Ενα διαρθρωτικό πρόβλημα φοροδιαφυγής και αδήλωτων ενοικίων, με τεράστιες συνέπειες: η κυβέρνηση, στηριζόμενη σε πλασματικά δεδομένα, αδυνατεί να σχεδιάσει στοχευμένα και αποτελεσματικά μέτρα στήριξης.
Το πρόσφατα εξαγγελθέν μέτρο της κυβέρνησης για επιστροφή έως και 800 ευρώ ετησίως στους ενοικιαστές, ως αντιστάθμισμα στο αυξανόμενο κόστος στέγασης, κινδυνεύει να αποδειχθεί ανεπαρκές και δυνητικά επιζήμιο, καθώς εδράζεται σε έναν θεμελιωδώς στρεβλό μηχανισμό: τη δήλωση ενοικίων στην εφορία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της αγοράς.
Όπως αποκάλυψε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης, το μέσο ενοίκιο που δηλώνεται σήμερα στην Ελλάδα ανέρχεται μόλις στα 255 ευρώ τον μήνα. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα στοιχεία του δείκτη SPI του Spitogatos.gr, η μέση ζητούμενη τιμή ενοικίασης κατοικιών έχει φτάσει τα 9 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, καταγράφοντας εντυπωσιακή άνοδο σε σχέση με τα 5,83 ευρώ το 2019.
Η αντίθεση αυτή δεν είναι απλώς ενδεικτική της αποσύνδεσης μεταξύ της δηλωμένης και της πραγματικής αγοράς. Αποκαλύπτει ένα διαρθρωτικό πρόβλημα φοροδιαφυγής και αδήλωτων ενοικίων, με τεράστιες συνέπειες: η κυβέρνηση, στηριζόμενη σε πλασματικά δεδομένα, αδυνατεί να σχεδιάσει στοχευμένα και αποτελεσματικά μέτρα στήριξης.
Η οικονομική ουσία του προβλήματος αποτυπώνεται με απλούς υπολογισμούς. Αν η ζητούμενη τιμή είναι 9 ευρώ/τ.μ., τότε ένα τυπικό διαμέρισμα 70 τ.μ. κοστίζει περίπου 630 ευρώ τον μήνα. Αν όμως δηλώνεται μόλις 255 ευρώ, τότε περισσότερο από το 60% του ποσού παραμένει αδήλωτο. Αντιστρόφως, το ενοίκιο των 255 ευρώ επαρκεί μόνο για ένα διαμέρισμα 28 τετραγωνικών μέτρων, γεγονός που δεν συνάδει με την πραγματικότητα των ενοικιαστών.
Το νέο μέτρο προβλέπει την επιστροφή του 1/12 του ενοικίου (έως 800 ευρώ), πράγμα που σημαίνει ότι για τα δηλωμένα 255 ευρώ, ο ενοικιαστής θα λαμβάνει μόλις 21,25 ευρώ τον μήνα. Την ώρα που πληρώνει, στην πράξη, τριπλάσιο ποσό, η επιδότηση είναι συμβολική – και σε καμία περίπτωση ουσιαστική στήριξη.
Παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις ότι το μέτρο θα λειτουργήσει ως «κίνητρο συμμόρφωσης», προκειμένου να δηλώνονται τα πραγματικά ποσά, η αγορά κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση. Το πιθανότερο σενάριο είναι ο ιδιοκτήτης να πιέσει για υψηλότερο «καθαρό» ενοίκιο, επικαλούμενος την επιδότηση ως «μαξιλάρι» που μπορεί να απορροφήσει τις αυξήσεις. Έτσι, η κρατική στήριξη κινδυνεύει να μετατραπεί σε εργαλείο περαιτέρω ανατίμησης, με την επιδότηση των 8,5% να ενσωματώνεται στις απαιτήσεις του ιδιοκτήτη.
Ταυτόχρονα, το κράτος παραμένει ανίκανο να παρέμβει αποφασιστικά στις αιτίες της κρίσης: χαμηλό διαθέσιμο απόθεμα κατοικιών, ανεξέλεγκτη βραχυχρόνια μίσθωση τύπου Airbnb, και η διατήρηση του προγράμματος «Χρυσή Βίζα», που έχει διογκώσει τη ζήτηση από αλλοδαπούς επενδυτές και έχει ωθήσει τις τιμές σε επίπεδα απαγορευτικά για τον μέσο Έλληνα.
Παρά τα προφανή προβλήματα, καμία ουσιαστική πρωτοβουλία δεν έχει αναληφθεί για να αντιμετωπιστούν οι στρεβλώσεις αυτές. Χωρίς έλεγχο στις τιμές, χωρίς χτύπημα της φοροδιαφυγής και χωρίς αύξηση της προσφοράς κατοικιών, κάθε απόπειρα «επιδότησης» λειτουργεί απλώς ως έμμεση ενίσχυση των ιδιοκτητών – και όχι ως ουσιαστική ανακούφιση των ενοικιαστών.
Με αυτά τα δεδομένα, το μέτρο της επιδότησης όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τη ρίζα του προβλήματος, αλλά κινδυνεύει να διαιωνίσει και να εντείνει την κρίση στέγασης στην Ελλάδα.