Τις δύσκολες στιγμές που αντιμετώπισε με την οικογένειά της, όταν έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη για να έρθουν στην Ελλάδα, περιέγραψε η Μαίρη Ραζή, την Τετάρτη (15/1), στην εκπομπή της ΕΡΤ, «Στούντιο 4».
«Έκλαιγα συνέχεια και ακόμα και τώρα όταν με ρωτούν για την Κωνσταντινούπολη θέλω να κλαίω. Ήρθα στην Ελλάδα το 1964 και ήμουν 14 ετών. Γεννήθηκα στο Πέρα, στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης. Φύγαμε, γιατί εξόρισαν τον πατέρα μου. Μία νύχτα ήρθε χτυπημένος στο σπίτι και την άλλη ημέρα έφυγε με μία βαλίτσα. Ήταν ανάμεσα στους 50 πρώτους που έφυγαν.
Θέλω να κάνω μια κατάθεση ψυχής για κάτι που δεν το λέω εύκολα. Τότε λοιπόν, εγώ και η αδελφή μου κλαίγαμε και η μητέρα μου, μας είπε “μην κλαίτε, γιατί σας βλέπουν οι Τούρκοι και χαίρονται”. Το θυμάμαι αυτό και το κρατάω έπειτα από τόσα χρόνια. Μάθαμε να είμαστε αξιοπρεπείς. Στα Σεπτεμβριανά ήμουν πολύ μικρή, αλλά βεβαίως και τα θυμάμαι», είπε αρχικά η Μαίρη Ραζή.
«Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα άφησα πίσω τους φίλους, τις αναμνήσεις και τον τρόπο που ζούσα, γιατί ήταν εντελώς διαφορετικός από εδώ. Πληγώθηκα πολύ. Η Ελλάδα δεν ήταν καθόλου φιλόξενη. Μας φώναζαν “τουρκόσπορους” και μετά στο θέατρο οι σκηνοθέτες έλεγαν “μωρή Τουρκάλα”. Δεν ήταν ό,τι καλύτερο…
Εγώ δεν ήθελα καθόλου να φύγω, έκλαιγα συνέχεια και ήθελα να γυρίσω πίσω. Ζήσαμε στην Κυψέλη. Εκεί όπου ζούσα ο τρόπος ζωής ήταν διαφορετικός, δεν μπαίναμε στα ΜΜΜ, ούτε δούλευα», σημείωσε η ηθοποιός.
«
«Στα 18 μου πουλούσα βιβλία και σπούδαζα. Κατάφερα όμως να βγάλω πολλά χρήματα. Έπρεπε να δουλέψω, γιατί ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Τότε όλη η οικογένεια μείναμε μαζί, ήμασταν μεγάλο σόι. Βρήκαμε ένα σπίτι και το νοικιάσαμε. Η συμπεριφορά που δεχτήκαμε, ήταν σαν ήμασταν πρόσφυγες, παρ’ όλο που ήμασταν στην πατρίδα μας», ανέφερε η Μαίρη Ραζή.