Αντιστροφή στη φθίνουσα πορεία των τελευταίων ετών κατέγραψε το 2024 η τραπεζική χρηματοδότηση της ελληνικής ναυτιλίας, η οποία σημείωσε αύξηση 5%, φτάνοντας τα 53,51 δισ. δολάρια.
Όπως αναφέρει η ετήσια έκθεση της Petrofin Research, το ποσό αυτό περιλαμβάνει τόσο τα αντληθέντα όσο και τα δεσμευμένα αλλά μη αντληθέντα δάνεια, σε Ελλάδα και εξωτερικό. Η αύξηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τη μείωση που είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα δύο χρόνια, με τα ελληνικά δάνεια να ανέρχονται σε 50,89 δισ. δολάρια το 2023 και 51,90 δισ. δολάρια το 2022.
Καθοριστική ήταν η συμβολή των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες ενίσχυσαν το μερίδιό τους από 26,2% το 2022 σε 33,45% το 2024, παρουσιάζοντας εντυπωσιακή αύξηση κατά 17,5% μέσα σε έναν χρόνο. Παρά το γεγονός ότι η συνολική άνοδος του δανειακού χαρτοφυλακίου της ναυτιλίας την ίδια περίοδο ήταν μόλις 3,8%, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν σαφώς ταχύτερη ανάπτυξη, ισχυροποιώντας τη θέση τους στην αγορά.
Στην κορυφή των τραπεζών που χρηματοδοτούν την ελληνική ναυτιλία εξακολουθεί να βρίσκεται η UBS (Credit Suisse), με συνολικό χαρτοφυλάκιο 5,20 δισ. δολαρίων και ετήσια αύξηση 2%. Ωστόσο, τις αμέσως επόμενες θέσεις καταλαμβάνουν ελληνικές τράπεζες. Η Eurobank ακολουθεί με 4,60 δισ. δολάρια και άνοδο 14,91%, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται η Τράπεζα Πειραιώς με 4,47 δισ. δολάρια και αύξηση 20,81%. Η Εθνική Τράπεζα σημείωσε ακόμη μεγαλύτερη ποσοστιαία άνοδο, 27,35%, με το χαρτοφυλάκιό της να διαμορφώνεται στα 4,23 δισ. δολάρια. Στην πέμπτη θέση κατατάσσεται η Alpha Bank με 3,87 δισ. δολάρια και άνοδο 7,44%.
Ιδιαίτερη δυναμική εμφάνισε η νεοσυγχωνευμένη Attica – Παγκρήτια Τράπεζα, η οποία με αύξηση 173,67% έφτασε τα 0,20 δισ. δολάρια (203 εκατ. δολάρια), ανεβαίνοντας στην 24η θέση της κατάταξης. Η Aegean Baltic Bank βρίσκεται στη 19η θέση, με 0,42 δισ. δολάρια (419,24 εκατ. δολάρια) και αύξηση 1,26%. Συνολικά, οι ελληνικές τράπεζες ελέγχουν πλέον 33,5% του δανειακού χαρτοφυλακίου της ελληνικής ναυτιλίας, ποσοστό που καταδεικνύει την αναβάθμιση του ρόλου τους.
Η Petrofin αποδίδει την πρόοδο αυτή στη βελτίωση των όρων δανεισμού που προσέφεραν οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίοι κρίθηκαν πιο ανταγωνιστικοί. Οι τράπεζες κατάφεραν να προσελκύσουν περισσότερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα μικρού και μεσαίου μεγέθους, ενώ αύξησαν τη συμμετοχή τους και στη χρηματοδότηση νεότευκτων πλοίων. Παράλληλα, η ενίσχυση των καταθέσεων πελατών και η παροχή βοηθητικών υπηρεσιών ενίσχυσαν περαιτέρω τη θέση τους στην αγορά.
Αντίθετα, οι διεθνείς τράπεζες με φυσική παρουσία στην Ελλάδα συνέχισαν την καθοδική τους πορεία, χάνοντας 6,2% του μεριδίου τους. Οι διεθνείς τράπεζες χωρίς φυσική παρουσία στη χώρα κατέγραψαν μικρή άνοδο 2,5%, διατηρώντας τη δυναμική τους, αλλά χωρίς να ανατρέπουν τη γενικότερη τάση ενίσχυσης της ελληνικής παρουσίας.
Η άνοδος των ελληνικών τραπεζών συνέβαλε επίσης στην αύξηση του συνολικού μεριδίου των ευρωπαϊκών τραπεζών στη χρηματοδότηση της ελληνικής ναυτιλίας, το οποίο ενισχύθηκε κατά 3,6%, βάζοντας φρένο στην υποχώρηση που είχε καταγραφεί τα δύο προηγούμενα χρόνια.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι ο αριθμός των τραπεζών που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο τομέα μειώθηκε από 50 σε 49, με ορισμένες να στρέφονται αποκλειστικά προς τη χρηματοδοτική μίσθωση, ενώ παράλληλα προστέθηκαν και νέοι παίκτες.