Αλλαγές στον τεκμαρτό προσδιορισμό εισοδήματος φέρνει η κυβέρνηση.
Σχέδιο στοχευμένων φορολογικών παρεμβάσεων για ελεύθερους επαγγελματίες επεξεργάζεται η κυβέρνηση, με στόχο την άρση αδικιών που προκαλούνται από τον τεκμαρτό προσδιορισμό εισοδήματος.
Κεντρικό σημείο αποτελεί η ενδεχόμενη κατάργηση της προσαύξησης 5% στο φορολογητέο εισόδημα όταν τα έσοδα υπερβαίνουν τον μέσο όρο του ΚΑΔ. Οι αλλαγές αναμένεται να κριθούν από τη σχετική απόφαση του ΣτΕ, ενώ μέχρι τότε διατηρείται η δυνατότητα αμφισβήτησης μέσω ειδικής πλατφόρμας της ΑΑΔΕ.
Οι παρεμβάσεις που σχεδιάζονται αφορούν τον συντελεστή προσαύξησης του φορολογητέου εισοδήματος στις περιπτώσεις που τα ακαθάριστα έσοδα υπερβαίνουν τον μέσο όρο του τζίρου του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας (ΚΑΔ), ενώ δεν αποκλείεται ακόμη και ο μηδενισμός του συγκεκριμένου ποσοστού.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, όταν ο τζίρος ενός επαγγελματία είναι υψηλότερος από τον μέσο όρο του ΚΑΔ του, επιβάλλεται προσαύξηση 5% στο ποσό της διαφοράς. Για παράδειγμα, σε επαγγελματία με κύκλο εργασιών 35.000 ευρώ, όταν ο μέσος τζίρος του ΚΑΔ ανέρχεται σε 25.000 ευρώ, εφαρμόζεται προσαύξηση 500 ευρώ επί του φορολογητέου εισοδήματος.
Εφόσον ισχύσει η τροποποίηση, η προσαύξηση αυτή ενδέχεται να καταργηθεί πλήρως από το νέο έτος. Ωστόσο, οι όποιες αλλαγές θα οριστικοποιηθούν μετά την έκδοση απόφασης από το Συμβούλιο της Επικρατείας σχετικά με τη συνταγματικότητα του τεκμαρτού τρόπου υπολογισμού των εισοδημάτων.
Μέχρι τότε, οι επαγγελματίες που θεωρούν ότι το φορολογητέο εισόδημα που προσδιορίστηκε από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική τους οικονομική εικόνα, έχουν τη δυνατότητα να το αμφισβητήσουν μέσα από την ειδική ηλεκτρονική πλατφόρμα της ΑΑΔΕ. Η προθεσμία για την υποβολή της αίτησης αμφισβήτησης λήγει στις 15 Σεπτεμβρίου, ενώ για τα μέλη νομικών προσώπων με απλογραφικά βιβλία στις 29 Σεπτεμβρίου.
Η διαδικασία αμφισβήτησης περιλαμβάνει τη δήλωση πρόθεσης φορολογικού ελέγχου στο έντυπο Ε1, την ηλεκτρονική συμπλήρωση ειδικού ερωτηματολογίου με πληροφορίες για την περιουσιακή κατάσταση και τις συνθήκες διαβίωσης του φορολογούμενου και των προστατευόμενων μελών του, καθώς και την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων κατά τον φορολογικό έλεγχο. Ο φορολογούμενος ενημερώνεται επίσης για το ενδεχόμενο διεύρυνσης του ελέγχου σε προηγούμενα έτη, εφόσον κριθεί αναγκαίο.