Οι εξαγγελίες του ΚΥΣΟΙΠ έχουν αποτελέσει στανταρισμένο μενού σχεδόν κάθε οικονομικού σχεδίου από το 2019 κι έπειτα.
Με τυμπανοκρουσίες και συνήθη ρητορική «μεταρρυθμιστικής αποφασιστικότητας» παρουσιάστηκαν χθες από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ) οι βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης για την ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, πίσω από τα μεγάλα λόγια και τις αναφορές σε «επενδύσεις», «ανταγωνιστικότητα» και «ψηφιακό μετασχηματισμό», κρύβεται μια επανάληψη εξαγγελιών που έχουν γίνει, ξαναγίνει, και… ξεχαστεί πολλές φορές τα τελευταία έξι χρόνια.
Από την «απλούστευση της αδειοδότησης» και την «ενίσχυση της νομικής βεβαιότητας», μέχρι την «ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης» και την «ολοκλήρωση του Κτηματολογίου», οι εξαγγελίες αυτές έχουν αποτελέσει στανταρισμένο μενού σχεδόν κάθε οικονομικού σχεδίου από το 2019 κι έπειτα. Παρ’ όλα αυτά, είτε δεν έχουν προχωρήσει ουσιαστικά είτε προχωρούν με ρυθμούς που δεν ανταποκρίνονται στο επείγον της συγκυρίας.
Ανάλογα, η λεγόμενη «ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας» συνεχίζει να στηρίζεται σε έργα υποδομής που έχουν δρομολογηθεί ήδη ή πολλάκις εξαγγελθεί – διασυνδέσεις ρεύματος, επεκτάσεις μετρό, κ.α… Το ίδιο και το «πρόγραμμα εξωστρέφειας για ΜμΕ», που εδώ και χρόνια εξαγγέλλεται χωρίς να έχει καταφέρει να κάνει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις πιο παρούσες στις διεθνείς αγορές.
Η αγορά εργασίας, που υποτίθεται πως βρίσκεται στο επίκεντρο, αντιμετωπίζεται και πάλι με γενικόλογες εξαγγελίες για «αναβάθμιση δεξιοτήτων» και «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης», ενώ η μεταρρύθμιση του επιδόματος ανεργίας έχει προαναγγελθεί πέντε φορές μέσα σε τρία χρόνια – χωρίς απτό αποτέλεσμα μέχρι σήμερα.
Το βασικό πρόβλημα δεν είναι η κατεύθυνση των μέτρων – καθώς όλα είναι, προς τη σωστή κατεύθυνση. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι νέα, δεν είναι μετρήσιμα και κυρίως δεν υλοποιούνται. Απουσιάζει πλήρως η αποτίμηση της μέχρι σήμερα εφαρμογής τους, οι λόγοι αποτυχίας ή καθυστερήσεων, και το κυριότερο: απουσιάζει ο μηχανισμός λογοδοσίας και αξιολόγησης.