Οι εκλογές στη Γερμανία και ο αντίκτυπός τους στην ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία
Εάν η Γερμανία εισέλθει σε παρατεταμένη ύφεση ή συνεχίσει σε πορεία χαμηλής ανάπτυξης, οι επιπτώσεις στην Ελλάδα μπορεί να είναι σοβαρές.
Οι αυριανές εκλογές στη Γερμανία δεν αφορούν μόνο το μέλλον της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά έχουν βαθύτατες επιπτώσεις και στη σταθερότητα της ευρωζώνης, καθώς και στην ελληνική οικονομία. Η Γερμανία βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, αντιμετωπίζοντας σοβαρές διαρθρωτικές προκλήσεις που επηρεάζουν την ανάπτυξή της και, κατ’ επέκταση, τις οικονομίες των εταίρων της στην ΕΕ.
Η γερμανική οικονομία υπήρξε επί δεκαετίες η ατμομηχανή της ΕΕ, παρέχοντας σταθερότητα και χρηματοδοτική στήριξη στις πιο αδύναμες οικονομίες, ιδίως κατά τη διάρκεια κρίσεων όπως η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η κρίση χρέους της ευρωζώνης. Ωστόσο, από το 2019 η ανάπτυξη στη Γερμανία είναι αναιμική, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, της δύσκολης αγοράς εργασίας, της χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας και του υψηλού κόστους ενέργειας και πρώτων υλών.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από την ανεπαρκή δημόσια επένδυση σε κρίσιμους τομείς όπως η εκπαίδευση και οι υποδομές. Το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας (GCEE) εκτιμά ότι η δυνητική αύξηση της παραγωγής θα είναι μόλις 0,3% ετησίως για το υπόλοιπο της δεκαετίας – ένα τέταρτο του ρυθμού ανάπτυξης της προηγούμενης δεκαετίας. Αυτή η στασιμότητα μπορεί να αποδυναμώσει την ικανότητα της Γερμανίας να διατηρήσει την οικονομική της ηγεμονία στην Ευρώπη.
Το αποτέλεσμα των εκλογών θα καθορίσει εάν η Γερμανία θα εφαρμόσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις. Οι πολιτικές δυνάμεις καλούνται να αποφασίσουν αν θα διατηρήσουν το αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο, όπως το «φρένο χρέους» που περιορίζει το διαρθρωτικό έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ, ή αν θα επιτρέψουν μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες για να ενισχυθεί η ανάπτυξη.
Επιπλέον, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να διαχειριστεί τη σχέση της Γερμανίας με την υπόλοιπη ΕΕ, ειδικά σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Αν επικρατήσει μια αυστηρή δημοσιονομική γραμμή, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου – μεταξύ αυτών και η Ελλάδα – θα δυσκολευτούν να επωφεληθούν από ευνοϊκές ρυθμίσεις, όπως η χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ ή νέα κοινά χρηματοδοτικά εργαλεία.
Η Ελλάδα έχει άμεσο συμφέρον από τη σταθερότητα και την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας. Η Γερμανία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας, καθώς και μια από τις κυριότερες πηγές άμεσων ξένων επενδύσεων. Παράλληλα, ο τουρισμός από τη Γερμανία αποτελεί βασικό πυλώνα εσόδων για την ελληνική οικονομία.
Εάν η Γερμανία εισέλθει σε παρατεταμένη ύφεση ή συνεχίσει σε πορεία χαμηλής ανάπτυξης, οι επιπτώσεις στην Ελλάδα μπορεί να είναι σοβαρές. Μείωση των εισαγωγών από τη Γερμανία θα πλήξει τις ελληνικές εξαγωγές, ενώ μια αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική στο Βερολίνο μπορεί να σημαίνει λιγότερη ευελιξία στους ευρωπαϊκούς κανόνες για το χρέος και τα ελλείμματα, επηρεάζοντας αρνητικά τη χώρα μας.
Από την άλλη, αν η νέα γερμανική κυβέρνηση επιλέξει μια πιο αναπτυξιακή στρατηγική, ενισχύοντας τις δημόσιες επενδύσεις και προωθώντας μια πιο φιλική προς την ανάπτυξη πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί μέσω αυξημένης ευρωπαϊκής χρηματοδότησης και ευνοϊκότερων όρων στις αγορές ομολόγων.
Η Γερμανία χρειάζεται επειγόντως μεταρρυθμίσεις που θα κλείσουν το χάσμα παραγωγικότητας με άλλες προηγμένες οικονομίες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό απαιτεί την αναμόρφωση του δημοσιονομικού πλαισίου, την αύξηση των επενδύσεων στην εκπαίδευση και τις υποδομές, καθώς και την προώθηση πολιτικών που θα διασφαλίσουν τη διαφοροποίηση της οικονομίας της.
Για την Ελλάδα, το ζητούμενο είναι μια Γερμανία που θα στηρίζει την ευρωπαϊκή συνοχή και θα επιδιώκει μια ισορροπημένη πολιτική, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες τόσο των ισχυρότερων όσο και των πιο αδύναμων οικονομιών της ευρωζώνης.
Οι κρίσιμες αυτές λοιπόν γερμανικές εκλογές, δεν είναι μόνο εσωτερική υπόθεση της χώρας, αλλά ένα κρίσιμο γεγονός που θα διαμορφώσει τις οικονομικές προοπτικές ολόκληρης της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας