δώσουν και στην σχολή όταν με το καλό αρχίσετε την εκπαίδευσή σας.

    Όλα τα παρακάτω είναι παρμένα από σημειώσεις καθηγητών/δικαστών της ΕΣΔΙ δικαστικών υπαλλήλων, τα οποία βρίσκονται ελεύθερα αναρτημένα στο διαδίκτυο. Ωστόσο, είναι σήμερα κατάλληλα επιμελημένα σύμφωνα με την ύλη σας.


    Ξεκινάμε λοιπόν από την αρχή, και από τη διάταξη του άρθρου 26 του Συντάγματος ότι «η δικαστική εξουσία ή λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια» στα οποία δίδεται, με το άρθρο 87 του Συντάγματος, η εξουσία στα δικαστήρια να απονέμουν δικαιοσύνη (ήτοι «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια […]»). Συνεπώς, τα δικαστήρια είναι τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης.

    Από το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 93 μαθαίνουμε επίσης ότι «τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους». Ενώ τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 96 του Συντάγματος «στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι». Επομένως, ως ποινική δικαιοδοσία νοείται η εξουσία των ποινικών δικαστηρίων να τιμωρούν τα εγκλήματα και λαμβάνουν όλα τα μέτρα που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι.

    Η ποινική δικαιοδοσία διακρίνεται σε τακτική, ειδική και εξαιρετική:

    • Την τακτική δικαιοδοσία (ήτοι τακτικά ποινικά δικαστήρια) ασκούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ: τα Μονομελή Πλημμελειοδικεία (συγκροτούνται από ένα πρωτοδίκη ή πρόεδρο πρωτοδικών), τα Τριμελή Πλημμελειοδικεία (συγκροτούνται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή αναπληρωτή του και δύο πρωτοδίκες), τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια (συγκροτούνται από τον πρόεδρο πρωτοδικών, δύο πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους), τα Μικτά Ορκωτά Εφετεία (συγκροτούνται από τον πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες και τέσσερις ενόρκους), τα Μονομελή Εφετεία (συγκροτούνται από εφέτη ή πρόεδρο εφετών), τα Τριμελή Εφετεία (συγκροτούνται από πρόεδρο εφετών ή αναπληρωτή του και δύο εφέτες) και τα Πενταμελή Εφετεία (συγκροτούνται από πρόεδρο εφετών ή αναπληρωτή του και τέσσερις εφέτες).
    • Την ειδική ποινική δικαιοδοσία (ήτοι ειδικά ποινικά δικαστήρια) ασκούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ: α) Τα Δικαστήρια Ανηλίκων που αποτελούνται από: τα Μονομελή Δικαστήρια Ανηλίκων (συγκροτούνται από ένα πρόεδρο πρωτοδικών ή αναπληρωτή του ως δικαστή ανηλίκων), τα Τριμελή Δικαστήρια Ανηλίκων (συγκροτούνται από το δικαστή ανηλίκων και δύο πρωτοδίκες), τα Τριμελή Εφετεία Ανηλίκων (συγκροτούνται από εφέτη ανηλίκων και δύο εφέτες), β) τα Στρατιωτικά Δικαστήρια
    • Την εξαιρετική ποινική δικαιοδοσία (ήτοι εξαιρετικά ποινικά δικαστήρια) ασκούν τα δικαστήρια που συστήνει η βουλή ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης σε εξαιρετικές καταστάσεις λ.χ. πόλεμος, άμεση απειλή εθνικής ασφάλειας, κ.λπ.

    Επομένως, τα ποινικά δικαστήρια, με απλά λόγια, συγκροτούνται από ένα δικαστή (μονομελές πλημμελειοδικείο ή εφετείο) ή πολλούς δικαστές (τριμελή πλημμελειοδικεία ή εφετεία, ΜΟΔ και ειδικά δικαστήρια) και σε αυτά μετέχει υποχρεωτικά ο εισαγγελέας ενώ για τη νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου απαιτείται η παρουσία του γραμματέα του αντίστοιχου δικαστηρίου.


    Υπεράνω όλων των παραπάνω δικαστηρίων βρίσκεται ο Άρειος Πάγος ως ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, όπου τα τμήματα του για την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, συγκροτούνται από ένα αντιπρόεδρο ως πρόεδρο και τέσσερις αρεοπαγίτες εκτός αν αποφαίνεται σε συμβούλιο οπότε μετέχουν τρία μέλη. Η δε ολομέλεια του ΑΠ συγκροτείται είτε ως πλήρης (από Πρόεδρο ή αναπληρωτή του και από το ήμισυ των λοιπών μελών του ΑΠ) είτε ως τακτική (από Πρόεδρο ή αντιπρόεδρο ή αρεοπαγίτη που κληρώνονται κατ’ έτος και συνεδριάζει με την παρουσία τουλάχιστο 17 μελών).

    Τα δικαστικά πρόσωπα που συμμετέχουν στην ποινική δίκη υπό στενή έννοια είναι ο ποινικός δικαστής, ο εισαγγελέας και ο γραμματέας του δικαστηρίου ενώ υπό ευρεία έννοια είναι οι ανακριτικοί υπάλληλοι (δικαστικοί-αστυνομικοί-διοικητικοί). Έργο του ποινικού δικαστή είναι η ορθή εφαρμογή του ισχύοντος ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου με σκοπό να εκδώσει μια απόφαση για την ενοχή ορισμένου προσώπου για ορισμένο έγκλημα και να επιβάλλει την νόμιμη ποινή. Ο εισαγγελέας είναι επιφορτισμένος με την άσκηση της ποινικής δίωξης. Από την άλλη πλευρά, ο γραμματέας (ήτοι δικαστικός υπάλληλος) έχει τη λειτουργική αρμοδιότητα να συντάσσει τα πρακτικά (με ευθύνη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο), τις εκθέσεις, τις πράξεις και τα άλλα έγγραφα που απαιτεί ο νόμος για την πιστοποίηση των δικαστικών ενεργειών. Σε κάθε δικαστήριο και εισαγγελία λειτουργεί γραμματεία η οποία αποτελεί ενιαία οργανική μονάδα και περιλαμβάνει γενική διεύθυνση, διευθύνσεις, τμήματα ή γραφεία. Στη γραμματεία ανήκουν οι δικαστικοί υπάλληλοι όλων των κλάδων, ειδικοτήτων και κατηγοριών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΔΥ.

    Στις αρμοδιότητες του δικαστικού γραμματέα ανήκουν το α) να μετέχει στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου, του δικαστικού συμβουλίου και της ολομέλειας του δικαστηρίου, β) να εκδίδει τα απόγραφα και αντίγραφα, τα πιστοποιητικά και αποσπάσματα, γ) να ενημερώνει τα βιβλία και το αρχείο στη φυσική ή ηλεκτρονική του μορφή, δ) να επιμελείται τη φύλαξη αντικειμένων του δικαστηρίου ή εισαγγελίας, ε) να μεριμνά για την προετοιμασία και την εκτέλεση των πιστώσεων και προμηθειών, στ) να παραλαμβάνει στη φυσική ή ηλεκτρονική του μορφή οτιδήποτε πρέπει να παρακατατεθεί στο δικαστήριο, να σημειώνει τα εισπρακτέα τέλη του εκδιδόμενου απογράφου ή κατατιθέμενου εγγράφου.


    Τον γραμματέα αναπληρώνει όταν απουσιάζει ή κωλύεται ο αναπληρωτής του, ο οποίος ορίζεται από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία.

    Στις αρμοδιότητες του προϊσταμένου της γραμματείας ανήκουν το α) να διευθύνει τις υπηρεσίες της γραμματείας, β) να συντονίζει τις εργασίες της, γ) να δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της, δ) να μετέχει στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου, του δικαστικού συμβουλίου και της ολομέλειας του δικαστηρίου, εκτός αν νόμος ορίζει διαφορετικά, ε) να συντάσσει, με ευθύνη δική του και του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση, τα πρακτικά, τις εκθέσεις, τις πράξεις και τα άλλα έγγραφα που απαιτεί ο νόμος για την πιστοποίηση των δικαστικών ενεργειών, στ) να εκδίδει τα απόγραφα και αντίγραφα, τα πιστοποιητικά και αποσπάσματα, ζ) να τηρεί και ενημερώνει τα βιβλία και το αρχείο στη φυσική ή ηλεκτρονική του μορφή, η) να επιμελείται της φύλαξης των άλλων αντικειμένων του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, θ) να μεριμνά για την προετοιμασία και την εκτέλεση των πιστώσεων και προμηθειών, ι) να παραλαμβάνει στη φυσική ή ηλεκτρονική του μορφή οτιδήποτε πρέπει να παρακατατεθεί στο δικαστήριο, ια) να σημειώνει τα εισπρακτέα τέλη του εκδιδόμενου απογράφου ή κατατιθέμενου εγγράφου, ιβ) να συγκαλεί την υπηρεσιακή συνέλευση των δικαστικών υπαλλήλων και ιγ) να εκφράζει γνώμη για τους δικαστικούς υπαλλήλου που μετέχουν στις επιτροπές, συλλογικά όργανα της διοίκησης, συμβούλια ή άλλο όργανα που προβλέπονται από τον νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας.

    Από το Σύνταγμα θα πρέπει να θυμάστε ότι σύμφωνα με το άρθρο 92, οι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και εισαγγελιών είναι μόνιμοι, παύονται μόνο εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή με απόφαση δικαστικού συμβουλίου για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια. Οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις ΔΥ ενεργούνται ύστερα από σύμφωνη γνώμη υπηρεσιακών συμβουλίων που συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους, όπως νόμος ορίζει. Κατά των αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων, που αφορούν μεταβολές της υπηρεσιακής κατάστασης δικαστικών υπαλλήλων, επιτρέπεται προσφυγή.

    Η ποινική διαδικασία διέρχεται τέσσερα στάδια: α) την προδικασία β) την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, γ) τα ένδικα μέσα και δ) την εκτέλεση. Στην προδικασία ανήκουν η ανάκριση, οι ανακριτικές πράξεις (έρευνα σε κατοικία, κατάσχεση, αυτοψία, εξέταση μαρτύρων, πραγματογνωμοσύνη) και η διαδικασία ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων. Η ανάκριση διακρίνεται σε προκαταρκτική εξέταση, σε προανάκριση και κύρια ανάκριση. Η προανάκριση πλέον διενεργείται μετά από γραπτή παραγγελία σε εξαιρετικές περιπτώσεις και περατώνεται με την απολογία του κατηγορουμένου. Για συγκεκριμένα αδικήματα ο εισαγγελέας διατάσσει κύρια ανάκριση.

    Οι θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης είναι α) η αρχή δημοσιότητας (η συζήτηση στο ακροατήριο καθώς και η απαγγελία της απόφασης γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί τις συνεδριάσεις με τις εξής εξαιρέσεις: αν τα πρόσωπα αυτά είναι κάτω των 18 ετών, τα δικαστήρια ανηλίκων συνεδριάζουν κεκλεισμένων των θηρών, αν πρόκειται για δίκες που θα προσελκύσουν μεγαλύτερο αριθμό ακροατών από το συνηθισμένο και αν η δημοσιότητα είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη), β) αρχή προφορικότητας (η διαδικασία στο ακροατήριο διεξάγεται προφορικά), γ) αρχή αμεροληψίας (οι δικαστικοί λειτουργοί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο δεν μεταχειρίζονται τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δίκη κατά τρόπο αμερόληπτο, ευπρεπή, απαθή και ψύχραιμο καθώς διαπράττουν βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα).

    Η ποινική προδικασία είναι η διαδικασία που μεσολαβεί από την άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και τερματίζεται με την οριστική παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή την απαλλαγή του. Σκοπός της προδικασίας είναι εάν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα και ο εισαγγελέας οφείλει να του ασκήσει ποινική δίωξη. Η ποινική προδικασία είναι γραπτή (έγγραφη) σε αντίθεση με την διαδικασία στο ακροατήριο που είναι υποχρεωτικά προφορική.

    Το έγκλημα θα γίνει γνωστό με: α) με ιδιωτική καταγγελία (έγκληση, μήνυση, αναφορά), β) με ανακοίνωση δημοσίου οργάνου, γ) με προσωπική γνώση του εισαγγελέα και δ) αυτεπάγγελτη προανάκριση – αυτόφωρα.

    Μήνυση είναι η καταγγελία ενός αδικήματος ή εγκλήματος στις αστυνομικές ή τις εισαγγελικές αρχές. Με την κατάθεση της μήνυσης, ο πολίτης ουσιαστικά ζητά την τιμωρία του κατηγορούμενου για το έγκλημα που έχει διαπράξει. Η έγκληση είναι μια διαδικασία που έχει σκοπό την τιμωρία του δράστη για το αδίκημα που διέπραξε, με την ουσιαστική διαφορά από την μήνυση ότι κατατίθεται από το ίδιο το θύμα. Η προθεσμία για την υποβολή της έγκλησης είναι τρεις μήνες από την διάπραξη της άδικης πράξης.

    Παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματος της έγκλησης υποβάλλεται είτε ρητά είτε σιωπηρά και απευθύνεται είτε σε εισαγγελέα είτε σε ανακριτικό υπάλληλο είτε σε συμβολαιογράφο είτε με πληρεξούσιο στα πρόσωπα αυτά. Ανάκληση της παραίτησης δεν επιτρέπεται.

    Η έγκληση ανακαλείται είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο και γίνεται είτε στο στάδιο της προδικασίας είτε στο ακροατήριο, μέχρι το τέλος της εκδίκασης της έφεσης.

    Επομένως, η κίνηση της ποινικής δίωξης είναι η πρώτη καθοριστική στιγμή, ο πρώτος μεγάλος σταθμός στην εκτύλιξη της ποινικής διαδικασία και ο δεύτερος μεγάλος σταθμός είναι η έκδοση της δικαστικής απόφασης. Το όργανο που κινεί την ποινική δίωξη είναι διάφορο από τον δικαστή. Ο εισαγγελέας μόλις λάβει γνώση ότι τελέστηκε ένα αυτόφωρο έγκλημα είναι υποχρεωμένος να διατάξει προκαταρκτική εξέταση και να ασκήσει την ποινική δίωξη ή να κινήσει απευθείας την ποινική δίωξη. Η άσκηση της ποινικής δίωξης γίνεται με παραγγελία για ανάκριση ή με απευθείας κλήση του κατηγορούμενου στο ακροατήριο όπου αυτό προβλέπεται ή διαβιβάζοντας την δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών.

    Όταν ο εισαγγελέας ασκήσει την ποινική δίωξη, η υπόθεση φεύγει από τα χέρια του και αρμόδια πια να αποφασίσουν είναι τα δικαστικά συμβούλια ή τα δικαστήρια. Αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο με απευθείας κλήση βάζει αυτήν στο αρχείο και αν πρόκειται για μήνυση ή αναφορά υποβάλλεται αντίγραφο αυτής στον εισαγγελέα εφετών αναφέροντας τους λόγους που δεν ασκήθηκε δίωξη. Αν πρόκειται για έγκληση, την απορρίπτει με διάταξή του (προβούλευμα). Ο εγκαλών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 15 ημερών από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μπορεί να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη, παραγγέλλει προκαταρκτική εξέταση.

    Γνωρίζουμε ήδη από τον ΚΟΔΚΔΛ ότι οι δικαστικοί λειτουργοί, ένορκοι, δικαστικοί υπάλληλοι και δικηγόροι δεν επιτρέπεται να συμπράττουν στην ίδια διαδικαστική πράξη ή ενέργεια αν είναι σύζυγοι ή συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης ή με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας μέχρι και 3ο βαθμό. Για τους δικηγόρους ισχύει η απαγόρευση όταν εκπροσωπούν αντίδικα μέρη. Η αποσιώπηση του κωλύματος αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, δεν συνιστά, ωστόσο, ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης ή ενέργειας.

    Άρα σε περίπτωση που στην ποινική δίκη υπάρχει μεταξύ των δικαστικών προσώπων (των προσώπων που νόμιμα συμμετέχουν στην ποινική δίκη) είτε ύπαρξη στενού συγγενικού βαθμού (εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως τρίτου βαθμού δηλαδή προ-παππούδες, προ-γιαγιάδες, δισέγγονα, ανίψια, θείοι, θείες ή εκ πλαγίου συγγένεια έως έκτου βαθμού εξ αίματος πχ 2α ξαδέλφια παππούδων ή 4ου βαθμού εξ αγχιστείας πχ τρισέγγονα) είτε συνδρομή άμεσης προσωπικής προσβολής (υπάρχει όταν ο δικαστής, ανακριτής, εισαγγελέας ή γραμματέας είναι όποιος αδικήθηκε από το έγκλημα) είτε προγενέστερη ανάμειξη στην υπόθεση (λ.χ. αποκλείεται δικαστής που έχει συμπράξει σε έκδοση απόφασης κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση) τότε οι παραπάνω λόγοι αποκλεισμού δικαστικών προσώπων αποτελούν και τους λόγους εξαίρεσης αυτών. Όλοι οι παραπάνω λόγοι αποκλεισμού είναι και λόγοι εξαίρεσης. Άλλος λόγος εξαίρεσης είναι οι υπόνοιες μεροληψίας όπως η ιδιαίτερη φιλία ή οικειότητα ή φιλονικία ή έριδα ή έχθρα ή οι ιδιαίτερες σχέσεις καθηκόντων ή εξάρτησης με οποιονδήποτε από τους διαδίκους.

    Την εξαίρεση δικαιούνται να προτείνουν, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος, ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας, δηλαδή τα πρόσωπα που συμμετέχουν νόμιμα στη ποινική δίκη άλλως η αίτηση απορρίπτεται. Τα δικαστικά πρόσωπα οφείλουν να δηλώσουν αμέσως στον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετούν τον λόγο αποκλεισμού τους από τα καθήκοντά τους.

    Στην ποινική δίκη, παρουσιάζονται μια σειρά πράξεις που έχουν ως σκοπό την έκδοση και εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης σχετικής με την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Οι διαδικαστικές πράξεις είναι οι ρυθμιζόμενες από το δικονομικό δίκαιο ως προς τις προϋποθέσεις και τις έννομες συνέπειες, που σκοπούν στη δημιουργία, εξέλιξη, περάτωση μιας ποινικής διαδικασίας και την παροχή εννόμου προστασίας.

    Ο δικαστής εκδίδει απόφαση ή διάταξη. Διατάξεις είναι όλες οι πράξεις της εισαγγελικής αρχής άνευ διακρίσεως εάν αυτές αφορούν την προκαταρκτική, προδικασία ή κύρια διαδικασία. Επίσης, διάταξη εκδίδει και ο εισαγγελέας σε όσες περιπτώσεις του επιβάλλει ο νόμος. Βούλευμα είναι η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Οι αποφάσεις, οι ποινικές διαταγές και τα βουλεύματα καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα να αναφέρει και τον αριθμό του άρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται.

    Ο γραμματέας και ο διευθύνων τη συζήτηση έχουν προσωπική και αυτοτελή ο καθένας ευθύνη για την ορθή σύνταξη των πρακτικών, ο διάδικος μπορεί να ζητήσει την καταχώρηση κάθε δήλωσης εξεταζόμενων ή μετεχόντων στη δίκη. Επί διαφωνίας γραμματέα και διευθύνοντος ο καθένας να καταχωρήσει τις απόψεις του, υπερισχύει η γνώμη του διευθύνοντος. Ο διευθύνων δεν μπορεί να υποχρεώσει τον γραμματέα να αναγράψει στα πρακτικά τα γεγονότα όπως τα αντιλήφθηκε ο ίδιος, μπορεί όμως να αξιώσει από τον γραμματέα να καταχωρήσει στα πρακτικά τις παρατηρήσεις του προέδρου. Η αίτηση για διόρθωση ή συμπλήρωση των πρακτικών υποβάλλεται με ποινή απαραδέκτου εντός 20 ημερών από την καταχώρηση των καθαρογραμμένων πρακτικών στο ειδικό βιβλίο, ενώ το αρμόδιο δικαστήριο είναι αυτό που εξέδωσε την απόφαση.

    Τα πρακτικά πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων, και τις προσθήκες και διαφορές των καταθέσεων που γίνονται στο ακροατήριο σε σχέση με εκείνων που έγιναν στην ανάκριση, τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων, απολογίες και δηλώσεις των κατηγορουμένων. Σε αντίθεση μεταξύ πρακτικών και απόφασης, υπερισχύει η απόφαση. Μόλις τελειώσει η συνεδρίαση, ο διευθύνων θεωρεί και μονογραφεί σε κάθε φύλλο τα πρόχειρα πρακτικά που συνέταξε ο γραμματέας, υφίσταται δε υποχρέωση του γραμματέα να θεωρεί και να μονογραφεί και τις προσθήκες ή διαγραφές των περιθωρίων και να διαγραμμίζει τα κενά διαστήματα για να μην προστεθούν άλλα γεγονότα που δεν έλαβαν χώρα. Εντός μη ανατρεπτικής προθεσμίας 8 ημερών από τη συνεδρίαση καθαρογράφονται τα πρακτικά από το γραμματέα και υπογράφονται από τον διευθύνοντα, ή αν αυτός μετατέθηκε ή απομακρύνθηκε από την υπηρεσία ή πέθανε πριν από την καθαρογραφή από τον αρχαιότερο από τους δικαστές που συμμετείχαν στη συζήτηση και αν το δικαστήριο ήταν μονομελές από τον γραμματέα ή αναπληρωτή του.

    Έκθεση ονομάζεται το έγγραφο που συντάσσει δημόσιος υπάλληλος ο οποίος εκπληρώνει καθήκοντα στην ποινική διαδικασία για να βεβαιώσει πράξεις που έκανε ο ίδιος ή άλλος αρμόδιος υπάλληλος με τον οποίο συμπράττει ή δηλώσεις τρίτων προσώπων που απευθύνονται σε αυτούς. Έκθεση δεν είναι το έγγραφο που συντάσσει κάθε δημόσιος υπάλληλος αλλά μόνο το έγγραφο εκείνου που εκπληρώνει καθήκοντα στην ποινική διαδικασία και ως τέτοιο νοείται το έγγραφο στο οποίο είναι διατυπωμένη μια μαρτυρική κατάθεση ή στο οποίο βεβαιώνεται μια ανακριτική πράξη, καθώς και η δήλωση άσκησης ένδικου μέσου ή επίδοσης ή κοινοποίησης εγγράφου ή βεβαίωσης αυτόφωρου εγκλήματος επί αυτοφώρου και το αποδεικτικό επίδοσης.

    Η έκθεση περιέχει τόπο, χρόνο, ώρα που άρχισε και τελείωσε η σύνταξή της, ονοματεπώνυμα και κατοικία προσώπων που παρευρέθηκαν ή λόγους για τους οποίους δεν παρευρέθηκαν, ακριβή περιγραφή των πράξεων που πιστοποιούνται με την έκθεση, αναφέρει αν αυτές ήταν αυθόρμητες ή κατόπιν ερωτήσεων του υπαλλήλου. Διαβάζεται ενώπιον όσων συνέπραξαν και υπογράφεται από αυτούς και τους μάρτυρες που εξετάσθηκαν, αν κάποιος δεν ξέρει ή αρνείται να υπογράφει αυτό αναφέρεται στην έκθεση.

    Οι μάρτυρες έχουν υποχρέωση μαρτυρίας, όχι δικαίωμα. Καλούνται τουλάχιστο 24 ώρες πριν για την προδικασία (μπορεί και προφορικώς σε κατεπείγουσες περιπτώσεις). Έχουν καθήκον εμφάνισης, καθήκον όρκισης, καθήκον κατάθεσης και καθήκον αλήθειας. Εξαιρούνται από υποχρέωση της μαρτυρίας, μάρτυρες διανοητικά ασθενείς, όσοι άσκησαν εισαγγελικά, ανακριτικά ή γραμματειακά καθήκοντα στην υπόθεση, όσοι παραπέμφθηκαν να δικασθούν για την ίδια πράξη ωσότου κριθούν αμετάκλητα και όσοι κηρύχθηκαν ένοχοι για την εκδικαζόμενη πράξη. Ο ΠτΔ, πρόεδρος, αντιπρόεδροι βουλής, πρωθυπουργός, αρχηγοί κομμάτων βουλής, υπουργοί και αρχιερείς εξετάζονται κατά την προδικασία στην οικία τους και στο ακροατήριο πρώτοι (υπουργοί ή υφυπουργοί για θέματα που αφορούν την ασφάλεια του κράτους ή την εξωτερική πολιτική μετά από προηγούμενη άδεια του πρωθυπουργού), τα μέλη προξενικών αρχών μόνο εκουσίως στην κατοικία τους. ΟΙ βουλευτές δεν έχουν υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σε αυτούς ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Από την υποχρέωση για μαρτυρία δεν εξαιρούνται οι πραγματογνώμονες, οι ιατροδικαστές, οι αστυνομικοί. Οι συνήγοροι δεν μπορούν να καταθέτουν ταυτόχρονα και ως μάρτυρες παρά μόνον αν παραιτηθούν από την υπεράσπιση του διαδίκου. Δεν εξετάζονται στο ακροατήριο οι αστυνομικοί που ενήργησαν στη σύλληψη και υπέγραψαν την έκθεση συλλήψεως, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που εξέτασαν τους μάρτυρες, που διενέργησαν κατ’ οίκον έρευνα, που προέβησαν σε δέσμευση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ο μάρτυρας πριν καταθέσει δηλώνει το όνομα, επώνυμο, τόπο γέννησης, κατοικίας, ηλικία, αν είναι συγγενής με τον κατηγορούμενο ή τον αδικηθέντα και του επιβάλλονται ερωτήσεις ενώ πριν εξετασθεί δίδει όρκο.

    Σε κάθε στάδιο που εξετάζεται ύποπτος, κατηγορούμενος, μάρτυρας που δεν ομιλεί ή κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα παρέχεται διερμηνεία και για την επικοινωνία μεταξύ κατηγορούμενου και συνηγόρου και την προσήκουσα συνδρομή σε άτομα με πρόβλημα ακοής ή ομιλίας. Ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα του συμβουλίου πλημμελειοδικών κατά προτίμηση από δημοσίους υπαλλήλους, υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών που μπορεί να ζητήσει την μεταρρύθμισή του και όταν οριστικοποιηθεί τοιχοκολλάται στο ακροατήριο του πλημμελειοδικείου και ανακοινώνεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στους ανακριτικούς υπαλλήλους της περιφέρειάς του έως τέλος του έτους, ενώ μέχρι να συνταχθεί νέος ισχύει ο παλιός. Σε επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον δεν γίνεται να διορισθεί διερμηνέας από τον πίνακα, μπορεί να διορισθεί κάποιος και εκτός πίνακα. Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει και εκείνον που επιλέγει ο κατηγορούμενος εκτός πίνακα. Διερμηνέας μπορεί να διορισθεί και ο αστυνομικός που συνοδεύει τον κατηγορούμενο στο αυτόφωρο. Διερμηνείς δεν διορίζονται ο κατηγορούμενος, ο παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας, ο συνήγορος, ο μάρτυρας, ο πραγματογνώμονας, ο τεχνικός σύμβουλος, ο εισαγγελέας και ο γραμματέας. Ο διερμηνέας που αρνείται την εντολή καλείται εντός 24 ωρών να παράσχει εξηγήσεις και εντός 8 ημερών από την επίδοση της διάταξης μπορεί να προσφύγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών το οποίο μπορεί να αποφασίσει τη διαγραφή του. Αν δεν εμφανισθεί από απείθεια στο ακροατήριο, γίνεται βίαιη προσαγωγή του κατά τη συνεδρίαση.

    Κατά την ποινική διαδικασία αν απαιτηθούν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης ο ανακριτικός υπάλληλος, ο ανακριτής, ο εισαγγελέας, ή το δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία διατάσσει πραγματογνωμοσύνη. Την πραγματογνωμοσύνη μπορούν να ζητήσουν και οι διάδικοι. Η συμβολή της πραγματογνωμοσύνης στο πλαίσιο της ποινικής δίκης καθίσταται ουσιώδης και σε ορισμένες περιπτώσεις καθοριστική για την έκβαση της διαδικασίας. Αποτελεί ένα από τα ασφαλέστερα αποδεικτικά μέσα. Ο πραγματογνώμονας συνεπικουρεί τον δικαστή στην διάγνωση της αληθείας παρέχοντας τις εξειδικευμένες γνώσεις του σε συγκεκριμένη υπόθεση. Ως πραγματογνώμονες ορίζονται από τον πίνακα πραγματογνωμόνων που τηρείται στα πλημμελειοδικεία της χώρας. Σε περίπτωση που δεν υφίσταται πραγματογνώμονας με την ειδικότητα, διορίζεται πρόσωπο εκτός πίνακα.

    Διάδικοι στην ποινική δίκη, είναι ο ύποπτος, ο κατηγορούμενος και αυτός που παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας. Μέχρι να κατηγορηθεί κάποιος με ορισμένη αξιόποινη πράξη, θεωρείται ύποπτος. Ύποπτος καλείται το πρόσωπο που καταγγέλλεται ως δράστης της πράξης ή εκείνο στο οποίο αποδίδεται κατά την διάρκεια της προκαταρτικής εξέτασης η πράξη που αποτελεί αντικείμενο έρευνας και καθίσταται διάδικος στην ποινική δίκη. Ο ύποπτος λοιπόν είναι οιονεί (=σαν) κατηγορούμενος. Την ιδιότητα του κατηγορούμενου την αποκτά μόλις ο εισαγγελέας ασκήσει ποινική δίωξη εις βάρος του και του αποδοθεί η αξιόποινη πράξη.

    Μόλις ξεκινήσει η εκδίκαση στο ακροατήριο οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους καθώς και οι μάρτυρες που κλητεύθηκαν, κάθονται στις ορισμένες για αυτούς θέσεις ή έδρες. Οι κατηγορούμενοι που κρατούνται προσωρινά παρίστανται χωρίς χειροπέδες και μόνο φυλάσσονται. Όταν αρχίσει η εκδίκαση κάθε υπόθεσης, η συζήτηση εξακολουθεί χωρίς διακοπή μέχρι να απαγγελθεί η απόφαση. Ο διευθύνων δεν μπορεί να διακόψει τη συζήτηση παρά μόνο κατά τα αναγκαία διαλείμματα για αναψυχή των δικαστών, των ενόρκων, των συνηγόρων, των μαρτύρων, των κατηγορούμενων και σε όλες τις περιπτώσεις που ορίζονται από τον κώδικα. Ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά της συζήτηση, μπορεί να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του. Στα κακουργήματα και στα πλημμελήματα για τα οποία ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο σε όσους κατηγορούμενους δεν έχουν. Οι υποθέσεις στις οποίες διορίζεται υποχρεωτικά συνήγορος, διακόπτονται προκειμένου να προετοιμαστεί ο διορισθείς συνήγορος. Η δικάσιμος μετά τη διακοπή δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από τριάντα (30) ημέρες. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωπική εμφάνιση του κατηγορούμενου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια. Αν δεν εμφανισθεί, το δικαστήριο, μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλλει τη δίκη για λόγους ανώτερης βίας μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αυτεπαγγέλτως. Το δικαστήριο αναβάλλει στη συντομότερη δικάσιμο, η οποία δεν δύναται να υπερβεί τους οκτώ (8) μήνες. Το αίτημα υποβάλλεται μόνο μία (1) φορά. Κατ’ εξαίρεση δύναται να υποβληθεί και δεύτερο αίτημα, αν το κώλυμα προέκυψε σε χρόνο μεταγενέστερο της πρώτης αναβολής. Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή. Μετά τη λήψη των στοιχείων της ταυτότητας του κατηγορουμένου, τη νομιμοποίηση του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας και των συνηγόρων τους, ο εισαγγελέας απαγγέλει με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία. Κατόπιν ο διευθύνων τη συζήτηση ζητεί από τον κατηγορούμενο να διατυπώσει τη θέση του απέναντι στην κατηγορία υπενθυμίζοντάς του ταυτόχρονα ότι θα απολογηθεί αφού τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία. Στη συνέχεια ο διευθύνων εκφωνεί τον κατάλογο των μαρτύρων και των πραγματογνώμων που κλητεύθηκαν.

    Πριν αρχίσει η εξέταση των μαρτύρων ο διευθύνων τη συζήτηση α) παραγγέλλει στους μάρτυρες να αποχωρήσουν στο δωμάτιο που είναι προορισμένο για αυτούς και αυτοί πριν την εξέτασή τους οφείλουν να μην επικοινωνούν με κανέναν από αυτούς που έχουν έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης ούτε να ακούν αυτά που λέγονται στη διαδικασία, β) αν το κρίνει αναγκαίο, διατάσσει τα πρόσφορα μέτρα για την αποφυγή οποιασδήποτε αθέμιτης επικοινωνίας, γ) προσδιορίζει τη σειρά κατά την οποία θα εξεταστούν οι μάρτυρες και θα υποβληθούν οι υπόλοιπες αποδείξεις, δ) μπορεί να αναθέσει την εξέταση μαρτύρων σε έναν από τους δικαστές, ε) έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον μάρτυρα όλες τις διευκρινήσεις που θεωρεί χρήσιμες για την αναζήτηση της αλήθειας. Ο κατηγορούμενος και οι άλλοι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, έχουν το δικαίωμα να κάνουν απευθείας στο μάρτυρα ή τον πραγματογνώμονα ή τον τεχνικό σύμβουλο του κατηγορούμενου της ερωτήσεις που είναι χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας. Όταν ένας μάρτυρας εξετάζεται στο ακροατήριο, η κατάθεσή του που είχε δοθεί κατά την προδικασία δεν διαβάζεται. Επιτρέπεται η ανάγνωση μόνο περικοπών της κατάθεσης για να βοηθηθεί η μνήμη του μάρτυρα. Μετά την εξέταση του μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του.

    Μετά την εξέταση των μαρτύρων διαβιβάζονται οι εκθέσεις των πραγματογνωμόνων και τεχνικών συμβούλων. Αν κληθούν στο ακροατήριο από τον εισαγγελέα οι πραγματογνώμονες αναπτύσσουν προφορικά την έκθεσή τους. Οι πραγματογνώμονες όπως και οι διερμηνείς πριν από την εξέτασή τους δίνουν όρκο. Οι τεχνικοί σύμβουλοι δεν δίνουν όρκο.

    Επίσης, στο ακροατήριο, διαβιβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων που συντάχθηκαν νόμιμα καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Η ανάγνωση των εγγράφων αυτών γίνεται ως προς τα ουσιώδη και σημαντικά κατά την κρίση των διαδίκων. Αν χρειάζεται κάποιος από τους μάρτυρες ή τους κατηγορούμενους να αναγνωρίσει ένα έγγραφο ή πειστήριο, ο διευθύνων τη συζήτηση το επιδεικνύει σε αυτόν. Διαβάζονται ακόμα και τα πρακτικά δίκης που αναβλήθηκε καθώς και οι αμετάκλητες αποφάσεις σε άλλη ποινική δίκη που είναι χρήσιμες.

    Στη συνέχεια, ο διευθύνων τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την κατηγορία που του αποδίδεται. Κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος πρέπει να μη διακόπτεται, εκτός αν επιμένει να απομακρύνεται από το θέμα και να μην εμποδίζεται στην αφήγηση περιστατικών που αποκρούουν την κατηγορία. Αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, τον εισαγγελέα και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Ο συγκατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλλει απευθείας ερωτήσεις στον έτερο κατηγορούμενο που τον ενοχοποιεί. Αν όσα εκθέτει ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολό τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατό να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση. Αν ο κατηγορούμενος αρνηθεί να απολογηθεί (δικαίωμα σιωπής) ή να απαντήσει σε ερώτηση, αυτό αναγράφεται στα πρακτικά.

    Μόλις τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει τον λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας, ο οποίος δεν μπορεί να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί και τέλος δίνει τον λόγο στον κατηγορούμενο. Δικαίωμα δευτερολογίας έχει ο εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος ή ένας συνήγορός του. Η δευτερολογία πρέπει να περιορίζεται στην απόκρουση αντίθετων επιχειρημάτων και δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από μισή ώρα. Στη δευτερολογία έχουν δικαίωμα να απαντήσουν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι. Ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος.

    Η ποινική δίκη τελειώνει: α) με την καταδίκη του κατηγορουμένου ή την αθώωσή του β) με την οριστική παύση της ποινικής δίωξης όταν έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης ή όταν έχει γίνει ανάκλησή της ή όταν έχει αχρηστευθεί η πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινο ή όταν ο κατηγορούμενος πεθάνει γ) με την κήρυξη της ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης στις περιπτώσεις που υπάρχει δεδικασμένο (έχει δικαστεί ξανά για το ίδιο πράγμα) ή εκκρεμοδικία (υπάρχει άλλη δίκη για το ίδιο πράγμα που δεν έχει τελειώσει) ή όταν δεν υπάρχει έγκληση, αίτηση ή άδεια που απαιτείται για τη δίωξη.

    Η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση από τον διευθύνοντα τη συζήτηση μετά την περάτωσή της και πριν αρχίσει η συζήτηση της επόμενης υπόθεσης. Αν για ειδικούς λόγους επιβάλλεται να επιφυλαχθεί το δικαστήριο να εκδώσει την απόφαση σε μεταγενέστερο χρόνο, ο διευθύνων τη συζήτηση έχει την υποχρέωση να γνωστοποιεί την ώρα που θα δημοσιευθεί η απόφαση. Οι αποφάσεις των πολυμελών δικαστηρίων καταρτίζονται από την ψήφο των δικαστών που συγκρότησαν το δικαστήριο σε μυστική σύσκεψη, στην οποία παρίσταται γραμματέας. Ο διευθύνων τη συζήτηση συγκεντρώνει τις ψήφους, αρχίζοντας από τον κατώτερο στο βαθμό και σε περίπτωση που οι δικαστές είναι ισόβαθμοι από τον νεότερο στο βαθμό, ενώ ο ίδιος ψηφίζει τελευταίος. Αν υπάρχει διχογνωμία επικρατεί η γνώμη της πλειοψηφίας. Αν εκδηλώθηκαν περισσότερες από δύο γνώμες, οι δικαστές που ψήφισαν υπέρ της δυσμενέστερης γνώμης για τον κατηγορούμενο ή υπέρ της βαρύτερης ποινής προσχωρούν στη γνώμη εκείνων που ψήφισαν υπέρ της ηπιότερης (ευμενέστερης) ωσότου επιτευχθεί η πλειοψηφία. Πρώτα γίνεται ψηφοφορία για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου για την πράξη που του αποδίδεται, όπως αυτή προέκυψε από την κύρια διαδικασία και για τον χαρακτηρισμό της πράξης. Όταν απαγγελθεί η απόφαση, ο διευθύνων τη συζήτηση ανακοινώνει σε εκείνον που καταδικάστηκε ότι έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση ή αναίρεση μέσα στην νόμιμη προθεσμία. Σε κάθε δικαστική απόφαση καταχωρίζεται υποχρεωτικά η γνώμη της μειοψηφίας. Στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι η δικαστική απόφαση πρέπει να δημοσιευθεί στον τύπο, το δικαστήριο μπορεί να καθορίσει στην ίδια την απόφαση αν πρέπει να δημοσιευτεί ολόκληρη ή μόνο ορισμένα τμήματά της και σε ποια ή ποιες εφημερίδες.




    Πηγή

    Newsroom
    Newsroomhttp://refreshnews.gr/
    Ενημέρωση | Ψυχαγωγία |Στείλε μας το άρθρο σου στο info@refreshnews.gr
    Ακολουθήστε μας στο Google News για να μαθαίνεις όλες τις ειδήσεις απο Ελλάδα και όλο τον Κόσμο

    ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ