Σάββατο, 18 Ιανουαρίου, 2025
More

    31ος Εισαγωγικός Διαγωνισμός ΕΣΔΔΑ 2025 – Ιστορική εξέλιξη της οικονομικής σκέψης (ΟΙΚ)

    31ος Εισαγωγικός Διαγωνισμός ΕΣΔΔΑ 2025 – Ιστορική εξέλιξη της οικονομικής σκέψης (ΟΙΚ)

    Πριν αναλύσουμε παρακάτω τις σχολές οικονομικής σκέψης θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι ο 31ος Εισαγωγικός Διαγωνισμός της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης αναμένεται να προκηρυχθεί πριν από το Πάσχα του 2025 και Α’ Στάδιο μετά το Πάσχα, με το Β’ Στάδιο να διενεργηθεί αρχές Ιουλίου.

    Το καλύτερο νέο, ωστόσο, είναι ότι μέσα στο 2025 θα βγει και η προκήρυξη του 32ου Εισαγωγικού Διαγωνισμού της ΕΣΔΔΑ.


    Ενημερώνουμε ότι οι θέσεις στον 30ο Εισαγωγικό Διαγωνισμό ήταν ογδόντα και οι υποψήφιοι που έδωσαν εξετάσεις ήταν οχτακόσιοι, οπότε ένας στους δέκα έχει δυνατότητα να περάσει στο επόμενο στάδιο και να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα.

    Σήμερα θα ασχοληθούμε την 1η ενότητα του μαθήματος «Μικροοικονομία – Μακροοικονομία – Δημόσια Οικονομική» η οποία περιλαμβάνει την ιστορία των σχολών οικονομικής σκέψης.




    Οι οικονομικές σχολές σκέψης είναι εξαιρετικά σημαντικές για την κατανόηση της οικονομίας και τη διαμόρφωση πολιτικών, καθώς παρέχουν θεωρητικά πλαίσια και μεθόδους ανάλυσης που καθορίζουν πως ερμηνεύουμε την οικονομική συμπεριφορά και τις αγορές. Η σημασία τους μπορεί να αναλυθεί στους εξής τομείς:


    1. Κατανόηση Οικονομικών Φαινομένων

    Κάθε σχολή οικονομικής σκέψης εστιάζει σε διαφορετικές πτυχές της οικονομίας. Η κλασική πολιτική οικονομία ανέδειξε τη σημασία της ελεύθερης αγοράς, ενώ ο μαρξισμός επικεντρώθηκε στην ταξική πάλη και την ανισότητα. Οι θεωρίες αυτές βοηθούν στην ερμηνεία σύνθετων φαινομένων όπως οι οικονομικές κρίσεις και η ανακατανομή του πλούτου.

    1. Καθοδήγηση Πολιτικής

    Οι σχολές οικονομικής σκέψης επηρεάζουν άμεσα τις οικονομικές πολιτικές. Ο Κευνσιανισμός, για παράδειγμα, οδήγησε σε κρατική παρέμβαση για τη διαχείριση της ζήτησης, ειδικά σε περιόδους ύφεσης. Οι νεοκλασικές θεωρίες υποστηρίζουν πολιτικές απελευθέρωσης της αγοράς και περιορισμού του κράτους.

    1. Διαφορετικές Οπτικές για την Οικονομική Ανάπτυξη

    Οι σχολές οικονομικής σκέψης παρέχουν εναλλακτικές οπτικές για την επίτευξη ανάπτυξης και σταθερότητας. Η θεσμική σχολή υπογραμμίζει τη σημασία των θεσμών για την οικονομική πρόοδο, ενώ η κλασική θεωρία τονίζει την παραγωγικότητα και το εμπόριο.


    1. Αντιμετώπιση Οικονομικών Προκλήσεων

    Κατά την αντιμετώπιση νέων οικονομικών προκλήσεων, όπως η παγκοσμιοποίηση και η κλιματική αλλαγή, οι θεωρητικές βάσεις που προσφέρουν οι διάφορες οικονομικές σχολές καθοδηγούν τη χάραξη βιώσιμων λύσεων. Για παράδειγμα, οι περιβαλλοντικές οικονομικές θεωρίες αντλούν στοιχεία από τον Κευνσιανισμό και τον Θεσμισμό.

    1. Εξέλιξη της Οικονομικής Σκέψης

    Η αλληλεπίδραση και η κριτική μεταξύ των οικονομικών σχολών προάγουν την εξέλιξη της επιστήμης. Νέες θεωρίες συχνά χτίζονται πάνω στις προηγούμενες, όπως η νεοκλασική σχολή συνδυαστικά με τον κευνσιανισμό στη σύγχρονη μακροοικονομική.

    Οι παραπάνω σχολές οικονομικής σκέψης παρέχουν θεωρητικά πλαίσια που επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις και τη λειτουργία της οικονομίας.


    Συγκεκριμένα:

    1. Κλασική Πολιτική Οικονομία

    Η κλασική πολιτική οικονομία αναπτύχθηκε τον 18ο και 19ο αιώνα και έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας. Κύριοι εκπρόσωποι της ήταν ο Άνταμ Σμιθ, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της οικονομικής επιστήμης, ο Ντέιβιντ Ρικάρντο και ο Τόμας Μάλθους.

    Οι βασικές αρχές της ήταν α) το αόρατο χέρι της αγοράς: ο Άνταμ Σμιθ υποστήριξε ότι τα άτομα, επιδιώκοντας το προσωπικό τους συμφέρον, συμβάλλουν ακούσια στην ευημερία της κοινωνίας, β) η αξία της εργασίας: η αξία των αγαθών καθορίζεται από την εργασία που απαιτείται για την παραγωγή τους και γ) ο περιορισμένος ρόλος του κράτους: η κρατική παρέμβαση πρέπει να περιορίζεται στην προστασία της ιδιοκτησίας, την εθνική άμυνα και τη διασφάλιση της δικαιοσύνης.

    Η κλασική πολιτική οικονομία έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην αυτορρύθμιση των αγορών και την ελευθερία του εμπορίου, υποστηρίζοντας ότι η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να προκύψει μέσω του ανταγωνισμού.

    Ο Άνταμ Σμιθ εισήγαγε τη θεμελιώδη έννοια του καταμερισμού της εργασίας στο περίφημα παράδειγμά του με τη βιομηχανία κατασκευής καρφιών. Υποστήριξε ότι ο εξειδικευμένος καταμερισμός της εργασίας αυξάνει σημαντικά την παραγωγικότητα, ενώ το κέρδος από αυτή την αύξηση διαχέεται στην κοινωνία.

    Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, από την άλλη πλευρά, ανέπτυξε τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος, η οποία εξηγεί γιατί οι χώρες επωφελούνται από το διεθνές εμπόριο ακόμη και αν μια χώρα είναι πιο αποτελεσματική στην παραγωγή όλων των αγαθών. Ο Ρικάρντο τόνισε τη σημασία της ειδίκευσης και του εμπορίου βασισμένου στις σχετικές διαφορές παραγωγικότητας.

    Ο Τόμας Μάλθους εισήγαγε τη θεωρία του πληθυσμού, υποστηρίζοντας ότι η αύξηση του πληθυσμού θα υπερβεί την αύξηση των διαθέσιμων πόρων, οδηγώντας σε φτώχεια αν δεν υπάρξουν περιορισμοί.

    Συνολικά, η κλαδική πολιτική οικονομία προσέφερε ένα συνεκτικό πλαίσιο που αναδεικνύει τον ρόλο της αγοράς, της εργασίας και της παραγωγικότητας στην οικονομική ανάπτυξη. Παρότι αργότερα αντικαταστάθηκε από πιο σύγχρονες θεωρίες, οι βασικές αρχές της παραμένουν θεμελιώδεις για την κατανόηση της οικονομικής συμπεριφοράς.

    1. Μαρξισμός

    Ο Μαρξισμός αποτελεί κριτική της καπιταλιστικής οικονομίας που αναπτύχθηκε από τον Καρλ Μαρξ και τον Φρίντριχ Ένγκελς, εστιάζοντας στις σχέσεις παραγωγής, την εκμετάλλευση της εργασίας και την ταξική πάλη.

    Μία από τις πιο εμβληματικές συγκυρίες όπου οι ιδέες του μαρξισμού βρήκαν άμεση εφαρμογή ήταν η Ρωσική Επανάσταση του 1917. Η επανάσταση οδήγησε στην κατάρρευση της τσαρικής αυτοκρατορίας και την εγκαθίδρυση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο υπό την ηγεσία του Βλαντιμίρ Λένιν και του Μπολσεβίκικου Κόμματος.

    Η Ρωσία στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν μια οικονομικά υποανάπτυκτη χώρα με μεγάλη φτώχεια και ανισότητες. Οι συνθήκες εργασίες στις βιομηχανικές πόλεις ήταν άθλιες, ενώ οι αγρότες υπέφεραν υπό το βάρος ενός φεουδαρχικού συστήματος. Η ανεπαρκής διακυβέρνηση του Τσάρου Νικόλαου Β’ και οι καταστροφικές συνέπειες του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου επιδείνωσαν την κοινωνική δυσαρέσκεια.

    Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 βασίστηκε στις αρχές που ανέπτυξε ο Καρλ Μαρξ σχετικά με την ταξική πάλη και την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Ο Λένιν, εμπνευσμένος από τον Μαρξισμό, προσάρμοσε τις ιδέες στην ιδιαίτερη κατάσταση της Ρωσίας. Οι βασικές εφαρμογές περιλάμβαναν α) κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής (οι βιομηχανίες και η γη πέρασαν υπό κρατικό έλεγχο) β) δικτατορία του προλεταριάτου (η νέα κυβέρνηση διακήρυξε ότι το κράτος θα υπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης), γ) σχεδιασμένη οικονομία (αντί για μια οικονομία βασισμένη στην αγορά, η παραγωγή και διανομή αγαθών σχεδιάζονταν κεντρικά). Στο τέλος, η Σοβιετική Ένωση έγινε το πρώτο κράτος που εφάρμοσε τις αρχές του μαρξισμού – λενινισμού. Αν και το καθεστώς υιοθέτησε έναν αυταρχικό χαρακτήρα, η επιτυχία της επανάστασης ενέπνευσε επαναστατικά κινήματα παγκοσμίως. Ωστόσο ο μαρξιστικός σοσιαλισμός προκάλεσε έντονες διαμάχες σχετικά με την αποτελεσματικότητα του κεντρικού σχεδιασμού και τη φύση της πολιτικής ελευθερίας.

    Οι βασικές αρχές του ήταν α) ο ιστορικός υλισμός: η οικονομική βάση μιας κοινωνίας καθορίζει την κοινωνική δομή και τις πολιτικές διαδικασίες β) η ταξική πάλη: η σύγκρουση μεταξύ των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής (καπιταλιστών) και των εργατών είναι η κινητήρια δύναμη της κοινωνικής αλλαγής β) η θεωρία της υπεραξίας: οι εργάτες παράγουν περισσότερη αξία από αυτήν που λαμβάνουν ως μισθό, η διαφορά αυτή, ως υπεραξία, καταλήγει στους εργοδότες, δημιουργώντας εκμετάλλευση, γ) η κατάρρευση του καπιταλισμού: οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος θα οδηγήσουν στην πτώση του και στη δημιουργία μιας αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας και δ) η αλλοτρίωση της εργασίας: στο καπιταλιστικό σύστημα, οι εργαζόμενοι αποξενώνονται από τα προϊόντα της εργασίας τους, τη διαδικασία παραγωγής, τους συναδέλφους και την ανθρώπινη φύση τους.

    Ο Μαρξ θεωρεί ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που βασίζεται σε αντιφάσεις. Η συσσώρευση κεφαλαίου και ο ανταγωνισμός οδηγούν σε περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής. Παράλληλα, η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας σε λίγα χρόνια προκαλεί αυξανόμενη φτώχεια και ανισότητα για την εργατική τάξη.

    Ο Μαρξισμός προβλέπει την ανατροπή του καπιταλισμού μέσω της επανάστασης της εργατικής τάξης και την εγκαθίδρυση μιας αταξικής, κομμουνιστικής κοινωνίας όπου τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε όλους.

    Άσκησε τεράστια επιρροή στις κοινωνικές επιστήμες, την πολιτική θεωρία και τις επαναστάσεις του 20ου αιώνα. Παρά την κριτική, που έχει δεχτεί για την αδυναμία πρόβλεψης της αντοχής του καπιταλισμού, οι ιδέες του συνεχίζουν να εμπνέουν την ανάλυση της ανισότητας και της οικονομικής εκμετάλλευσης.

    Εν γένει, ο Μαρξισμός εισάγει μια συστημική ανάλυση που παραμένει επίκαιρη στη μελέτη των κοινωνικών ανισοτήτων και των οικονομικών ανισορροπιών, συμβάλλοντας στην κατανόηση των θεμελιωδών αντιφάσεων της αγοράς.

    1. Νεοκλασικισμός

    Η νεοκλασική σχολή είναι εκείνη η σχολή οικονομικής σκέψης που επικεντρώνεται στις αποφάσεις των ατόμων και των επιχειρήσεων, εστιάζοντας στην οριακή ανάλυση και τη θεωρία της προσφοράς και της ζήτησης.

    Κύριοι εκπρόσωποι του ήταν ο Λέον Βάλρας, ο Άλφρεντ Μάρσαλ και ο Βίλφρεντο Παρέτο.

    Οι βασικές αρχές του ήταν α) η έννοια της οριακής χρησιμότητας: η οποία εξηγεί πως η αξία ενός αγαθού καθορίζεται από την υποκειμενική ωφέλεια της τελευταίας μονάδας του αγαθού που καταναλώνεται, β) η ισορροπία προσφοράς και ζήτησης: οι τιμές καθορίζονται από την αλληλεπίδραση της προφοράς και της ζήτησης στην αγορά και γ) ο ανταγωνισμός: ο τέλειος ανταγωνισμός θεωρείται ο βέλτιστος μηχανισμό κατανομής πόρων.

    Μία χαρακτηριστική συγκυρία όπου οι αρχές της νεοκλασικής σχολής βρήκαν ευρεία εφαρμογή ήταν η περίοδος των δεκαετιών 1970 και 1980, όταν οι οικονομίες των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων ανεπτυγμένων χωρών αντιμετώπισαν προβλήματα στασιμοπληθωρισμού και χαμηλής ανάπτυξης. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν υπό την ηγεσία του Ρόναλντ Ρίγκαν στις ΗΠΑ και της Μάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο ενσωμάτωσαν τη νεοκλασική οικονομική σκέψη, επηρεασμένη από τη σχολή του Σικάγου και θεωρητικούς όπως ο Μίλτον Φρίντμαν.

    Στη μεταπολεμική περίοδο, οι περισσότερες οικονομίες βασίζονταν στις αρχές του κευνσιανισμό με ενεργό ρόλο του κράτους στη ρύμιση της ζήτησης. Όμως, κατά τη δεκαετία του 1970, η παγκόσμια οικονομία βίωσε πετρελαϊκές κρίσεις και έντονο πληθωρισμό σε συνδυασμό με υψηλή ανεργία – μια κατάσταση που αμφισβήτησε την αποτελεσματικότητα της κευνσιανής πολιτικής.

    Οι νεοκλασικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν είχαν ως βάση την πίστη στην αυτορρυθμιζόμενη αγορά και τον περιορισμένο της κρατικής παρέμβασης. Οι βασικές πτυχές περιλάμβαναν α) φιλελευθεροποίηση των αγορών: απελευθέρωση των τιμών και του εμπορίου για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, β) ιδιωτικοποιήσεις: μεταφορά δημόσιων επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα, γ) μείωση της φορολογίας: κίνητρα για επενδύσεις και ανάπτυξη δ) περιορισμός του πληθωρισμού μέσω νομισματικής πολιτικής: έλεγχος της προσφοράς χρήματος αντί για δημοσιονομικά μέτρα.

    Η εφαρμογή αυτών των πολιτικών μείωσε τον πληθωρισμό και προώθησε την οικονομική ανάπτυξη, ιδίως στις ΗΠΑ> Ωστόσο, η στροφή αυτή οδήγησε σε αυξανόμενες ανισότητες εισοδήματος και σε αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους. Παρόλα αυτά, η νεοκλασική σκέψη επηρέασε καθοριστικά τη σύγχρονη οικονομική θεωρία και πολιτική πρακτική, κυριαρχώντας στη διεθνή οικονομική ατζέντα μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα.

    1. Θεσμική σχολή

    Μια χαρακτηριστική ιστορική συγκυρία όπου οι αρχές της θεσμικής σχολής της οικονομικής σκέψης βρήκαν εφαρμογή ήταν η περίοδος της Προοδευτικής Εποχής στις ΗΠΑ. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, εμπνευσμένες σε μεγάλο βαθμό από τις ιδέες του Θορστάιν Βέμπλεν, του Τζον Κόμενς και άλλων θεσμικών οικονομολόγων, που υποστήριζαν ότι οι θεσμοί και οι πολιτισμικές αξίες διαμορφώνουν την οικονομική συμπεριφορά.

    Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη, συγκέντρωση πλούτου σε μεγάλα μονοπώλια και καρτέλ, καθώς και επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών. Οι οικονομικές ανισότητες και η απουσία ρυθμιστικών μηχανισμών προκάλεσαν κοινωνικές εντάσεις και κριτική από μεταρρυθμιστές που αναζητούσαν πιο δικαίους κανόνες στην αγορά.

    Οι θεσμικοί οικονομολόγοι υποστήριζαν ότι οι οικονομίες δεν λειτουργούν απομονωμένα από τους θεσμούς (νόμους, έθιμα, κοινωνικούς κανόνες) που τις περιβάλλουν. Αυτό οδήγησε σε μεταρρυθμίσεις όπως α) η δημιουργία ρυθμιστικών αρχών για τον έλεγχο των μονοπωλίων και των καταχρηστικών πρακτικών β) η εργασιακή νομοθεσία με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και τη μείωση της παιδικής εργασίας, γ) η εισαγωγή του συστήματος της προοδευτικής φορολογίας, με στόχο την αναδιανομή του πλούτου και τη μείωση των ανισοτήτων.

    Οι βασικές αρχές της ήταν α) οι θεσμοί ως κεντρική μεταβλητή: οι θεσμοί και οι κοινωνικοί κανόνες διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των ατόμων και τη λειτουργία της οικονομίας, β) ανάλυση της εξέλιξης: η οικονομική αλλαγή είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης των θεσμών και γ) κριτική στην ατομικιστική προσέγγιση: η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν καθορίζεται από την ατομική ωφέλεια αλλά και από κοινωνικούς και ηθικούς παράγοντες.

    1. Κευνσιανισμός

    Ο Κευνσιανισμός αναπτύχθηκε ως απάντηση στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930.

    Κύριος εκπρόσωπός της ήταν ο Τζον Μέιναρντ Κέυνς.

    Οι βασικές αρχές του ήταν α) αποτελεσματική ζήτηση: ο Κέυνς υποστήριξε ότι η συνολική ζήτηση καθορίζει το επίπεδο παραγωγής και απασχόλησης σε μια οικονομία, β) παρεμβατικός ρόλος του κράτους: σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής (αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες ή μειώνοντας τους φόρους) για να ενισχύσει τη ζήτηση και να μετριάζει τις υφέσεις και τις κρίσεις, γ) ρευστότητα και επενδύσεις: οι αγορές δεν αυτορυθμίζονται πάντα αποτελεσματικά και οι επενδύσεις εξαρτώνται από τις προσδοκίες των επιχειρήσεων που είναι συχνά ασταθείς.

    Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις εφαρμογής των αρχών του Κευνσιανισμού ήταν η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Αυτή η περίοδος παγκόσμιας οικονομικής κρίσης επηρέασε βαθιά τις Ηνωμένες Πολιτείες και πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οδηγώντας σε μαζική ανεργία, κατάρρευση τραπεζών και γενικευμένη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας.

    Ο Κέυνς στο έργο του «Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος» (1936), υποστήριξε ότι η παραδοσιακή οικονομική σκέψη, η οποία βασιζόταν στις αυτορρυθμιζόμενες αγορές, δεν μπορούσε να εξηγήσει ή να αντιμετωπίσει την ύφεση. Πρότεινε ότι η ανεργία δεν ήταν προσωρινή ανωμαλία αλλά αποτέλεσμα ανεπαρκούς συνολικής ζήτησης.

    Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ εφάρμοσε το New Deal, ένα σύνολο οικονομικών πολιτικών που περιλάμβανε μαζικές δημόσιες δαπάνες για έργα υποδομής, στήριξη της απασχόλησης και παρεμβάσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτές οι πολιτικές είχαν ως στόχο την τόνωση της ζήτησης, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη διάθεση περισσότερου χρήματος στην οικονομία.

    Συνολικά, οι κευνσιανές πολιτικές, αν και δεν έλυσαν αμέσως την κρίση, συνέβαλαν στην οικονομική ανάκαμψη και έθεσαν τις βάσεις για ένα νέο ρόλο του κράτους στην οικονομική διαχείριση. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η αύξηση των δημοσίων δαπανών για στρατιωτικούς σκοπούς επιβεβαίωσε τη δύναμη της δημοσιονομικής επέκτασης, εδραιώνοντας τον κευνσιανισμό ως κυρίαρχη θεωρία για την οικονομική ποιητική τις επόμενες δεκαετίες.

    Αυτές οι σχολές οικονομικής σκέψης έχουν συμβάλλει στη διαμόρφωση της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας, επηρεάζοντας την κατανόησή μας για την οικονομία και την άσκηση οικονομικής πολιτικής.

    Πηγή

    Newsroom
    Newsroomhttp://refreshnews.gr/
    Ενημέρωση | Ψυχαγωγία |Στείλε μας το άρθρο σου στο info@refreshnews.gr
    Ακολουθήστε μας στο Google News για να μαθαίνεις όλες τις ειδήσεις απο Ελλάδα και όλο τον Κόσμο
    spot_img

    ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ