Διαγωνισμός ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2025 – Μελέτη διατάξεων 147-164 ΚΔΥ (υπηρεσιακές μεταβολές)
Σήμερα, προχωράμε στις διατάξεις των άρθρων 147-158 που αφορούν κατανομή – μετακίνηση – μετάθεση – απόσπαση – μετάταξη – ένταξη δικαστικού υπαλλήλου καθώς και των άρθρων 159-164 που περιγράφουν τη διαδικασία, τους λόγους και τις συνέπειες θέσης των δικαστικών υπαλλήλων σε διαθεσιμότητα και αργία.
Πριν προχωρήσουμε να πούμε λίγο για κάποιες έννοιες αναφορικά με τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών υπαλλήλων οι οποίες θα σας απασχολήσουν:
- Κατανομή: αναφέρεται στην διαδικασία έκδοσης απόφασης του διευθύνοντος το δικαστήριο σχετικά με το που και πως θα κατανεμηθεί ένας δικαστικός υπάλληλος μετά τον διορισμό του και την τοποθέτησή του σε θέση οργανικής μονάδας της οικείας υπηρεσίας δηλαδή με απλά λόγια ποια θέση θα καλύψει μέσα στη γραμματεία του δικαστηρίου
- Μετακίνηση: αναφέρεται στην αλλαγή της οργανικής θέσης του δικαστικού υπαλλήλου από τη μία οργανική μονάδα σε άλλη του ίδιου δικαστηρίου της ίδιας περιφερειακής ενότητας με απόφαση του διευθύνοντος δηλαδή με απλά λόγια μπορεί να μετακινηθεί σε άλλο τμήμα ή διεύθυνση της ίδιας γενικής διεύθυνσης
- Μετάθεση: αναφέρεται στην αλλαγή της οργανικής θέσης του δικαστικού υπαλλήλου από τη μία οργανική μονάδα σε άλλη άλλου δικαστηρίου και άλλης περιφερειακής ενότητας με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, εφόσον υπάρχει κενή θέση για λόγους α) υγείας, β) συνυπηρέτησης γ) σπουδές δ) αμοιβαία μετάθεση και ε) άλλους σπουδαίους λόγους δηλαδή με απλά λόγια ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να καλύψει κενή θέση στο Πρωτοδικείο Πατρών, αν υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Αθηνών
- Απόσπαση: αναφέρεται στην πρόσκαιρη τοποθέτηση του υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία, με σκοπό να ασκεί καθήκοντα εκεί προσωρινά, χωρίς να διακοπεί ο υπηρεσιακός δεσμός που τον συνδέει με την οργανική του θέση
- Μετάταξη: αναφέρεται στην μετακίνηση του δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση άλλου κλάδου (πχ από ΠΕ Γραμματέων σε ΠΕ Πληροφορικής) ή σε άλλο τομέα (τομείς: 1. Συμβούλιο της Επικρατείας, 2. Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων και Εισαγγελιών), 3. Ελεγκτικού Συνεδρίου, 4. Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων), βασικά ο δικαστικός υπάλληλος απολύεται ουσιαστικά από την προηγούμενη του θέση και διορίζεται στη νέα θέση με μία απόφαση
- Ένταξη: ο όρος αυτός αφορά στη βαθμολογική προώθηση
- Αργία: αναφέρεται στην προσωρινή παύση ή απομάκρυνση από τα καθήκοντα ενός δικαστικού υπαλλήλου χωρίς να λύεται η υπαλληλική σχέση, προϋποθέτει υπαιτιότητα του υπαλλήλου, δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή και λαμβάνεται συνήθως πριν την εκκίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας ή μετά την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης ή και μετά την έκδοση πειθαρχικής απόφασης, τέλος διακρίνεται σε αυτοδίκαιη (ο δικαστικός υπάλληλος τελεί σε προσωρινή κράτηση ή εκτίει ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης ή του επιβλήθηκε η παρεπόμενη ποινή της οριστικής παύσης από δικαστήριο ή του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης από πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο) και δυνητική αργία (αποτελεί διοικητικό μέτρο, υφίσταται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης να θέσει ένα δικαστικό υπάλληλο σε αργία)
- Διαθεσιμότητα: δημιουργείται συνεπεία γεγονότων για τα οποία ο υπάλληλος δεν έχει υπαιτιότητα, όπως η ασθένεια, είναι ένα διοικητικό μέτρο κατά το οποίο ο δικαστικός υπάλληλος διατηρεί την δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα και την οργανική του θέση, ωστόσο, για ορισμένο χρονικό διάστημα, τίθεται υπηρεσίας λαμβάνοντας μέρος των αποδοχών του
Κατόπιν, πάμε να γνωρίσουμε τις διατάξεις της σημερινής ύλης μας:
Άρθρο 147 (κατανομή)
1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι, μετά τον διορισμό και την τοποθέτησή τους κατά το άρθρο 12, κατανέμονται περαιτέρω σε θέση οργανικής μονάδας της οικείας υπηρεσίας με απόφαση του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Για την απόφαση της κατανομής λαμβάνεται υποχρεωτικά η γνώμη του προϊσταμένου της γραμματείας ή του Γενικού Συντονιστή Διοικητικής Υποστήριξης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση.
2. Αν οι υπάλληλοι μπορούν να κατανεμηθούν σε περισσότερες θέσεις της οικείας οργανικής μονάδας που βρίσκονται σε διαφορετικές περιφερειακές ενότητες, για την κατανομή απαιτείται απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, συνεκτιμωμένης αίτησης προτίμησής τους. Έως ότου εκδοθεί η απόφαση αυτή, οι δικαστικοί υπάλληλοι κατανέμονται προσωρινά με πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ύστερα από εισήγηση του προϊσταμένου της γραμματείας ή του οικείου προϊσταμένου.
3. Απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου δεν απαιτείται, εάν από τη διαδικασία πρόσληψης προκύπτουν η θέση και η οργανική μονάδα στην οποία πρόκειται να προσληφθεί ο υπάλληλος.
Άρθρο 148 (μετακίνηση)
1. Μετακίνηση δικαστικού υπαλλήλου από μία οργανική μονάδα σε άλλη του ιδίου δικαστηρίου, η οποία βρίσκεται εντός της ίδιας περιφερειακής ενότητας, πραγματοποιείται με απόφαση του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή του οικείου Γενικού Επιτρόπου, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του προϊσταμένου της γραμματείας.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται να μετακινηθεί πριν συμπληρώσει δύο (2) έτη στην οργανική μονάδα στην οποία υπηρετεί. Η μετακίνηση είναι υποχρεωτική, όταν ο δικαστικός υπάλληλος συμπληρώσει έξι (6) έτη στην ίδια οργανική μονάδα.
3. Αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να μετακινηθεί και πριν από τη συμπλήρωση διετίας, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση.
4. Κατ’ εξαίρεση, με αιτιολογημένη απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να παραμείνει έως έξι (6) ακόμα έτη στην ίδια οργανική μονάδα και μετά τη συμπλήρωση εξαετίας, εφόσον είτε λόγω του κλάδου στον οποίο ανήκει είτε λόγω των εξειδικευμένων γνώσεων ή της εμπειρίας του επιτακτικοί υπηρεσιακοί λόγοι επιβάλλουν την παραμονή του στην οργανική αυτή μονάδα.
5. Μετακίνηση προϊσταμένων σε αντίστοιχης βαθμίδας οργανική μονάδα επιτρέπεται, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρο 149 (λόγοι και διαδικασία μεταθέσεων)
1. Μετάθεση επιτρέπεται μετά από αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου, μόνον όταν υπάρχει κενή θέση: α) για λόγους υγείας, β) για συνυπηρέτηση, γ) για λόγους σπουδών, δ) για αμοιβαία μετάθεση και ε) για άλλους σπουδαίους λόγους.
2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται μετάθεση χωρίς σχετική αίτηση, αν έχουν δημιουργηθεί από μέρους του δικαστικού υπαλλήλου συνθήκες οι οποίες προκαλούν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία της υπηρεσίας ή καθιστούν δυσχερή την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτήν απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μετάθεση.
3. Η μετάθεση διενεργείται με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Κατά τους μήνες Απρίλιο και Νοέμβριο κάθε έτους αποστέλλονται από την αρμόδια υπηρεσία στα οικεία υπηρεσιακά συμβούλια τα ερωτήματα περί μεταθέσεων. Με βάση τα ερωτήματα αυτά, τα υπηρεσιακά συμβούλια επιλαμβάνονται, έως τις 31 Μαΐου και έως τις 31 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.
4. Τα ερωτήματα περί μεταθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 150 και 153 αποστέλλονται οποτεδήποτε. Η πράξη μετάθεσης εκδίδεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την περιέλευση της απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αποστέλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την έκδοσή της και επιδίδεται με επιμέλεια του Προϊσταμένου της Γραμματείας ή της υπηρεσίας χωρίς καθυστέρηση στον υπάλληλο.
5. Ειδικά για τις μεταθέσεις των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της υπηρεσίας του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο απαιτείται και γνώμη του Προέδρου ή του Γενικού Επιτρόπου, κατά περίπτωση.
6. Με το έγγραφο με το οποίο ανακοινώνεται στον δικαστικό υπάλληλο η μετάθεσή του τάσσεται σε αυτόν, ανάλογα με την απόσταση και τα διαθέσιμα μέσα συγκοινωνίας, η αναγκαία για τη μετάβαση στη νέα του θέση προθεσμία. Η προθεσμία αυτή κυμαίνεται από δεκαπέντε (15) ημέρες έως έναν (1) μήνα.
7. Οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν μετατίθενται πριν συμπληρώσουν διετία στην υπηρεσία που τοποθετήθηκαν κατά τον διορισμό τους.
8. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 3, μετάθεση, πριν από την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, είτε σε περίπτωση αμοιβαίας μετάθεσης υπαλλήλων είτε για σοβαρούς λόγους υπηρεσιακούς ή προσωπικούς ή υγείας.
Άρθρο 150 (μετάθεση για λόγους υγείας)
1. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για λόγους υγείας διενεργείται, αν ο ίδιος ή προστατευόμενο μέλος της οικογένειάς του πάσχει από νόσημα για την αντιμετώπιση του οποίου δεν υπάρχει κατάλληλο νοσηλευτικό ίδρυμα στον τόπο στον οποίο υπηρετεί, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την οποία, για λόγους υγείας, επιβάλλεται να υπηρετήσει σε άλλο τόπο. Με την αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου συνυποβάλλονται τα αναγκαία δικαιολογητικά. Ειδικά ως προς την ύπαρξη κατάλληλου νοσηλευτικού ιδρύματος, υποβάλλονται τα εξής δικαιολογητικά: α. Γνωμάτευση νοσοκομείου του Ε.Σ.Υ. ή νοσοκομείου ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος ή άλλου νοσηλευτικού ιδρύματος που εποπτεύεται από τον αρμόδιο Υπουργό ή τον διοικητή της οικείας υγειονομικής περιφέρειας για το είδος της νόσου, β. βεβαίωση της εποπτεύουσας υγειονομικής αρχής του τόπου όπου υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος ότι δεν υπάρχει κατάλληλο νοσηλευτικό ίδρυμα για την αντιμετώπιση της νόσου και γ. βεβαίωση νοσοκομείου ή κλινικής του τόπου όπου ζητεί να μετατεθεί ο υπάλληλος ότι διαθέτει κατάλληλη υποδομή προς αντιμετώπιση του νοσήματος.
2. Η μετάθεση για λόγους υγείας διενεργείται σε κενή οργανική θέση, στον τόπο στον οποίο ζήτησε να μετατεθεί ο δικαστικός υπάλληλος. Αν δεν υπάρχει κενή οργανική θέση στον τόπο αυτόν, η μετάθεση γίνεται στον πλησιέστερο τόπο, στον οποίο υπάρχει κενή οργανική θέση σε αντίστοιχη υπηρεσία, εφόσον συντρέχουν οι αναγκαίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας προϋποθέσεις. Αν δεν υπάρχει κενή θέση σε τόπο στον οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο δικαστικός υπάλληλος μετατίθεται ως υπεράριθμος στον τόπο στον οποίο ζήτησε να μετατεθεί, και καταλαμβάνει αυτοδικαίως την πρώτη θέση που θα κενωθεί.
3. Ως προστατευόμενα μέλη του δικαστικού υπαλλήλου, για την εφαρμογή των παρ. 1 και 2, θεωρούνται: α) ο ή η σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης, β) τα άγαμα τέκνα που δεν έχουν συμπληρώσει το εικοστό (20ό) έτος της ηλικίας τους ή το εικοστό πέμπτο (25ο) έτος, εφόσον φοιτούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ή ανεξαρτήτως ηλικίας, εφόσον έχουν ποσοστό αναπηρίας πάνω από 67%, γ) οι γονείς και των δύο συζύγων η μερών συμφώνου συμβίωσης, εφόσον έχουν συμπληρώσει το εβδομηκοστό (70ό) έτος της ηλικίας τους, ή ανεξάρτητα από ηλικία, αν ο ένας έχει ποσοστό αναπηρίας πάνω από 67%. Οι γονείς θεωρούνται προστατευόμενα μέλη εφόσον κατοικούν στον ίδιο τόπο με τον δικαστικό υπάλληλο.
4. Ως ημερομηνία συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας που προβλέπονται στην παρ. 3 θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο διενεργείται η μετάθεση, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας γέννησης.
5. Η μετάθεση για λόγους υγείας πραγματοποιείται μέσα σε ένα (1) μήνα από την περιέλευση στην υπηρεσία των πιστοποιητικών της παρ. 1.
Άρθρο 151 (μετάθεση για συνυπηρέτηση)
1. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για συνυπηρέτηση διενεργείται στις εξής περιπτώσεις:
α) αν ο ή η σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης υπηρετεί ή εργάζεται, με οποιαδήποτε σχέση, στο Δημόσιο ή σε φορέα της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4440/2016 (Α’ 224) ή είναι άμισθος δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός, β) αν ο ή η σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης είναι επαγγελματίας ή εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα επί δύο (2) τουλάχιστον έτη στον τόπο στον οποίο ο υπάλληλος ζητά να μετατεθεί.
2. Η συνδρομή των προϋποθέσεων της περ. α) της παρ. 1 αποδεικνύεται με βεβαίωση της υπηρεσίας ή του φορέα του δημόσιου τομέα. Η συνδρομή των προϋποθέσεων της περ. β) της παρ. 1 αποδεικνύεται με βεβαίωση του οικείου επαγγελματικού συλλόγου ή επιμελητηρίου ή με βεβαίωση άσκησης επιχείρησης από την αρμόδια φορολογική αρχή, αν πρόκειται για επαγγελματία, και με βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα ή βεβαίωση του εργοδότη, αν πρόκειται για εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα.
3. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για συνυπηρέτηση επιτρέπεται μόνο μέσα στην ελληνική επικράτεια. Η μετάθεση διενεργείται σε γραμματεία δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή σε υπηρεσία που λειτουργεί στον δήμο στον οποίο υπηρετεί ή εργάζεται ο ή η σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης. Αν δεν υπάρχει δικαστική υπηρεσία ή αν δεν υπάρχει κενή θέση στον ίδιο δήμο, ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να μετατεθεί στην πλησιέστερη προς τον δήμο αυτό γραμματεία ή υπηρεσία.
4. Με την επιφύλαξη της παρ. 6 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (Α’ 62), οι μεταθέσεις για συνυπηρέτηση διενεργούνται, εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση ή προβλέπεται ότι θα κενωθεί οργανική θέση, έως τις 31 Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η μετάθεση πραγματοποιείται μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης ή από την ημερομηνία κατά την οποία θα κενωθεί η θέση.
5. Νέα μετάθεση για συνυπηρέτηση δεν επιτρέπεται πριν παρέλθει τριετία από την προηγούμενη, εκτός αν ζητείται μετάθεση σε παραμεθόρια περιοχή.
6. Η μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου, ύστερα από αίτησή του, σε παραμεθόρια περιοχή με σκοπό τη συνυπηρέτηση συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης είναι υποχρεωτική.
Άρθρο 152 (μετάθεση για λόγους σπουδών)
1. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για λόγους σπουδών διενεργείται αν ο ίδιος ή μέλος της οικογένειάς του που δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο (25ο) έτος της ηλικίας του σπουδάζει σε σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για την απόκτηση πρώτου πτυχίου.
2. Μετάθεση για λόγους σπουδών διενεργείται σε κενή οργανική θέση.
3. Δικαστικός υπάλληλος που μετατίθεται σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 δεν επιτρέπεται να υποβάλει νέα αίτηση μετάθεσης για οποιονδήποτε λόγο, πριν παρέλθει τριετία, εκτός αν πρόκειται για μετάθεση για λόγους υγείας.
Άρθρο 153 (αμοιβαία μετάθεση)
1. Αμοιβαία μετάθεση διενεργείται μεταξύ δικαστικών υπαλλήλων κατά την παρ. 4 του άρθρου 20. Η αμοιβαία μετάθεση δεν επιτρέπεται κατά την τελευταία τριετία πριν από την αυτοδίκαιη αποχώρησή τους από την υπηρεσία, σύμφωνα με το άρθρο 219.
2. Δικαστικός υπάλληλος που μετατίθεται σύμφωνα με την παρ. 1, δεν επιτρέπεται να υποβάλει νέα αίτηση μετάθεσης, για οποιονδήποτε λόγο, πριν παρέλθει τριετία, εκτός αν πρόκειται για μετάθεση για λόγους υγείας.
Άρθρο 154 (μετάθεση για σπουδαίο λόγο)
Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για σπουδαίο λόγο διενεργείται μόνο εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση. Σπουδαίος λόγος θεωρείται και η κατάργηση της οργανικής θέσης του υπαλλήλου, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 21.
Άρθρο 155 (προτεραιότητα μεταθέσεων)
1. Οι μεταθέσεις με αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου διενεργούνται υποχρεωτικώς πριν από τις μεταθέσεις για λόγους υπηρεσιακούς, που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 149, και κατά τη σειρά που αναγράφονται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, με εξαίρεση τις μεταθέσεις της περ. δ), οι οποίες μπορούν να γίνονται οποτεδήποτε.
2. Αν έχουν υποβληθεί περισσότερες αιτήσεις για μετάθεση, κατ’ εφαρμογή των περ. β), γ) και ε) της παρ. 1 του άρθρου 149, για την επιλογή μεταξύ των αιτήσεων καθεμιάς από τις περιπτώσεις αυτές, το υπηρεσιακό συμβούλιο εκτιμά ιδίως την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων που υπέβαλαν αίτηση, τις οικονομικές συνθήκες διαβίωσής τους, την ηλικία, τον χρόνο υπηρεσίας στον τόπο στον οποίο υπηρετούν και τον συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους.
Άρθρο 156 (απόσπαση)
1. Η απόσπαση, δηλαδή η απομάκρυνση μόνιμου υπαλλήλου για ορισμένο χρονικό διάστημα από την υπηρεσία στην οποία ανήκει η οργανική θέση που κατέχει και η ανάθεση σε αυτόν καθηκόντων στη γραμματεία άλλου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή σε υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και σε υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου άλλης περιφερειακής ενότητας ή στη Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή στις ομάδες διοίκησης έργου πληροφοριακών συστημάτων των δικαστηρίων, διενεργείται για την κάλυψη εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών προσωρινού χαρακτήρα και αφορά στην άσκηση καθηκόντων κλάδου για τον οποίο ο υπάλληλος διαθέτει τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Απόσπαση για σοβαρούς προσωπικούς λόγους είναι δυνατή κατ’ εξαίρεση και εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν.
2. Η απόσπαση διενεργείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος. Αν η γραμματεία ή η υπηρεσία, στην οποία πρόκειται να αποσπασθεί ο δικαστικός υπάλληλος, υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου υπηρεσιακού συμβουλίου απαιτείται σύμφωνη γνώμη και του συμβουλίου αυτού.
3. Εφόσον υφίσταται σοβαρή υπηρεσιακή ανάγκη, οι δικαστικοί υπάλληλοι μπορούν να αποσπώνται στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η απόσπαση διενεργείται με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος.
4. Η διάρκεια της απόσπασης δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1) έτος. Παράταση επιτρέπεται μόνο επί ένα (1) έτος ακόμη, με την ίδια διαδικασία. Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση στην οποία ο υπάλληλος ανήκει οργανικά.
5. Νέα απόσπαση του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου δεν επιτρέπεται πριν παρέλθει τριετία από τη λήξη της προηγούμενης.
6. Για την απόσπαση συνεκτιμώνται από το υπηρεσιακό συμβούλιο η αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου, ο τόπος της κατοικίας του, η κατάσταση της υγείας του, η προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση και η συνυπηρέτηση με τον ή τη σύζυγο ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης.
7. Μετά τη λήξη της διάρκειας της απόσπασης ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως και υποχρεωτικώς στην οργανική του θέση.
8. Η απόσπαση μπορεί να παύσει οποτεδήποτε πριν από τη λήξη του χρονικού ορίου της παρ. 4 για λόγους αναγόμενους στην υπηρεσία.
9. Δεν επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου πριν από τη μονιμοποίησή του. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου πριν από τη μονιμοποίησή του, για την κάλυψη συγκεκριμένης και επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με άλλο τρόπο.
10. Δεν επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου που έχει επιλεγεί ως προϊστάμενος οργανικής μονάδας, εάν προηγουμένως δεν έχει γίνει δεκτή αίτηση απαλλαγής του από τα εν λόγω καθήκοντα. Αν ο αποσπασμένος δικαστικός υπάλληλος επιλεγεί ως προϊστάμενος οργανικής μονάδας, παύει αυτοδικαίως η απόσπαση από την τοποθέτησή του ως προϊσταμένου.
11. Διατάξεις που προβλέπουν την απόσπαση στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στα δικαστήρια των άρθρων 88 και 99 του Συντάγματος, στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας, στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ή σε παραμεθόριες περιοχές για λόγους συνυπηρέτησης συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης, καθώς και διατάξεις που προβλέπουν την αποστολή και απόσπαση οποιουδήποτε προσώπου από το Δημόσιο και τους οργανισμούς του δημοσίου τομέα σε υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή των κρατών μελών της, καθώς και σε διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, όπως και σε γραμματείες διεθνών συμβάσεων στο πλαίσιο προγραμμάτων συνεργασίας διατηρούνται σε ισχύ.
12. Η παρ. 7 του άρθρου 93 του ν. 3852/2010 (Α’ 87), και η παρ. 10 του άρθρου 182 του ν. 3852/2010, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με την παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 4440/2016 (Α’ 224) εφαρμόζονται και στους δικαστικούς υπαλλήλους.
13. Ειδικές διατάξεις καθ’ ο μέρος αφορούν σε απόσπαση μονίμων υπαλλήλων από το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου στο Ελεγκτικό Συνέδριο διατηρούνται σε ισχύ.
14. α) Κατ’ εξαίρεση, με την επιφύλαξη της Π.Υ.Σ. 19/8.2.1990 (Α’ 16), που κυρώθηκε με το άρθρο 6 του ν. 1878/1990 (Α’ 33) και του άρθρου 2 του ν. 1895/1990 (Α’ 116), δικαστικοί υπάλληλοι, μέχρι ποσοστού ένα τοις εκατό (1%) επί του συνόλου των υπηρετούντων, δύνανται να διατίθενται για τη γραμματειακή υποστήριξη του έργου των βουλευτών και των Ελλήνων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 46 του ν. 4622/2019, με κοινή απόφαση του Υπουργού υποδοχής και του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος, δύνανται να αποσπώνται δικαστικοί υπάλληλοι στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής και στα ιδιαίτερα γραφεία μελών της Κυβέρνησης ή υφυπουργών.
β) Σε κάθε μέλος της Κυβέρνησης, υφυπουργό, βουλευτή ή Έλληνα βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επιτρέπεται η διάθεση ή απόσπαση, κατά περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της περ. α), ενός (1) μόνον δικαστικού υπαλλήλου. Δεν επιτρέπεται η απόσπαση ή διάθεση προϊσταμένων διεύθυνσης ή τμήματος ή αυτοτελούς γραφείου ή δικαστικού υπαλλήλου που είναι ο μοναδικός που υπηρετεί στον κλάδο ή στην ειδικότητα.
Η απόσπαση ή διάθεση παύει αυτοδικαίως και ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντα της οργανικής του θέσης όταν το μέλος της Κυβέρνησης, υφυπουργός, βουλευτής ή Έλληνας βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο γραφείο του οποίου έχει αποσπασθεί ή διατεθεί, αποβάλλει για οποιονδήποτε λόγο την ιδιότητά του και εφόσον αυτός δεν επαναδιορισθεί ως μέλος της Κυβέρνησης ή υφυπουργός ή δεν επανεκλεγεί ως βουλευτής ή ευρωβουλευτής.
Δεν επιτρέπεται η απόσπαση ή διάθεση του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου σε γραφείο άλλου μέλους της Κυβέρνησης, υφυπουργού, βουλευτή ή ευρωβουλευτή, πριν από τη συμπλήρωση μιας βουλευτικής περιόδου από την επιστροφή του στην υπηρεσία όπου υπηρετεί.
Ο χρόνος της απόσπασης ή διάθεσης θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για κάθε συνέπεια.
Οι υπάλληλοι που αποσπώνται ή διατίθενται κατ’ εφαρμογή της παρούσας εξακολουθούν να μισθοδοτούνται και να εξελίσσονται υπηρεσιακώς βάσει του υπηρεσιακού καθεστώτος των υπηρεσιών στις οποίες ανήκουν οργανικώς.
Άρθρο 157 (μετάταξη)
1. Μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση άλλου κλάδου της ίδιας κατηγορίας του ίδιου ή άλλου τομέα επιτρέπεται με αίτησή του για κάλυψη σοβαρών υπηρεσιακών αναγκών, μετά τη συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας στον κλάδο στον οποίο ανήκει, εφόσον ο δικαστικός υπάλληλος έχει τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για τη θέση στην οποία μετατάσσεται. Η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου στην ίδια κατηγορία του ίδιου κλάδου άλλου τομέα επιτρέπεται με τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Η αίτηση υποβάλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και διαβιβάζεται υποχρεωτικά στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη.
2. Μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας του ίδιου ή άλλου τομέα επιτρέπεται με αίτησή του, μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας, εφόσον απέκτησε τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για τη θέση αυτή μετά την υποβολή της αίτησης συμμετοχής του στη διαδικασία επιλογής της παρ. 2 του άρθρου 11 ή μετά τη συμπλήρωση οκταετούς δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον κατείχε πριν από την υποβολή της αίτησης συμμετοχής του στη διαδικασία αυτή τα τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία επιθυμεί να μεταταγεί.
3. Η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου διενεργείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου. Για τη μετάταξη σε θέση της γραμματείας ή υπηρεσίας δικαστηρίου ή εισαγγελίας που ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου υπηρεσιακού συμβουλίου απαιτείται σύμφωνη γνώμη και του συμβουλίου αυτού, το οποίο επιλαμβάνεται μετά την εξασφάλιση θετικής σύμφωνης γνώμης από το αρχικό συμβούλιο.
4. Για τη μετάταξη κατά τις παρ. 1 και 3 συνεκτιμώνται και τα ουσιαστικά προσόντα του δικαστικού υπαλλήλου.
5. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μετατάσσονται με τον βαθμό τον οποίο κατέχουν. Αν ο εισαγωγικός βαθμός του κλάδου στον οποίο μετατάσσεται ο υπάλληλος είναι ανώτερος του βαθμού που κατέχει, μετατάσσεται με τον εισαγωγικό αυτό βαθμό. Ο χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί στον βαθμό με τον οποίο ο υπάλληλος μετατάσσεται, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στον βαθμό της θέσης στην οποία μετατάσσεται, εφόσον έχει διανυθεί με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται για τον κλάδο αυτόν.
Άρθρο 158 (ένταξη)
1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που έχουν πριν από τον διορισμό τους χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, εντάσσονται, μετά τη μονιμοποίησή τους, έως τον μεθεπόμενο του εισαγωγικού βαθμό, ανάλογα με τον συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους, ύστερα από κρίση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Για την ένταξη εκδίδεται πράξη της αρμόδιας διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
2. Ως πραγματική δημόσια υπηρεσία νοείται κάθε υπηρεσία που έχει διανυθεί στο Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης της Ελλάδας ή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), καθώς και στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία που με βάση ειδικές διατάξεις αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για βαθμολογική εξέλιξη.
3. Για την ένταξη λαμβάνεται υπόψη μόνο η υπηρεσία που έχει διανυθεί πριν από τον διορισμό με τα τυπικά προσόντα της κατηγορίας στην οποία ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος κατά τον χρόνο της ένταξης.
4. Εφόσον η ένταξη του δικαστικού υπαλλήλου γίνεται στον μεθεπόμενο του εισαγωγικού βαθμό, ο χρόνος που πλεονάζει δεν λαμβάνεται υπόψη για την περαιτέρω βαθμολογική εξέλιξή του.
5. Με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που λαμβάνεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου, προϋπηρεσία έως επτά (7) έτη που έχει διανυθεί πριν από τον διορισμό του δικαστικού υπαλλήλου εκτός του δημόσιου τομέα λαμβάνεται υπόψη εφόσον αποδεικνύεται. Για τους όρους, τις προϋποθέσεις αναγνώρισης της προϋπηρεσίας αυτής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 159 (διαθεσιμότητα)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος ο οποίος έχει τριετή τουλάχιστον υπηρεσία τίθεται, αυτεπαγγέλτως ή με αίτησή του, σε διαθεσιμότητα λόγω ασθενείας που παρατείνεται πέρα από τον χρόνο αναρρωτικής άδειας που προβλέπεται από το άρθρο 106, είναι όμως ιάσιμη. Για τη σχετική κρίση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους. Η πράξη με την οποία ο δικαστικός υπάλληλος τίθεται σε διαθεσιμότητα εκδίδεται από το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο, ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου.
2. Η διαθεσιμότητα αρχίζει μετά τη λήξη της αναρρωτικής άδειας και δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά το ένα (1) έτος. Για δυσίατα νοσήματα η διαθεσιμότητα δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη.
3. Τον τελευταίο μήνα πριν συμπληρωθεί το ανώτατο όριο διαθεσιμότητας, το όργανο που είναι αρμόδιο κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους γνωμοδοτεί αν ο δικαστικός υπάλληλος είναι ικανός ή όχι να αναλάβει αμέσως τα καθήκοντά του. Αν το όργανο αυτό γνωματεύσει αρνητικά, ο δικαστικός υπάλληλος, εφόσον έχει εξαντλήσει τον κατά την παρ. 2 χρόνο διαθεσιμότητας, απολύεται σύμφωνα με το άρθρο 217. Ύστερα από αίτησή του ή και αυτεπαγγέλτως ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να παραπεμφθεί για εξέταση στην υγειονομική επιτροπή και πριν από τη λήξη του χρόνου της διαθεσιμότητας. Σε περίπτωση αρνητικής γνωμάτευσης η διαθεσιμότητα διατηρείται μέχρι τη λήξη της διάρκειάς της.
Άρθρο 160 (συνέπειες διαθεσιμότητας)
1. Κατά τον χρόνο της διαθεσιμότητας ο δικαστικός υπάλληλος λαμβάνει το 75% των αποδοχών του.
2. Η θέση σε διαθεσιμότητα συνεπάγεται την παύση κάθε παρεπόμενης απασχόλησης την οποία έχει ο δικαστικός υπάλληλος λόγω της ιδιότητάς του.
Άρθρο 161 (αυτοδίκαιη θέση σε αργία)
1. Τίθεται αυτοδικαίως σε αργία: α) ο δικαστικός υπάλληλος ο οποίος τελεί σε προσωρινή κράτηση ή εκτίει ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση, β) εκείνος στον οποίο με δικαστική απόφαση επιβλήθηκε παρεπόμενη ποινή οριστικής παύσης, αν έχει ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης και γ) εκείνος στον οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης από πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.
2. Στην περ. γ’ της παρ. 1 η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού οργάνου και λήγει αυτοδικαίως την ημέρα συμπλήρωσης της προθεσμίας άσκησης προσφυγής στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό όργανο ή, εφόσον ασκηθεί προσφυγή, την ημέρα κατά την οποία εκδίδεται η απόφαση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού οργάνου.
3. Ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στα καθήκοντά του αν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία.
4. Για τη θέση του δικαστικού υπαλλήλου σε αργία και την επάνοδο στα καθήκοντά του, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο.
Άρθρο 162 (δυνητική θέση σε αργία)
1. Μπορεί να τεθεί σε αργία ο δικαστικός υπάλληλος, κατά του οποίου: α) έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο μπορεί να επισύρει την οριστική παύση από την υπηρεσία, β) έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης ή γ) αποδίδεται άτακτη διαχείριση με αιτιολογημένη έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή άλλου αρμόδιου οργάνου.
2. Μετά την πάροδο ενός (1) έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αργία, το υπηρεσιακό συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίσει για τη συνέχισή της ή μη.
3. Η πράξη με την οποία ο δικαστικός υπάλληλος τίθεται σε δυνητική αργία ή επαναφέρεται στα καθήκοντά του, εκδίδεται από το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο, ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Για τη θέση σε δυνητική αργία ή την παράτασή της απαιτείται προηγούμενη ακρόαση του δικαστικού υπαλλήλου από το υπηρεσιακό συμβούλιο. Κατά την ακρόαση ο υπάλληλος μπορεί να παρίσταται είτε αυτοπροσώπως είτε μετά είτε δια πληρεξούσιου δικηγόρου.
4. Στην περ. γ’ της παρ. 1 ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στα καθήκοντά του, αν μέσα σε έξι (6) μήνες από τη θέση του σε αργία δεν ασκηθεί εναντίον του ποινική ή πειθαρχική δίωξη. Για την επάνοδο του δικαστικού υπαλλήλου στην υπηρεσία εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από το αρμόδιο για τον διορισμό του όργανο.
5. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης. Ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση σχετικής πράξης επαναφοράς ή αυτοδικαίως στην περίπτωση της παρ. 4 ή από την τελεσιδικία της ποινικής απόφασης, εφόσον αυτή δεν συνεπάγεται παύση ή της πειθαρχικής απόφασης, εφόσον με αυτή δεν επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης.
Άρθρο 163 (αποδοχές αργίας)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος που διατελεί σε κατάσταση αργίας απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του.
2. Στον δικαστικό υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Το υπόλοιπο ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση. Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε.
3. Ο δικαστικός υπάλληλος, που τίθεται αυτοδικαίως σε αργία λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν δικαιούται αποδοχές αργίας.
4. Αν πιθανολογείται σοβαρά κίνδυνος βιοπορισμού του υπαλλήλου ή της οικογένειάς του ή προστατευόμενων μελών αυτού, το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο μπορεί, κατ’ αίτηση του υπαλλήλου, να διατάξει, ως προσωρινό μέτρο, την αύξηση των αποδοχών της αργίας μέχρι το 75% των νόμιμων αποδοχών του. Στις περιπτώσεις που το ζήτημα της αργίας είναι εκκρεμές ενώπιον πειθαρχικού η υπηρεσιακού συμβουλίου, το συμβούλιο αυτό είναι αρμόδιο και για την εξέταση του σχετικού αιτήματος του υπαλλήλου σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
Άρθρο 164 (αναστολή άσκησης καθηκόντων)
Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες διακυβεύεται το συμφέρον της υπηρεσίας, μπορεί να επιβληθεί στον δικαστικό υπάλληλο, με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης οργάνου, το μέτρο της αναστολής της άσκησης των καθηκόντων του. Η πράξη αυτή με τα υφιστάμενα σχετικά στοιχεία αποστέλλεται αμελλητί στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο συνέρχεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήψη της πράξης και αποφασίζει αν θα τεθεί ο δικαστικός υπάλληλος σε αργία σύμφωνα με το άρθρο 162. Το μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων αίρεται αυτοδικαίως από την έκδοση της απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου ή με την πάροδο της παραπάνω δεκαπενθήμερης προθεσμίας, χωρίς να έχει εκδοθεί η απόφαση του συμβουλίου.
Στους τρεις εισαγωγικούς διαγωνισμούς ΕΣΔι δικαστικών υπαλλήλων τέθηκαν στους υποψηφίους, σχετικά με τις παραπάνω διατάξεις, τα παρακάτω έξι (6) ερωτήματα τα οποία σας δίνονται σήμερα απαντημένα για την καλύτερη κατανόηση της ύλης σας:
- Μετά τη λήξη της διάρκειας της απόσπασης ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται:
Α. υποχρεωτικώς στην οργανική του θέση
Β. σε οποιαδήποτε κενή θέση της ίδιας γραμματείας
Γ. σε θέση της επιλογής του
- Δικαστικός υπάλληλος που διορίστηκε την 16-9-2022 υποβάλλει αίτηση για μετάθεση την 30-5-2023. Η εν λόγω αίτηση:
Α. είναι νόμιμη
Β. δεν είναι νόμιμη
Γ. είναι νόμιμη υπό προϋποθέσεις
- Κατά το χρόνο της διαθεσιμότητας του ο δικαστικός υπάλληλος λαμβάνει:
Α. το 100% του μισθού του
Β. το 75% του μισθού του
Γ. το 50% του μισθού του
- Επιτρέπεται η μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου, όταν στον τόπο που υπηρετεί δεν υπάρχει νοσηλευτικό ίδρυμα για την αντιμετώπιση νοσήματος από το οποίο πάσχει:
Α. ο πατέρας του ηλικίας εξήντα πέντε (65) ετών ο οποίος κατοικεί στον ίδιο τόπο με τον δικαστικό υπάλληλο και έχει ποσοστό αναπηρίας 70%
Β. ο άγαμος γιος του, ηλικίας είκοσι τριών (23) ετών
Γ. η μητέρα της συζύγου (πεθερά) του, ηλικίας εβδομήντα δύο ετών η οποία κατοικεί σε διαφορετικό τόπο από εκείνον στον οποίο κατοικεί ο δικαστικός υπάλληλος
- Η απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου διενεργείται με απόφαση:
Α. του προϊσταμένου της γραμματείας του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί
Β. του προϊσταμένου του δικαστηρίου, στο οποίο πρόκειται να αποσπαστεί
Γ. του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος
- Ο Α δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος υπηρετεί στη γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και έχει ορισθεί γραμματέας στο υπηρεσιακό συμβούλιο του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, τίθεται σε διαθεσιμότητα δύο ετών. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του, ο ανωτέρω:
Α. εξακολουθεί να ασκεί μόνο τα καθήκοντά του γραμματέα στο υπηρεσιακό συμβούλιο
Β. παύει να ασκεί τα πιο πάνω καθήκοντα και αυτά στη γραμματεία του δικαστηρίου όπου υπηρετεί
Γ. παύει να ασκεί μόνο τα καθήκοντά του στο υπηρεσιακό συμβούλιο
Απαντήσεις & διατάξεις:
1.Α (άρθρο 156 παρ. 7 ΚΔΥ) «μετά τη λήξη της διάρκειας της απόσπασης ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως και υποχρεωτικώς στην οργανική του θέση»
2.Γ (άρθρο 149 παρ. 7 ΚΔΥ) «οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν μετατίθενται πριν συμπληρώσουν διετία στην υπηρεσία που τοποθετήθηκαν κατά τον διορισμό τους» ΩΣΤΟΣΟ (άρθρο 149 παρ. 8 ΚΔΥ) «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 3 μετάθεση, πριν από την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, είτε σε περίπτωση αμοιβαίας μετάθεσης υπαλλήλων είτε για σοβαρούς λόγους υπηρεσιακούς ή προσωπικούς ή υγείας»
3.Β (άρθρο 160 παρ. 1 ΚΔΥ) «κατά τον χρόνο της διαθεσιμότητας ο δικαστικός υπάλληλος λαμβάνει το 75% των αποδοχών του»
4.Α (άρθρο 150 παρ. 1 ΚΔΥ) «μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για λόγους υγείας διενεργείται, αν ο ίδιος ή προστατευόμενο μέλος της οικογένειάς του πάσχει από νόσημα για την αντιμετώπιση του οποίου δεν υπάρχει κατάλληλο νοσηλευτικό ίδρυμα στον τόπο στον οποίο υπηρετεί, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την οποία, για λόγους υγείας, επιβάλλεται να υπηρετήσει σε άλλο τόπο» ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ (άρθρο 150 παρ. 3 ΚΔΥ) «ως προστατευόμενα μέλη του δικαστικού υπαλλήλου, για την εφαρμογή των παρ. 1 και 2, θεωρούνται […] γ) οι γονείς και των δύο συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 70ο έτος της ηλικίας τους ή ανεξάρτητα από ηλικία, αν ο ένας έχει ποσοστό αναπηρίας πάνω από 67%, οι γονείς θεωρούνται προστατευόμενα μέλη εφόσον κατοικούν στον ίδιο τόπο με τον δικαστικό υπάλληλο»
5.Γ (άρθρο 156 παρ. 2 ΚΔΥ) «η απόσπαση διενεργείται με απόσπαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος»
6.Β (άρθρο 160 παρ. 2 ΚΔΥ) «η θέση σε διαθεσιμότητα συνεπάγεται την παύση κάθε παρεπόμενης απασχόλησης την οποία έχει ο δικαστικός υπάλληλος λόγω της ιδιότητας του»