«Αυτοαξιολόγηση» με εξωραϊσμούς από το ΤΧΣ
Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) δημοσίευσε την τέταρτη και τελευταία έκθεση βιώσιμης ανάπτυξης για το 2023, λίγους μήνες πριν την προγραμματισμένη συγχώνευσή του με το Υπερταμείο στο τέλος του 2024.
Η έκθεση παρουσιάζει τη συμβολή του ΤΧΣ στην αναδιάρθρωση του ελληνικού τραπεζικού τομέα, αλλά παράλληλα αφήνει περιθώρια για ερωτήματα σχετικά με την πραγματική του αποτελεσματικότητα και τις στρατηγικές επιλογές που υιοθετήθηκαν στη διάρκεια της λειτουργίας του.
Από την ίδρυσή του, το ΤΧΣ έχει αναλάβει έναν κεντρικό ρόλο στη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, ωστόσο, η νέα έκθεση εγείρει ερωτήματα ως προς τον βαθμό που το Ταμείο κατάφερε να πετύχει διαρκείς και ουσιαστικές αλλαγές.
Αν και προβάλλονται οι βελτιώσεις σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης και κοινωνικής ευθύνης, οι ίδιες οι τράπεζες συνεχίζουν να βρίσκονται αντιμέτωπες με προκλήσεις που αφορούν τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού.
Η έκθεση περιγράφει δράσεις όπως η μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των τραπεζών και η προώθηση της «πράσινης» επιχειρηματικότητας, αλλά οι λεπτομέρειες αυτών των πρωτοβουλιών φαίνονται γενικές και χωρίς επαρκή ποσοτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την πραγματική τους επίδραση.
Παράλληλα, η αναφορά στην κοινωνική ευθύνη και τη χρηματοοικονομική συμπερίληψη, αν και θετική, δίνει την αίσθηση ότι περιορίζεται σε μια επικοινωνιακή στρατηγική, χωρίς να απαντά αν οι τράπεζες έχουν πραγματικά διευκολύνει την πρόσβαση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων στη χρηματοδότηση.
Η διαδικασία αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις συστημικές τράπεζες χαρακτηρίζεται ως «επιτυχία», αλλά παραμένει ασαφές αν αυτή εξυπηρέτησε πλήρως το δημόσιο συμφέρον. Αν και το Ταμείο σημειώνει τη σημασία της διαφάνειας και της υπευθυνότητας, η αποεπένδυση από τις τράπεζες αφήνει ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και την υποστήριξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης.
Οι δηλώσεις του προέδρου του Δ.Σ., Ανδρέα Βερύκιου, και του διευθύνοντος συμβούλου, Ηλία Ξηρουχάκη, επικεντρώνονται στις «επιτυχίες» του Ταμείου, χωρίς όμως να θίγουν τις προκλήσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν. Ενώ αναγνωρίζεται η ανάγκη για περιβαλλοντική υπευθυνότητα και χρηματοοικονομική σταθερότητα, η έκθεση δεν φαίνεται να παρέχει επαρκείς ενδείξεις για το πώς οι τράπεζες θα διασφαλίσουν τη συνέχιση αυτών των πρωτοβουλιών μετά τη σταδιακή αποχώρηση του ΤΧΣ.
Παρότι η έκθεση καταρτίστηκε σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα GRI και έλαβε ανεξάρτητη διασφάλιση, η έμφαση στην επικοινωνία των «επιτευγμάτων» του Ταμείου αφήνει την αίσθηση ότι περισσότερο στοχεύει στη διαμόρφωση θετικών εντυπώσεων παρά στην παρουσίαση μιας ειλικρινούς αυτοαξιολόγησης. Με τη συγχώνευση με το Υπερταμείο να πλησιάζει, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν το ΤΧΣ έπρεπε εξ αρχής να είχε δημιουργηθεί και το εάν τα 50 δισ. ευρώ που τελικά δαπανήθηκαν για τη διάσωση των τραπεζών θα μπορούσαν να είναι πολύ λιγότερα.