Η ηθοποιός Λίλη Τσεσμετζόγλου μιλά για την παράσταση «Φλάι» που πρωταγωνιστεί με θέμα τη μοναχικότητα και την περιθωριοποίηση, την αποχή από την τηλεόραση μετά τον «Έρωτα φυγά» και την λεκτική επίθεση που δέχθηκε από τηλεθεάτρια στο παρελθόν.
Νάντια Ρηγάτου
-Μετά από 9 χρόνια αναμετριέστε ξανά με το «Φλάι» κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Faust Bar Theatre. Τι πλάσμα ακριβώς είναι ο χαρακτήρας που υποδύεστε;
Λ.Τ: Στο «Φλάι» υποδύομαι ένα πλάσμα μοναχικό. Η μοναχικότητα αυτή έχει προκύψει από το εκτόπισμα που έχει υποστεί από τον κοινωνικό του περιβάλλον καθώς είναι και αισθάνεται διαφορετικό από τους υπόλοιπους. Αυτή η μη κατανόηση και η περιθωριοποίηση έχει οδηγήσει το πλάσμα αυτό να κατασκευάσει για τον εαυτό του ένα άλλο πλάσμα και μια άλλη παράλληλη πραγματικότητα από εκείνη που ζουν οι γύρω του, με σκοπό να μπορέσει να χωρέσει και να υπάρξει έστω και έτσι, με αυτή τη διαφορετική ταυτότητα και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά, από εκείνα που πραγματικά έχει, δίνοντας έτσι στον εαυτό του το δικαίωμα και την ευκαιρία να ζήσει. Έτσι αποφασίζει να βγάλει φτερά, να τριπλασιάσει τα πόδια του και να πετάξει. Καθώς οι κοινωνικές επιβολές, του τι είναι αποδεκτό ή οριακά αποδεκτό του αποτρέπουν αυθαίρετα το δικαίωμα να είναι όπως στ’ αλήθεια είναι και τον αναγκάζουν να περάσει στην όχθη του μη αποδεκτού κοινωνικά, παίρνοντας έτσι το ρίσκο της περιθωριοποίησης.
-Ποια η ανάγκη, προσωπική και ενδεχομένως και κοινωνική, να παρουσιαστεί και πάλι το θεατρικό έργο της Στέλλας Ζαφειροπούλου στο κοινό;
Λ.Τ: Ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι χαρακτηριστικό όλων των κοινωνιών που μ’ απασχολεί ιδιαίτερα και που πάντα θέλω να υπογραμμίζω, να σχολιάζω με τον τρόπο μου και να εκφράζω την αντίστασή μου ως καλλιτέχνης όσο μου δίνεται η ευκαιρία. Από μόνοι τους οι άνθρωποι δεν έχουν καμία διάθεση να διαχωριστούν μεταξύ τους. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει σοβαρό κοινωνικό και πολιτικό όφελος, καθώς εάν η μάζα ενωθεί και γιγαντωθεί τότε κανένας πολιτικός δεν θα μπορούσε να επιβιώσει στον παραλογισμό του. Η βία και παραλογισμός επικρατεί γιατί τεχνηέντως έχουμε στραφεί ο ένας απέναντι στον άλλον, χάνοντας με αυτό τον τρόπο τα ίχνη του πραγματικού εχθρού. Υπάρχει το συγκλονιστικό πείραμα του ψυχαναλυτή Harry Harlow που αναφέρετε σε μια ομάδα μαϊμούδων που βρίσκονται κλεισμένες σε ένα κλουβί όπου από πάνω τους κρέμονταν μπανάνες. Απόλυτα φυσιολογικά οι μαϊμούδες πηδούσαν για να τις φτάσουν μιας και ξετρελαίνονται για μπανάνες. Κάθε φορά όμως που προσπαθούσαν να τις φτάσουν, νερό από σωλήνες υπό τρομερή πίεση έπεφτε πάνω τους και τις κατάβρεχε. Αυτό κράτησε μέχρις ότου οι μαϊμούδες σταδιακά σταμάτησαν την προσπάθεια τους να φτάσουν τις μπανάνες. Κάποια στιγμή έβγαλαν μια μαϊμού από το κλουβί και την αντικατέστησαν με μια άλλη που δεν ανήκε στο πείραμα. Φυσικά με το που μπήκε θέλησε να πηδήξει για να φτάσει τις μπανάνες. Αυτό που συνέβη όμως ήταν πως οι άλλες την χτυπούσαν για να την αποτρέψουν από κάτι τέτοιο καθώς είχαν την εμπειρία από την βία που είχαν υποστεί προηγουμένως. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που σιγά σιγά αντικαταστάθηκαν όλες οι μαϊμούδες και πλέον μέσα στο κλουβί υπήρχαν μόνο εκείνες που δεν είχαν ποτέ τους υποστεί την βία με το νερό υπό πίεση, παρ’ όλα αυτά χωρίς να ξέρουν το γιατί, σταμάτησαν να πλησιάζουν τις μπανάνες.
Με αυτή τη λογική λοιπόν πόσες από τις επιλογές μας αντιπροσωπεύουν την ουσία του εαυτού μας και πόσες είναι κοινωνικές επιβολές; Πόσες σκέψεις και συμπεριφορές και κριτική μας έχει επιβληθεί από κάτι που ούτε καν γνωρίζουμε. Γιατί να απασχολεί άραγε τόσο πολύ τον κόσμο εάν κάποιος είναι ομοφυλόφιλος, μαύρος, μωαμεθανός ή χριστιανός και να μην τον απασχολεί πώς γίνεται τόσοι πολιτικοί να μην έχουν τιμωρηθεί ποτέ για κανένα έγκλημα σ’ αυτή τη χώρα. Πώς τόσα παιδιά πεινάνε και σκοτώνονται καθημερινά στον πλανήτη μας. Πώς τόσες γυναίκες βιάζονται κακοποιούνται και σκοτώνονται στερούμενες τα αυτονόητα. Αυτά θα έπρεπε να μας απασχολούν καθημερινά.
-Το θέατρο μπορεί να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση: Ν’ αγκαλιάσουμε και ν’αποδεχτούμε το διαφορετικό;
Λ.Τ: Πιστεύω πως η τέχνη γενικότερα είναι η απάντηση σε πολλά ζητήματα. Όσο περισσότερο έρχεται κανείς σε επαφή με οποιαδήποτε μορφή τέχνης, τόσο πιο κοντά στην αλήθεια και την ουσία της ύπαρξής του έρχεται. Σίγουρα δεν σημαίνει πως όποιος εκτιμά τις τέχνες ή είναι ο ίδιος καλλιτέχνης είναι και «καλός άνθρωπος». Είναι αλήθεια, όμως, πως εάν έχει μια σωστή βάση μπορεί να δώσει στον εαυτό του την ευκαιρία να εξελιχθεί περισσότερο η κρίση του, η σκέψη του και η στάση του στη ζωή γενικότερα. Και αυτό γιατί κάθε είδος τέχνης είτε την δημιουργείς είτε την παρατηρείς σε ωθεί να έρθεις σ’ επαφή με τη φύση της δημιουργίας και η δημιουργία εν γένει δεν εμπεριέχει τίποτε άλλο παρά έρωτα, έκσταση και χαρά.
-Σπουδάσατε Αρχιτεκτονική Εσωτερικών Χώρων, ζωγραφική και γλυπτική, σε Αθήνα και Λονδίνο. Πώς αποφασίσατε τελικά να στραφείτε στην υποκριτική;
Λ.Τ: Εκτιμώ, σέβομαι και αγαπώ και τα δυο μέσα έκφρασης. Τον εικαστικό δρόμο και αυτόν της υποκριτικής. Απλώς η υποκριτική για μένα όταν ήμουν ακόμα στο σχολείο φάνταζε σαν ένα μακρινό και άπιαστο όνειρο. Βλέπεις στα σχολεία μας δεν υπάρχει σχεδόν καμία πληροφορία, ενημέρωση ή έστω κάποιο ουσιαστικό ερέθισμα για κάτι τέτοιο, ειδικά όταν ήμουν εγώ παιδί. Στην Πεντέλη που μεγάλωσα (σαν χωριό σχεδόν) έπρεπε να είσαι πολύ τυχερός για να έχεις πρόσβαση σε κάτι τέτοιο. Χωρίς ίντερνετ και ενημέρωση όπως είπα από την δημόσια εκπαίδευση, έπρεπε να έχεις είτε γονείς θεατρόφιλους, είτε φίλους, είτε καθηγητές να σε εμπνεύσουν και να σε καθοδηγήσουν στον χώρο του θεάτρου. Εγώ δεν είχα τίποτα από αυτά, οπότε ο πόθος μου παρέμενε σιωπηλός για αρκετά χρόνια. Ο εικαστικός δρόμος είναι πιο εύκολος καθώς τα εργαλεία και τα μέσα, εάν το θες υπάρχουν παντού γύρω σου για να δημιουργήσεις. Χαρτιά, μολύβια, κόλλες, αντικείμενα που μετατρέπονται σε ό,τι θες εάν έχεις φαντασία. Έτσι λοιπόν τα πρώτα μου βήματα μετά το σχολείο ξεκίνησαν σε αυτά τα υπέροχα μονοπάτια που δεν τα αλλάζω φυσικά με τίποτα, καθώς διαμόρφωσαν την αισθητική και την κουλτούρα μου για ό,τι τελικά ακολούθησε στην πορεία της ζωής μου. Ένας δεύτερος παράγοντας που με απέτρεψε αρχικά να σπουδάσω θέατρο είναι γιατί (και αυτό το συνειδητοποίησα αργότερα), το να κάνεις θέατρο είναι μια πάρα πολύ σοβαρή δουλειά και αυτό εάν δεν το κατανοήσεις βαθιά, πιστεύω πως η ίδια η σκηνή σε πετάει έξω – τουλάχιστον στα δικά μου μάτια. Χρειάζεται η απόλυτη κατανόηση πως γίνεσαι εσύ ο ίδιος το έργο τέχνης μπροστά στα μάτια των θεατών και αυτό για να έχει αξία θέασης χρειάζεται σώμα, λόγο και σκέψη σε μια στοιχειώδη υπόσταση, που φυσικά όσο μεγαλώνει ο ηθοποιός και εξελίσσετε ως άνθρωπος, μεγαλώνει και αυτή η υπόσταση και άρα και η αξία του ως ηθοποιός. Γι’ αυτό και θαυμάζω τους πολύ νέους ηθοποιούς όταν βλέπω στο παίξιμό τους τεράστια ωριμότητα. Εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό στα 18 και στα 20 μου χρόνια.
-Πέρσι σας απολαμβάναμε στον «Έρωτα Φυγά». Φέτος τηλεοπτικά προέκυψε κάτι;
Λ.Τ: Φέτος απέχω από την τηλεόραση και λυπάμαι γι αυτό. Ελπίζω και εύχομαι πως η επόμενη σεζόν θα έχει κάτι όμορφο να μου προσφέρει.
-Ποια τηλεοπτική σας δουλειά σας έφερε μεγαλύτερη αναγνώριση;
Λ.Τ: Έχω υπάρξει η αλήθεια είναι σε πολύ πετυχημένες δουλειές στην τηλεόραση και αισθάνομαι πολύ τυχερή γι αυτό. Εκείνη που ενδεχομένως μου έφερε την μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα ήταν τα Κλεμμένα όνειρα.
-Ποια ήταν η πιο παράξενη αντίδραση τηλεθεατή που σας είδε από κοντά;
Λ.Τ: Ήταν στην πρώτη μου τηλεοπτική συνεργασία, στο «Αν μ’αγαπάς» σε σκηνοθεσία Νίκου Ζαπατίνα, όπου υποδυόμουν ένα πολύ παραβατικό κορίτσι, εξαρτημένο από ουσίες και με τρομερά άστατο και κακό χαρακτήρα. Θυμάμαι περπατούσα στον δρόμο όταν άκουσα μια κυρία να μου φωνάζει και να με βρίζει. Στ’ αλήθεια τρόμαξα πολύ μέχρι να καταλάβω πως μου μιλούσε για τον ρόλο μου στην σειρά. Ήταν η πρώτη στιγμή που κατάλαβα πόση δύναμη έχει η τηλεόραση.
Η παράσταση «Φλάι» παίζεται κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 20:30
FAUST BAR THEATRE ARTS, Καλαμιώτου 11 & Αθηναϊδος 12, Αθήνα