Τι σημαίνει η «νομοθετική απελευθέρωση» των ΑΕΕΑΠ για δραστηριοποίηση στην αγορά των ΑΠΕ
Με το νέο νομοσχέδιο για την κεφαλαιαγορά η κυβέρνηση επέλεξε να εκσυγχρονίσει και το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία (ΑΕΕΑΠ).
Ο εν λόγω εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία «ανοίγει νέους επενδυτικούς δρόμους», επιτρέποντας στις εταιρείες του κλάδου να δραστηριοποιηθούν στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Η δυνατότητα εκμετάλλευσης μονάδων παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας στο πλαίσιο της ενεργειακής αυτονομίας των ακινήτων δημιουργεί νέες προοπτικές για τον κλάδο, ενώ παράλληλα ευνοείται από ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό φορολογικό καθεστώς.
Η φορολογική μεταχείριση των ΑΕΕΑΠ στην Ελλάδα θεωρείται ήδη ευνοϊκή, καθώς προβλέπει μειωμένους φορολογικούς συντελεστές σε σχέση με άλλες εταιρικές δομές, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει σταθερότητα και προβλεψιμότητα στους επενδυτές. Με την προσθήκη της δυνατότητας δραστηριοποίησης στις ΑΠΕ, το φορολογικό πλεονέκτημα των εταιρειών αυτών ενισχύεται, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να επενδύσουν σε ενεργειακές υποδομές με χαμηλότερο φορολογικό κόστος σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις του κλάδου.
Ωστόσο, η ενίσχυση των ΑΕΕΑΠ μέσω φορολογικών κινήτρων εγείρει ερωτήματα για τις επιπτώσεις στην ευρύτερη αγορά των ΑΠΕ. Οι εταιρείες που παραδοσιακά δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής ενέργειας μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπες με έναν νέο ανταγωνιστή, ο οποίος απολαμβάνει ευνοϊκότερες φορολογικές συνθήκες και έχει πρόσβαση σε σταθερά έσοδα από ακίνητη περιουσία. Αυτή η διαφοροποίηση μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες άνισου ανταγωνισμού, όπου οι ΑΕΕΑΠ αποκτούν πλεονεκτική θέση έναντι άλλων φορέων της αγοράς ενέργειας.
Ένα ακόμη ζήτημα είναι η πιθανή στρέβλωση στην κατανομή επενδύσεων. Οι ΑΕΕΑΠ, εκμεταλλευόμενες το φορολογικό πλαίσιο, μπορεί να επιλέξουν να επενδύσουν επιλεκτικά σε ενεργειακές υποδομές που εξυπηρετούν αποκλειστικά τα δικά τους ακίνητα, αντί να συμβάλλουν στη γενικότερη ανάπτυξη του δικτύου ΑΠΕ της χώρας. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατακερματισμό της αγοράς και σε μειωμένη συμμετοχή των μεγάλων ενεργειακών έργων στο εθνικό δίκτυο, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τη συνολική ενεργειακή στρατηγική της χώρας.
Παράλληλα, υπάρχει ο κίνδυνος το συγκεκριμένο φορολογικό πλεονέκτημα να οδηγήσει σε υπερσυγκέντρωση πόρων στις ΑΕΕΑΠ, μειώνοντας τις επενδύσεις από ανεξάρτητους φορείς και περιορίζοντας την ποικιλομορφία στην ανάπτυξη του κλάδου των ΑΠΕ. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο μια τέτοια πολιτική θα ενισχύσει την ενεργειακή μετάβαση της χώρας ή αν, αντιθέτως, θα δημιουργήσει εμπόδια στην ισότιμη ανάπτυξη του τομέα.