«Υπάρχει ένας άλλος δρόμος από αυτόν της Κυβέρνησης, ο οποίος δεν θέτει σε κίνδυνο ούτε τη δημοσιονομική σταθερότητα ούτε την κοινωνική συνοχή, αντιθέτως ενισχύει και τους δύο αυτούς στόχους, προτάσσοντας τη στέρεη ανάπτυξη και τη δίκαιη αναδιανομή, σαν δυο όψεις του ίδιου νομίσματος», τόνισε ο Πάρις Κουκουλόπουλος, Βουλευτής Κοζάνης και Υπεύθυνος ΚΤΕ Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, ως Ειδικός Αγορητής στη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής την Τετάρτη 30/10, επί του Νομοσχεδίου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών αναφορικά με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Επιγραμματικά, με την κοινοβουλευτική συζήτηση ήδη να έχει επικεντρωθεί στην οικονομική κρίση, η τοποθέτησή του αναπτύχθηκε σε τρεις κύριους άξονες.
Κατ’ αρχάς, σημείωσε ότι «έχει τεράστια σημασία, τόσο με τον πολιτικό διάλογό μας στο Κοινοβούλιο όσο και με τις πράξεις μας, να βοηθήσουμε όλοι, ώστε ως κοινωνία να απαλλαγούμε από στερεότυπα που μας κρατούν στο παρελθόν. Ένα από αυτά, όσον αφορά την κρίση, είναι ότι μας επιβουλεύονται γενικά και αόριστα όλοι. Προφανώς υπάρχουν αντιφατικές επιδιώξεις, αλλά το ζήτημα είναι τι κάνει η Ελλάδα. Η εφαρμογή μνημονίων επήλθε ως συνέπεια του λεγόμενου “δίδυμου ελλείμματος”, δηλαδή αφενός μεν από το δημοσιονομικό έλλειμμα, αφετέρου από το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Σήμερα, το ισοζύγιο πληρωμών ταλαιπωρεί ακόμα τη Χώρα και η Κυβέρνηση έχει σοβαρές ευθύνες γι’ αυτό. Το δημοσιονομικό έλλειμμα φαίνεται μεν να το έχουμε αφήσει πίσω, όμως μεσομακροπρόθεσμα απαιτείται διαρκής επαγρύπνηση και προσπάθεια για να μην επανεμφανιστεί, να μην χαθεί η δημοσιονομική σταθερότητα που οικοδομήθηκε με πολύ κόπο».
Εν συνεχεία, ανέδειξε γιατί στην Ελλάδα η κρίση διήρκεσε τόσο πολύ, σε αντίθεση με άλλες Χώρες όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «εδώ ξεκινήσαμε από τη μερική απώλεια της δημοσιονομικής κυριαρχίας, που έγινε απόλυτη καταλήγοντας στην οδυνηρή απώλεια του ελέγχου στη δημόσια περιουσία. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι έλειψε παντελώς η συνεννόηση. Στις σύγχρονες κοινωνίες, όταν αντιμετωπίζουμε μείζονος σημασίας κρίσεις, χρειάζεται συνεργασία και όχι να κάνει ο καθένας “του κεφαλιού του”, έχουμε υποχρέωση να συνεννοούμαστε έστω στα ελάχιστα».
Στον τρίτο άξονα της ομιλίας του, ο Υπεύθυνος ΚΤΕ Οικονομικών υπογράμμισε πως «όλη αυτή η συζήτηση για το παρελθόν, δεν θέτει σε δεύτερη μοίρα το παρόν και το μέλλον. Το αντίθετο μάλιστα, έχει αξία να διδασκόμαστε από την κρίση, όπως από τη μέθοδο που εφαρμόστηκε αρχικά από το ΔΝΤ και έπειτα από την Ε.Ε. Ακολουθήθηκε η μέθοδος της εσωτερικής υποτίμησης (ή του αποπληθωρισμού, με στενά οικονομική ορολογία). Σήμερα, υπάρχουν πολλοί -και στην Κυβέρνηση– που πιστεύουν ότι η εν λόγω μέθοδος οδηγεί στη λεγόμενη θεωρία του “ελατηρίου”, σε αναπτυξιακή έκρηξη. Αυτό δεν το έχουμε δει στην Ελλάδα. Αντιθέτως, παρατηρούμε πως οι αξίες των ακινήτων, αλλά και τα κέρδη των ισχυρών επιχειρήσεων, έχουν επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα και σε κάποιες περιπτώσεις τα έχουν ξεπεράσει. Την ίδια στιγμή, οι μισθοί και το εισόδημα γενικότερα πόρρω απέχουν από τα προ της κρίσης επίπεδα. Αυτό δεν ήταν ούτε μοιραίο ούτε υποχρεωτικό, έχει άμεση σχέση με μια σειρά ασκούμενες και μη ασκούμενες πολιτικές της Κυβέρνησης».
Εν κατακλείδι, ξεκαθάρισε ότι «προφανώς υπερψηφίζουμε το Νομοσχέδιο, γιατί εμείς γνωρίζουμε σε ποιον κόσμο ανήκουμε, τασσόμαστε με σεβασμό υπέρ των διεθνών θεσμών, υπέρ του ενωσιακού και διεθνούς δικαίου, ξεκάθαρα και καθολικά, όχι “à la carte”, όπως πολλές φορές πράττει η ΝΔ. Επαναλαμβάνω, για πολλοστή φορά, πως οι ανοιχτοί θεσμοί και η ανοιχτή οικονομία είναι η άλλη όψη της ευημερίας των λαών. Στην Ελλάδα ούτε ανοιχτούς θεσμούς έχουμε, γιατί ελέγχονται ασφυκτικά από την Κυβέρνηση, ούτε ανοιχτή οικονομία, καθώς παντού κυριαρχούν τα ολιγοπώλια, με τεράστιες κυβερνητικές ευθύνες για όσα βιώνει ο ελληνικός λαός».