Το υψηλό κόστος αγοράς ακινήτων εμφανίζεται ως ο βασικός ανασταλτικός παράγοντας για αλλαγή κατοικίας.
Η αναζήτηση υψηλότερης ποιότητας στέγασης, καλύτερης τοποθεσίας και μεγαλύτερου χώρου αναδεικνύονται ως οι βασικοί μοχλοί που καθορίζουν τις αποφάσεις μετακόμισης για τους Ευρωπαίους πολίτες, σύμφωνα με την έρευνα «European Housing Trend Report 2024» που πραγματοποίησε το κτηματομεσιτικό δίκτυο RE/MAX Europe. Τα ευρήματα υπογραμμίζουν την αυξανόμενη ανάγκη για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, ενώ αποκαλύπτουν και τις σημαντικές προκλήσεις που ανακύπτουν στην προσπάθεια υλοποίησης αυτών των επιθυμιών.
Η έρευνα φανερώνει ότι παράγοντες όπως το κλίμα παίζουν ελάχιστο ρόλο στην τελική απόφαση για αλλαγή κατοικίας, με μόλις το 8% των ερωτηθέντων να αναφέρουν τον καιρό ως καθοριστικό κριτήριο. Αντίθετα, το υψηλό κόστος αγοράς ακινήτων εμφανίζεται ως ο βασικός ανασταλτικός παράγοντας, με το 64% όσων σκέφτονται να μετακομίσουν να το αναφέρουν ως τη μεγαλύτερη πρόκληση. Το ζήτημα του κόστους είναι ιδιαίτερα έντονο στην Κροατία και τη Μάλτα, όπου οι τιμές στέγασης καθίστανται απαγορευτικές, ενώ μεγάλα ποσοστά έλλειψης επαρκών οικονομικών πόρων καταγράφονται στην Τσεχία (60%) και την Ελλάδα (58%).
Παράλληλα, η αστικοποίηση παραμένει σημαντική τάση. Το 31% όσων επιθυμούν να μετακομίσουν προσανατολίζονται σε πόλεις που προσφέρουν υψηλά στάνταρντ διαβίωσης, με ιδιαίτερη έμφαση στην Τουρκία (55%) και τη Ρουμανία (42%). Ωστόσο, τα προάστια κερδίζουν επίσης έδαφος, με το 22% να τα προτιμά, ειδικά σε χώρες όπως η Πολωνία (39%) και η Τσεχία (33%). Μια διαφορετική κατεύθυνση επιλέγει το 18% των συμμετεχόντων που εξετάζουν τη μετακίνηση σε αγροτικές περιοχές, κυρίως στη Γαλλία (30%) και στη Σλοβενία (29%).
Η μετεγκατάσταση, ωστόσο, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εκτός από το κόστος, η ταλαιπωρία της μετακίνησης (25%), τα υψηλά επιτόκια (23%) και η έλλειψη διαθέσιμων ακινήτων στις προτιμώμενες περιοχές (18%) αποτελούν σημαντικά εμπόδια. Παρά τα εμπόδια, η έρευνα δείχνει πως το 36% των Ευρωπαίων θα εξετάζαν το ενδεχόμενο μετακόμισης εφόσον έβρισκαν κατάλληλο ακίνητο σε ιδανική τοποθεσία ή αυξανόταν ο μισθός τους. Η μείωση των επιτοκίων και η κρατική στήριξη είναι επίσης παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν θετικά μια τέτοια απόφαση, με το 19% να επισημαίνει τον ρόλο των κρατικών πολιτικών, φτάνοντας το 29% σε Ελλάδα και Τουρκία.
Αξιοσημείωτη είναι η υψηλή ικανοποίηση από τις υφιστάμενες συνθήκες στέγασης σε ορισμένες χώρες. Στην Ολλανδία και τη Ρουμανία, το 84% των ερωτηθέντων δηλώνει ιδιαίτερα ικανοποιημένο, ποσοστό αισθητά ανώτερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (76%). Αυτή η ικανοποίηση συνδέεται άμεσα με τα υψηλά επίπεδα ιδιοκατοίκησης και την ποιότητα των διαθέσιμων κατοικιών. Αντίθετα, στην Ιρλανδία καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό δυσαρέσκειας (18%), κυρίως μεταξύ ενοικιαστών και όσων διαβιούν σε μη ασφαλείς συνθήκες.
Η σύνδεση ανάμεσα στην ιδιοκατοίκηση και την αίσθηση οικιακής ευημερίας γίνεται εμφανής, καθώς το 84% όσων κατέχουν το ακίνητο τους με ίδια κεφάλαια και το 83% όσων το απέκτησαν μέσω υποθήκης εκφράζουν υψηλά επίπεδα ικανοποίησης. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό φτάνει στο 68%, αντανακλώντας μια μικρότερη αλλά υπαρκτή θετική στάση.
Παρά την γενική ευχαρίστηση, περισσότεροι από τους μισούς Ευρωπαίους (55%) δηλώνουν ανοιχτοί στο ενδεχόμενο μιας μετακόμισης, εφόσον παρουσιαστεί η ευκαιρία. Η προδιάθεση αυτή είναι εντονότερη στην Τουρκία (67%), την Πορτογαλία (62%) και τη Σλοβενία (61%). Σε αντίθεση με τις αγροτικές περιοχές, όπου μόλις το 43% των κατοίκων σκέφτεται τη μετεγκατάσταση, στις μεγαλουπόλεις το ποσοστό αυτό εκτοξεύεται στο 63%, φανερώνοντας τη συσσωρευμένη ανάγκη για βελτίωση της ποιότητας ζωής στα αστικά κέντρα.