Αρχίζει και ξεθωριάζει η εικόνα του δολαρίου για την παγκόσμια οικονομία.
Για δεκαετίες, το δολάριο λειτουργούσε ως παγκόσμια άγκυρα σταθερότητας, το νόμισμα στο οποίο στηριζόταν η διεθνής οικονομία, το ασφαλές καταφύγιο για επενδυτές σε περιόδους αβεβαιότητας.
Σήμερα, όμως, η εικόνα αυτή αρχίζει να ξεθωριάζει, καθώς πληθαίνουν τα σημάδια ότι οι αγορές χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην οικονομική και πολιτική αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών. Το ενδεχόμενο μιας μαζικής αποεπένδυσης από το δολάριο, μέχρι πρόσφατα αδιανόητο, εμφανίζεται πλέον όλο και πιο ρεαλιστικό.
Από την κορύφωσή του στα μέσα Ιανουαρίου, το αμερικανικό νόμισμα έχει υποχωρήσει τουλάχιστον κατά 9% έναντι ενός «καλαθιού» ισχυρών νομισμάτων. Το ανησυχητικό είναι ότι μεγάλο μέρος αυτής της πτώσης –περίπου το 40%– σημειώθηκε μόλις τις τελευταίες εβδομάδες, παρότι η απόδοση του δεκαετούς κρατικού ομολόγου αυξήθηκε. Αντί να προσελκύει επενδυτές, όπως θα αναμενόταν σε ένα περιβάλλον ανόδου αποδόσεων, το δολάριο φαίνεται να τους απομακρύνει. Η εξήγηση που δίνει ο Economist είναι ξεκάθαρη: η Αμερική εκλαμβάνεται πλέον ως αυξημένου ρίσκου. Κυκλοφορούν έντονες φήμες για έξοδο μεγάλων ξένων διαχειριστών κεφαλαίων από το δολάριο — μια τάση που, αν επιβεβαιωθεί, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε συστημικό σοκ.
Το ενδεχόμενο αυτό ενισχύεται από το πολιτικό και οικονομικό κλίμα στις ΗΠΑ. Η πολιτική αβεβαιότητα που δημιουργεί η διοίκηση Τραμπ, ο εμπορικός πόλεμος, η απώλεια δημοσιονομικής πειθαρχίας και η επιδείνωση του δημόσιου χρέους — που αγγίζει πλέον το 100% του ΑΕΠ — καθιστούν την αμερικανική οικονομία λιγότερο ελκυστική. Σε συνδυασμό με μια επιθετική ρητορική κατά της ανεξαρτησίας της Fed και προτάσεις για αποδυνάμωση του δολαρίου, οι αγορές αρχίζουν να αποτιμούν όχι μόνο το οικονομικό ρίσκο, αλλά και το θεσμικό.
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Ξένοι επενδυτές διακρατούν κρατικό χρέος 8,5 τρισ. δολαρίων – περίπου το ένα τρίτο του συνολικού. Πάνω από τα μισά εξ αυτών βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών, οι οποίοι δεν δεσμεύονται ούτε από συμμαχίες ούτε από πολιτικές σκοπιμότητες. Αν αποφασίσουν μαζικά να περιορίσουν την έκθεσή τους στο δολάριο, θα μπορούσε να προκληθεί χρηματοπιστωτική αναταραχή μεγάλου μεγέθους. Επιπλέον, οι ΗΠΑ πρέπει να αναχρηματοδοτήσουν χρέος 9 τρισ. δολαρίων μέσα στον επόμενο χρόνο. Αν η ζήτηση για αμερικανικά ομόλογα μειωθεί, η άνοδος των επιτοκίων θα είναι αναπόφευκτη — με αλυσιδωτές συνέπειες για τις αγορές, τις επιχειρήσεις και την κατανάλωση.
Το σενάριο αυτό δεν είναι θεωρητικό. Ο Economist επισημαίνει πως αν οι αγορές δεν πειστούν σύντομα για την ικανότητα της Ουάσιγκτον να χαλιναγωγήσει τα ελλείμματα και να ενισχύσει τη θεσμική αξιοπιστία, το σοκ θα μπορούσε να ξεκινήσει από την αγορά κρατικών ομολόγων και να εξαπλωθεί στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η αποεπένδυση θα πυροδοτήσει ενδεχομένως καταρρεύσεις hedge funds, κρίσεις ρευστότητας και αλυσιδωτές χρεοκοπίες — εικόνα που θα θύμιζε περισσότερο αναδυόμενη οικονομία παρά την κορυφαία παγκόσμια δύναμη.
Σε μια τέτοια συγκυρία, οι αντιδράσεις της Fed θα είναι κρίσιμες. Ενδέχεται να χρειαστεί να παρέμβει με αγορά περιουσιακών στοιχείων για να συγκρατήσει την αναταραχή, όμως κάτι τέτοιο θα ερμηνευθεί ως έμμεση χρηματοδότηση ενός διογκωμένου και αναξιόπιστου χρέους.
Με τον πληθωρισμό να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, η κεντρική τράπεζα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα εξαιρετικά δύσκολο δίλημμα.
Το κύρος του δολαρίου είναι άρρηκτα δεμένο με την αξιοπιστία του αμερικανικού κράτους. Αν οι επενδυτές παύσουν να θεωρούν τις ΗΠΑ ως πυλώνα σταθερότητας, η παγκόσμια οικονομία θα εισέλθει σε αχαρτογράφητα νερά. Η υποχώρηση του ρόλου του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος δεν θα είναι απλώς πλήγμα για την Ουάσιγκτον – θα αποτελέσει σημείο καμπής για ολόκληρο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.