«Ασπιρίνη» για τους συνταξιούχους η αναπροσαρμογή των κλιμακίων της Εισφοράς Αλληλεγγύης
Η προοπτική δημογραφικής επιβάρυνσης εμποδίζει την κυβέρνηση να προχωρήσει στη μείωση ή κατάργηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ), παρόλο που η εισφορά αυτή θεωρείται το τελευταίο μνημονιακό μέτρο που εξακολουθεί να επιβαρύνει τις συντάξεις πάνω από τα 1.400 ευρώ.
Οι συνταξιούχοι εκφράζουν δυσαρέσκεια, καθώς παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις για φοροελαφρύνσεις, η ΕΑΣ παραμένει ενεργή. Ενδεικτικά, η κυβέρνηση επέλεξε αντί της κατάργησης να προχωρήσει σε μία αναπροσαρμογή των ανώτατων κλιμακίων της εισφοράς, βάσει του ποσοστού αύξησης των συντάξεων. Όπως αναφέρει το σχέδιο νόμου που τέθηκε σε διαβούλευση, όταν δίνονται ετήσιες αυξήσεις στις συντάξεις, τα κατώφλια της ΕΑΣ θα προσαρμόζονται αντίστοιχα, ώστε να μειώνεται το ποσοστό που καταβάλλεται από τους συνταξιούχους που βρίσκονται κοντά στο όριο της κάθε κλίμακας.
Για παράδειγμα, αν ένας συνταξιούχος που λαμβάνει 1.420 ευρώ μηνιαία σύνταξη (συνολικό ετήσιο εισόδημα 17.040 ευρώ) λαμβάνει μια ετήσια αύξηση 3%, η σύνταξή του θα ανέλθει σε περίπου 1.462,6 ευρώ τον μήνα, ανεβάζοντας το ετήσιο εισόδημά του στα 17.551,2 ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση, ο νέος συνταξιούχος θα μπορούσε να περάσει σε υψηλότερη κλίμακα της ΕΑΣ, πληρώνοντας περισσότερη εισφορά λόγω της αύξησης στη σύνταξή του, γεγονός που ουσιαστικά μειώνει την ωφέλεια της αύξησης. Αυτό το σενάριο θα αποφευχθεί καθώς η κλίμακα θα αναπροσαρμοστεί, μετακινώντας τα όρια της ΕΑΣ για να παραμείνουν στην αρχική κλίμακα όσοι λαμβάνουν μικρές αυξήσεις.
Ωστόσο, η εισφορά δεν καταργείται, κάτι που εξοργίζει συνταξιούχους και συνταξιουχικές οργανώσεις, καθώς παραμένει η μόνη φορολογική επιβάρυνση αυτού του τύπου για τα εισοδήματα αυτής της κατηγορίας πολιτών. Πιο συγκεκριμένα, περίπου 400.000 συνταξιούχοι καταβάλλουν διπλή φορολόγηση, καθώς υπόκεινται στην ΕΑΣ πέραν της κανονικής φορολογικής τους υποχρέωσης. Για άλλους πολίτες (αγρότες, μισθωτούς και συνταξιούχους με χαμηλότερα εισοδήματα) ισχύει ένα αφορολόγητο όριο των 8.636 ευρώ, το οποίο δεν εφαρμόζεται για τους συνταξιούχους που πληρώνουν ΕΑΣ. Αυτό σημαίνει πως οι συνταξιούχοι με εισόδημα άνω των 1.400 ευρώ επιβαρύνονται με την ΕΑΣ από το πρώτο ευρώ, αυξάνοντας σημαντικά τη συνολική τους επιβάρυνση.
Ένα άλλο παράδειγμα αφορά έναν συνταξιούχο με σύνταξη 1.500 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή 18.000 ευρώ ετησίως. Η ΕΑΣ για τον συγκεκριμένο συνταξιούχο υπολογίζεται με κλίμακα που ξεκινά από το 3% και μπορεί να φτάσει έως το 14%, ανάλογα με το εισόδημα. Αν λάβει αύξηση 2%, τότε η σύνταξή του θα αυξηθεί στα 1.530 ευρώ μηνιαίως (18.360 ευρώ ετησίως), γεγονός που μπορεί να τον οδηγήσει σε υψηλότερη κλίμακα, αυξάνοντας την εισφορά που πληρώνει και μειώνοντας ουσιαστικά την αξία της αύξησης που λαμβάνει.
Η ΕΑΣ αυτή τη στιγμή επιβαρύνει τους συνταξιούχους από το πρώτο ευρώ για συντάξεις άνω των 1.400 ευρώ, με ποσοστά που ξεκινούν από το 3% και φτάνουν έως και το 14%. Ορισμένοι συνταξιούχοι, οι οποίοι λαμβάνουν αυξήσεις στις συντάξεις τους, ενδέχεται να μεταπηδήσουν σε ανώτερη κλίμακα, κάτι που επιφέρει αυξημένη παρακράτηση. Για παράδειγμα, ένας συνταξιούχος με αρχική σύνταξη 1.700 ευρώ μπορεί, με μια αύξηση της τάξης του 5%, να φτάσει στα 1.785 ευρώ. Η αύξηση αυτή, όμως, ενδέχεται να τον μεταφέρει σε υψηλότερη κλίμακα ΕΑΣ, μειώνοντας το καθαρό εισόδημα που εισπράττει τελικά, καθώς η εισφορά υπολογίζεται πλέον σε ολόκληρη τη σύνταξή του σε υψηλότερο ποσοστό.
Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να δείξει πως υπάρχει κάποια ανακούφιση για τους συνταξιούχους μέσω της αναπροσαρμογής των κλιμακίων της ΕΑΣ, οι αντιδράσεις είναι έντονες. Οι συνταξιούχοι προχωρούν σε νέο γύρο κινητοποιήσεων και δικαστικών προσφυγών, καθώς θεωρούν πως τα κριτήρια για την επιβολή της ΕΑΣ έχουν πάψει να ισχύουν, με τα ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος να έχουν μειωθεί. Στις 20 Νοεμβρίου, θα συμμετάσχουν σε πανεργατική απεργία, ενώ έχουν προγραμματίσει ακόμα μια κινητοποίηση στις 12 Δεκεμβρίου ενόψει της συζήτησης για τον νέο προϋπολογισμό. Οι συνταξιούχοι υποστηρίζουν ότι η ΕΑΣ πλέον αποτελεί μια «κρυφή φορολόγηση» που εξανεμίζει σημαντικό μέρος του εισοδήματός τους.