X
Τρίτη, 17 Ιουνίου, 2025
More

    4ος Διαγωνισμός ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2025 – Η νέα εξεταστέα ύλη, τι μπαίνει, τι βγαίνει (Μέρος Β)

    4ος Διαγωνισμός ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2025 – Η νέα εξεταστέα ύλη, τι μπαίνει, τι βγαίνει (Μέρος Β)

    Έχω ετοιμάσει τριάντα (30) στοχευμένες ερωτήσεις, βγαλμένες από τις νέες διατάξεις που προστέθηκαν στη φετινή εξεταστέα ύλη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Όχι, για να σας αγχώσω – αλλά για να σας τσεκάρω !!


    Κάθε ερώτηση είναι μια αφορμή να ξεσκονίσετε τις διατάξεις που ακολουθούν. Οι σωστές απαντήσεις βρίσκονται στο τέλος του άρθρου.

    Έτοιμοι; Ξεκινάμε!




    Ερώτηση 1η


    Ποιο είναι το χρονικό όριο για τη δήλωση υποστήριξης της κατηγορίας με έγγραφο προς τον αρμόδιο εισαγγελέα;

    Α. Μέχρι την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος

    Β. Μέχρι την έναρξη της δίκης στο ακροατήριο


    Γ. Μέχρι την περάτωση της ανάκρισης

    Ερώτηση 2η

    Ποια δήλωση είναι απαράδεκτη κατά την υποστήριξη της κατηγορίας;


    Α. Όταν δεν έχει επισυναφθεί η πληρεξουσιότητα

    Β. Όταν δεν περιέχει συνοπτική έκθεση της υπόθεσης και τους λόγους της αστικής αξίωσης

    Γ. Όταν δεν έχει υπογραφεί από τον δικηγόρο

    Ερώτηση 3η

    Ποια ιδιότητα μπορεί να διορθωθεί με απόφαση ή διάταξη εφόσον προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου;

    Α. Η ιδιότητα του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας

    Β. Η ιδιότητα του κατηγορούμενου ως ανήλικου

    Γ. Η ιδιότητα του μάρτυρα ως υπόπτου

    Ερώτηση 4η

    Σε ποια περίπτωση επιτρέπεται προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη χωρίς τήρηση των διατυπώσεων;

    Α. Όταν η υπόθεση αφορά οικονομικά εγκλήματα

    Β., Όταν υπάρχει εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση και δεν είναι εφικτός ο διορισμός τακτικού πραγματογνώμονα

    Γ. Όταν δεν υπάρχει μάρτυρας

    Ερώτηση 5η

    Ποιος μπορεί να καταθέσει δήλωση υποστήριξης της κατηγορίας κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης;

    Α. Μόνο ο ίδιος ο παθών

    Β. Ο παθών ή πληρεξούσιος του, ακόμη κι αν εξετάζεται ως μάρτυρας

    Γ. Μόνο ο εισαγγελέας

    Ερώτηση 6η

    Τι καταχωρίζεται στα πρακτικά στο ακροατήριο σχετικά με την υποστήριξη της κατηγορίας;

    Α. Η πλήρης αστική αγωγή

    Β. Η δήλωση από συνήγορο που έχει διοριστεί σύμφωνα με τον Κώδικα

    Γ. Η δήλωση του εισαγγελέα

    Ερώτηση 7η

    Ποιος διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλλει πρόσθετες ερωτήσεις κατά την ακροαματική διαδικασία;

    Α. Ο διευθύνων τη συζήτηση

    Β. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου

    Γ. Ο εισαγγελέας μόνο

    Ερώτηση 8η

    Ποια αρχή έχει τον τελευταίο λόγο κατά την ακροαματική διαδικασία;

    Α. Ο εισαγγελέας

    Β. Ο πρόεδρος

    Γ. Ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του

    Ερώτηση 9η

    Πότε η διόρθωση ή η συμπλήρωση μιας απόφασης μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο των εφετών;

    Α. Όταν έχει λήξει η σύνοδος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου

    Β. Όταν πρόκειται για πταίσμα

    Γ. Όταν δεν είναι παρόντες οι διάδικοι

    Ερώτηση 10η

    Ποια έννοια σχετίζεται άμεσα με την αυτοδίκαιη ιδιότητα του αντίκλητου;

    Α. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών

    Β. Ο δικαστής που παραλαμβάνει την έγκληση

    Γ. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος που έχει διορισθεί και γνωστοποιηθεί στην προδικασία ή στο ακροατήριο

    Ερώτηση 11η

    Ποιος έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει το λόγο από διάδικο που επιμένει σε απρεπείς εκφράσεις;

    Α. Ο εισαγγελέας της έδρας

    Β. Ο διευθύνων τη συζήτηση

    Γ. Ο πρόεδρος του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου

    Ερώτηση 12η

    Πότε μπορεί να κριθεί ανάγκη για συμπληρωματική εξέταση κατά τη διαδικασία;

    Α. Μετά την απολογία του κατηγορουμένου

    Β. Κατά την αγόρευση του εισαγγελέα

    Γ. Πριν την ανάγνωση των αποδεικτικών μέσων

    Ερώτηση 13η

    Ποιος ορίζει αν θα συγκροτηθούν τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια κατά τους θερινούς μήνες;

    Α. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης

    Β. Ο Πρόεδρος του Εφετείου

    Γ. Ο Εισαγγελέας Εφετών

    Ερώτηση 14η

    Ποιος τοιχοκολλά τις διατάξεις για τις θερινές περιόδους;

    Α. Ο γραμματέας του Εφετείου

    Β. Ο ίδιος ο Εισαγγελέας

    Γ. Δεν προβλέπεται τοιχοκόλληση

    Ερώτηση 15η

    Ποια από τις παρακάτω προϋποθέσεις ΔΕΝ ισχύει για ενόρκους μικτού ορκωτού εφετείου;

    Α. Να έχουν απολυτήριο λυκείου

    Β. Να έχουν συμπληρώσει το 50ο έτος

    Γ. Να διαμένουν μόνιμα εντός της περιφέρειας του εφετείου

    Ερώτηση 16η

    Ποιος ΔΕΝ μπορεί να είναι ένορκος λόγω ισοβίου κωλύματος;

    Α. Ο βουλευτής

    Β. Ο μοναχός

    Γ. Ο πανεπιστημιακός καθηγητής

    Ερώτηση 17η

    Μέσα σε πόσες ημέρες από την επίδοση μπορεί να υποβληθεί αίτηση ακύρωσης από ένορκο που τιμωρήθηκε;

    Α. 10

    Β. 15

    Γ. 20

    Ερώτηση 18η

    Ποιος αποφαίνεται αμετάκλητα για την αίτηση ακύρωσης από τιμωρηθέντα ένορκο;

    Α. Το Εφετείο

    Β. Οι τακτικοί δικαστές του ΜΟΔ

    Γ. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης

    Ερώτηση 19η

    Πότε μπορεί να χορηγηθεί άδεια απουσίας σε ένορκο;

    Α. Με προσωπική απόφαση του διευθύνοντος

    Β. Με απόφαση των τακτικών δικαστών και μόνο αν δεν προκαλούνται δυσκολίες στη διαδικασία

    Γ. Κατόπιν έγκρισης του εισαγγελέα

    Ερώτηση 20η

    Πόσοι ένορκοι εισέρχονται στην κληρωτίδα για να επιλεχθούν τέσσερις;

    Α. 12

    Β. 6

    Γ. 10

    Ερώτηση 21η

    Πότε θεωρείται απαράδεκτη η αίτηση ακύρωσης απόφασης;

    Α. Όταν δεν δηλωθεί η παλιά διαμονή του κατηγορούμενου

    Β. Όταν δεν παρίσταται ο εισαγγελέας

    Γ. Όταν δεν αναφέρεται η διάρκεια της ποινής

    Ερώτηση 22η

    Αν γίνει δεκτή η αίτηση ακύρωσης, τι ισχύει για τη νέα δικάσιμο;

    Α. Ο κατηγορούμενος καλείται με κλήτευση

    Β. Ο κατηγορούμενος εμφανίζεται χωρίς κλήτευση

    Γ. Δεν υποχρεούται να εμφανιστεί

    Ερώτηση 23η

    Ποια είναι τα ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων, εκτός ειδικών διατάξεων;

    Α. Έφεση και αναίρεση

    Β. Έφεση και επανάληψη της δίκης

    Γ. Ανακοπή και αναίρεση

    Ερώτηση 24η

    Ποιος μπορεί να ασκήσει ένδικο μέσο;

    Α. Οποιοσδήποτε διάδικος

    Β. Μόνο ο κατηγορούμενος

    Γ. Όποιος έχει νόμιμο δικαίωμα και συμφέρον

    Ερώτηση 25η

    Ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει έφεση κατά αθωωτικής απόφασης του μικτού ορκωτού όταν:

    Α. Η απόφαση είναι ομόφωνη

    Β. Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη

    Γ. Ο κατηγορούμενος ήταν ανήλικος

    Ερώτηση 26η

    Κατά ποιας απόφασης μπορεί να ασκήσει έφεση ο κατηγορούμενος;

    Α. Καταδικαστικής του μονομελούς με φυλάκιση 4 μηνών

    Β. Καταδικαστικής με χρηματική ποινή 4.000 ευρώ

    Γ. Καταδικαστικής του μονομελούς με φυλάκιση άνω των 5 μηνών

    Ερώτηση 27η

    Αν απορριφθεί η έφεση, τι έξοδα επιβάλλονται στον εφεσιβάλλοντα;

    Α. Το ελάχιστο ποσό του άρθρου 577

    Β. Το μέγιστο ποσό του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου

    Γ. Δεν επιβάλλονται έξοδα

    Ερώτηση 28η

    Σε ποια περίπτωση επιβάλλονται διπλά δικαστικά έξοδα;

    Α. Όταν απορρίπτεται έφεση

    Β. Όταν απορρίπτεται αναίρεση

    Γ. Όταν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο

    Ερώτηση 29η

    Αν ανακληθεί η έγκληση κατά την προδικασία, ποιο ποσό εξόδων επιβάλλεται;

    Α. Το σύνολο των εξόδων του Μονομελούς

    Β. Το 1/3 των εξόδων του Μονομελούς

    Γ. Το ήμισυ των εξόδων του Μονομελούς

    Ερώτηση 30η

    Πότε επιστρέφονται τα έξοδα που καταβλήθηκαν από καταδικασμένο;

    Α. Όταν δεν ασκεί ένδικα μέσα

    Β. Όταν αθωώνεται κατόπιν ένδικου μέσου

    Γ. Όταν δηλώσει αδυναμία πληρωμής

    Άρθρο 83

    Διατυπώσεις της δήλωσης.

    1.Η δήλωση για την υποστήριξη της κατηγορίας γίνεται είτε στην έγκληση είτε με άλλο έγγραφο, έως την περάτωση της ανάκρισης (άρθρο 308) προς τον αρμόδιο εισαγγελέα, είτε αυτοπροσώπως είτε από πληρεξούσιο που έχει έγγραφη πληρεξουσιότητα, ειδική ή γενική, η οποία έχει δοθεί κατά το άρθρο 42 παρ. 2 εδ. β΄ και γ΄. Κατά την κατάθεση της δήλωσης συντάσσεται έκθεση, στην οποία προσαρτάται και το έγγραφο της πληρεξουσιότητας. Η δήλωση μπορεί να γίνει και σε αυτόν που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση ή την ανάκριση, ακόμα και κατά τον χρόνο που ο δικαιούμενος εξετάζεται ως μάρτυρας.

    2. Στο ακροατήριο η σχετική δήλωση που γίνεται από συνήγορο που έχει διοριστεί σύμφωνα με τον κώδικα από τον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας καταχωρίζεται στα πρακτικά.

    Άρθρο 84

    Περιεχόμενο της δήλωσης.

    Η δήλωση είναι απαράδεκτη, αν δεν περιέχει συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία παρίσταται κάποιος προς υποστήριξη της κατηγορίας και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η αστική του αξίωση. Ο υποστηρίζων την κατηγορία μπορεί να διορίσει αντίκλητο, στον οποίο μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις και κοινοποιήσεις που τον αφορούν. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του υποστηρίζοντος την κατηγορία, που έχει διορισθεί νόμιμα και έχει γνωστοποιηθεί στην προδικασία ή στο ακροατήριο, είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος.

    Άρθρο 145

    Διόρθωση και συμπλήρωση της απόφασης, της ποινικής διαταγής, της διάταξης και των πρακτικών.

    2. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση μπορεί να αφορά, εκτός από τις άλλες παραλείψεις και τα όσα αναφέρονται ως προς την ταυτότητα του κατηγορουμένου, την ιδιότητα του παριστάμενου στην ποινική διαδικασία προς υποστήριξη της κατηγορίας ιδίως όταν αυτή προκύπτει χωρίς αμφιβολία από τα στοιχεία του φακέλου, την απάλειψη προφανών παραδρομών του αιτιολογικού και τη διευκρίνιση του διατακτικού της απόφασης όταν αυτό έχει ασάφειες είναι διαφορετικό από εκείνο που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο ή που σημειώθηκε στα πρακτικά. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση διατάσσεται με απόφαση ή διάταξη, ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που εμφανίστηκαν. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, στην περίπτωση που έληξε η σύνοδος κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, διατάσσεται από το δικαστήριο των εφετών στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το μικτό ορκωτό δικαστήριο. Αν ασκήθηκε κατά της απόφασης ένδικο μέσο, τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή της τη διατάσσει το δικαστήριο που την εξέδωσε, αν το ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο. Σε αντίθετη περίπτωση, τη διόρθωση ή τη συμπλήρωση τη διατάσσει το δικαστήριο που αποφασίζει για το ένδικο μέσο.

    Άρθρο 187

    Προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη.

    Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, και ιδίως όταν δεν είναι δυνατό να διοριστεί τακτικός πραγματογνώμονας, μπορεί να μην τηρηθούν οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου και να ανατεθεί σε ειδικό να ενεργήσει προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη. Ο πραγματογνώμονας αυτός προβαίνει στις πρώτες βεβαιώσεις, εξασφαλίζει κατά το δυνατό τη διατήρηση των αντικειμένων που πρόκειται να εξεταστούν και συντάσσει σχετική έκθεση. Αμέσως μετά διορίζεται τακτικός πραγματογνώμονας σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο.

    Άρθρο 333

    Γενική διεύθυνση της διαδικασίας.

    1.Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει την άδεια στον εισαγγελέα και στους συνέδρους δικαστές να υποβάλουν ερωτήσεις.

    2.Ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει επίσης την άδεια στους διαδίκους, όπως και στους συνηγόρους τους, να υποβάλουν ερωτήσεις στους εξεταζόμενους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους, και δεν επιτρέπει ερωτήσεις άσκοπες ή έξω από το θέμα. Δίνει επίσης σε αυτούς τον λόγο για να αγορεύσουν ή, όταν το ζητήσουν, για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται. Ο ίδιος διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλει πρόσθετες ερωτήσεις στους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους καθώς και στους κατηγορουμένους για ζητήματα που θεωρεί αναγκαία για την πληρέστερη διασαφήνιση της υπόθεσης και δημοσιεύει την απόφαση.

    3.Όταν λάβει τον λόγο ο εισαγγελέας ή ένας από τους διαδίκους, δίνεται ο λόγος και στους υπόλοιπους διαδίκους. Ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχουν το δικαίωμα να μιλούν πάντοτε τελευταίοι.

    Άρθρο 334

    Ανάκληση στην τάξη

    1.Ο διευθύνων τη συζήτηση μπορεί να διακόπτει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους που έλαβαν τον λόγο, όταν απομακρύνονται από το θέμα. Συνιστά επίσης στους διαδίκους και στους συνηγόρους να τηρούν το απαραίτητο μέτρο στις εκφράσεις τους και ανακαλεί στην τάξη όποιον από αυτούς χρησιμοποιεί απρεπείς εκφράσεις ή επιχειρεί προσωπικές επιθέσεις. Εξάλλου στον εισαγγελέα μπορεί να υποδεικνύει αυτό το άτοπο.Αν, παρ’ όλα αυτά, ένας από τους παραπάνω επιμένει σε τέτοιου είδους εκτροπή, είναι δυνατό να του αφαιρέσει τον λόγο.

    2.Μπορεί επίσης να απορρίπτει όλες τις προτάσεις που δεν βοηθούν καθόλου στην εξακρίβωση της αλήθειας και προκαλούν άσκοπη παράταση των συζητήσεων.

    Άρθρο 366

    Συμπληρωματικές έρευνες.

    Αφού απολογηθεί ο κατηγορούμενος, ο διευθύνων τη συζήτηση ρωτάει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 333, αν έχουν ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση και κατόπιν κηρύσσει τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας.

    Άρθρο 377

    Γενικές διατάξεις.

    1.Το μικτό ορκωτό δικαστήριο και το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτούνται κάθε μήνα, εκτός από τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, κατά τους οποίους μπορούν να συγκροτηθούν μόνο για εξαιρετικούς λόγους. Ο εισαγγελέας εφετών κρίνει αν υπάρχουν οι εξαιρετικοί λόγοι.

    2.Η σύνοδος του δικαστηρίου διαρκεί είκοσι τέσσερις ημέρες, διαιρείται σε δύο δωδεκαήμερες περιόδους. Η σύνοδος δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τις είκοσι τέσσερις ημέρες. Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου εξακολουθεί και μετά την εικοστή τέταρτη ημέρα για να συνεχιστεί η εκδίκαση υπόθεσης που είχε αρχίσει πριν λήξει η σύνοδος.

    Άρθρο 378

    Συγκρότηση δικαστηρίων.

    1.Κάθε χρόνο στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου ο εισαγγελέας εφετών ορίζει με διάταξη την ημέρα που αρχίζει κάθε σύνοδος των μικτών ορκωτών δικαστηρίων της έδρας του και της περιφέρειάς του, καθώς και του μικτού ορκωτού εφετείου της περιφέρειάς του στους επόμενους μήνες από τον Οκτώβριο έως και τον Ιούνιο. Επίσης κάθε χρόνο μέσα στον Ιούνιο ο εισαγγελέας εφετών ορίζει με διάταξη τη συγκρότηση των παραπάνω δικαστηρίων για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, αν κατά την κρίση του εξαιρετικοί λόγοι επιβάλλουν τη συγκρότησή τους και σε αυτούς τους μήνες.

    2.Οι παραπάνω διατάξεις του εισαγγελέα των εφετών τοιχοκολλούνται στην αίθουσα κάθε μικτού ορκωτού δικαστηρίου και κάθε μικτού ορκωτού εφετείου αντίστοιχα. Η διάταξη που εκδίδεται τον Ιούνιο τοιχοκολλάται μόνο στην αίθουσα των δικαστηρίων όπου πρόκειται να συγκροτηθούν αυτά στους καλοκαιρινούς μήνες.

    Άρθρο 379

    Προσόντα ενόρκων.

    1.Ικανοί να εκπληρώσουν καθήκοντα ενόρκου είναι:

    α) Για το μικτό ορκωτό δικαστήριο, οι Έλληνες πολίτες και των δύο φύλων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του πρωτοδικείου όπου συγκροτείται το μικτό ορκωτό δικαστήριο, έχουν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας τους, δεν έχουν όμως περάσει το 70ό, έχουν τουλάχιστον απολυτήριο λυκείου και δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα ή δεν έχουν αποστερηθεί θέσεις και αξιώματα (άρθρο 60 ΠΚ). β) Για το μικτό ορκωτό εφετείο, οι Έλληνες πολίτες και των δύο φύλων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του εφετείου, όπου συγκροτείται το μικτό ορκωτό εφετείο, έχουν συμπληρώσει το 40ό έτος της ηλικίας τους, δεν έχουν όμως περάσει το 70ό, έχουν τουλάχιστον απολυτήριο λυκείου και δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αν δεν υπάρχει επαρκής αριθμός ενόρκων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του εφετείου, θεωρούνται ικανοί να εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου και εκείνοι που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα έξω από την έδρα αλλά μέσα στην περιφέρεια του εφετείου.

    2.Θεωρούνται ότι κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του δικαστηρίου και οι δημόσιοι πολιτικοί, δημοτικοί ή κοινοτικοί υπάλληλοι, οι υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπηρετούν στην έδρα του δικαστηρίου με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και οι υπάλληλοι οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και τραπεζών, που υπηρετούν στην έδρα αυτού του δικαστηρίου.

    Άρθρο 380

    Κωλύματα ενόρκων

    Δεν μπορούν να είναι ένορκοι:

    α) ισοβίως οι κληρικοί κάθε θρησκεύματος και κάθε γενικά βαθμού καθώς και οι μοναχοί,

    β) προσωρινά και όσο διαρκεί η ιδιότητά τους ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός, οι Αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης, οι Υπουργοί , οι Υφυπουργοί, οι Γενικοί Γραμματείς των Υπουργείων, οι βουλευτές, οι κάθε βαθμίδας καθηγητές πανεπιστημίων, οι Περιφερειάρχες και Αντιπεριφερειάρχες, οι διπλωματικοί υπάλληλοι, οι ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί κάθε κατηγορίας και οι πάρεδροι, το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι Δήμαρχοι, οι Πρόεδροι κοινοτήτων και οι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και εισαγγελιών.

    Άρθρο 392

    Αίτηση ακύρωσης από τους ενόρκους που τιμωρήθηκαν.

    1.Οι αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή που αναφέρεται στην παρ. 2 του προηγούμενου άρθρου συντάσσονται και υπογράφονται μέσα σε πέντε ημέρες. Ο γραμματέας στέλνει αντίγραφά τους το αργότερο την επόμενη ημέρα από την υπογραφή τους στον εισαγγελέα εφετών, και, αν πρόκειται για δικαστήριο έξω από την έδρα του εφετείου, στον εισαγγελέα πρωτοδικών. Ο εισαγγελέας φροντίζει την ίδια ημέρα να επιδοθεί σε εκείνον που τιμωρήθηκε η απόφαση είτε με δικαστικό επιμελητή είτε με επιμελητή των δικαστηρίων. Αν η επίδοση γίνεται έξω από την πόλη όπου έχει την έδρα του το δικαστήριο, ή έξω από τους συνοικισμούς ή τα προάστιά της, είναι δυνατό να δοθεί παραγγελία γι’ αυτήν και σε κάθε όργανο της δημόσιας δύναμης, αν δεν υπάρχει επιμελητής ή απουσιάζει ή έχει κώλυμα.

    2.Αν ο ένορκος που τιμωρήθηκε είχε νόμιμο λόγο να απουσιάσει, όμως από ανώτερη βία ή ανυπέρβλητα αίτια δεν μπόρεσε να τον γνωστοποιήσει στους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου την ημέρα που απουσίαζε, μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της απόφασης, μέσα σε 15 ημέρες από τότε που έγινε η επίδοση. Η αίτηση παραδίδεται στον γραμματέα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, ο οποίος συντάσσει έκθεση γι’ αυτήν. Η αίτηση πρέπει να περιέχει ειδικά και συγκεκριμένα τον λόγο της απουσίας, καθώς και τα περιστατικά εξαιτίας των οποίων δεν έγινε δυνατό να γνωστοποιηθεί έγκαιρα. Η αίτηση καταχωρίζεται αμέσως από τον γραμματέα στο οικείο βιβλίο και στέλνεται στον εισαγγελέα που αναφέρεται στην παρ. 1.

    3.Αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης η υποβολή αίτησης για ακύρωση σύμφωνα με τα παραπάνω.

    4.Ο εισαγγελέας εισάγει την αίτηση σε επόμενη σύνοδο, όσο το δυνατό πιο σύντομα, ύστερα όμως από προηγούμενη κλήτευση εκείνου που υπέβαλε την αίτηση. Η κλήση επιδίδεται οκτώ ημέρες τουλάχιστον πριν από την συζήτηση. Η προθεσμία αυτή για εμφάνιση δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της απόστασης.

    5.Οι τακτικοί δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου αποφαίνονται αμετάκλητα ως προς την αίτηση. Εκείνος που υπέβαλε την αίτηση έχει την υποχρέωση να εμφανιστεί ο ίδιος ή να παραστεί διά πληρεξουσίου, ο οποίος έχει ειδική εντολή κατά το άρθρο 42 παρ. 2. Διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Αν η αίτηση γίνει τυπικά δεκτή και κριθεί βάσιμη στην ουσία, ακυρώνεται η απόφαση που προσβάλλεται με αυτήν.

    Άρθρο 393

    Άδειες απουσίας των ενόρκων.

    1.Με αίτηση του ενόρκου μπορεί κατά την διάρκεια της συνόδου να του δοθεί άδεια απουσίας.

    2.Η άδεια δίνεται με απόφαση των τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου μόνο αν διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι υπάρχει απόλυτη ανάγκη να απέχει ο ένορκος από τις συνεδριάσεις ή να απομακρυνθεί από την έδρα του δικαστηρίου και πιθανολογείται ότι δεν θα προκύψουν από τον λόγο αυτό δυσκολίες για να κληρωθούν ένορκοι, ώστε να συζητηθούν οι υποθέσεις.

    Άρθρο 394

    Κλήρωση ενόρκων για να συζητηθεί υπόθεση.

    Πριν αρχίσει να συζητείται κάθε υπόθεση, διαβάζεται σε δημόσια συνεδρίαση με την παρουσία του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου ο κατάλογος των ενόρκων της δωδεκαήμερης περιόδου, για την οποία προσδιορίστηκε η υπόθεση. Τα ονόματα που υπάρχουν στον κατάλογο διαβάζονται δυνατά με τη σειρά που είναι γραμμένα, ωσότου συμπληρωθεί από τους παρόντες ενόρκους ο αριθμός δέκα (10). Τα ονόματα αυτών των δέκα (10) ενόρκων μπαίνουν στην κληρωτίδα για να κληρωθούν οι τέσσερις (4) που μετέχουν με τους τακτικούς δικαστές στη σύνθεση του μικτού ορκωτού δικαστηρίου που θα δικάσει την υπόθεση.

    Άρθρο 430

    Αίτηση για την ακύρωση της απόφασης.

    1.Ο κατηγορούμενος που δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, εφόσον δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης, μπορεί να ζητήσει την ακύρωσή της για τον λόγο ότι κατά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος δεν συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 428, καθορίζοντας συγχρόνως και τον τόπο στον οποίο τότε διέμενε, διαφορετικά η αίτησή του είναι απαράδεκτη. Η αίτηση γίνεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία οκτώ ημερών από την εκτέλεση της απόφασης ή και πριν από αυτή, με έκθεση που συντάσσεται από τον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή του δικαστηρίου του τόπου εκτέλεσης. Στην έκθεση εκείνος που υπέβαλε την αίτηση οφείλει να δηλώσει την τωρινή διαμονή του και να ορίσει αντίκλητο στην έδρα του δικαστηρίου, προς τον οποίο θα γίνονται όλες οι επιδόσεις και οι κοινοποιήσεις που αφορούν τον κατηγορούμενο, διαφορετικά, η αίτησή του είναι απαράδεκτη. Η αίτηση εισάγεται για συζήτηση στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, την πρώτη δικάσιμο ύστερα από τρεις ημέρες από τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης, χωρίς να προσκαλείται εκείνος που υπέβαλε την αίτηση. Ο αρμόδιος εισαγγελέας οφείλει να κλητεύσει, χωρίς να τηρήσει καμιά προθεσμία, τους μάρτυρες που τυχόν του προτάθηκαν από εκείνον που υπέβαλε την αίτηση.

    2. Η αίτηση ακύρωσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Μπορεί όμως ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, μόλις πληροφορηθεί ότι ασκήθηκε η αίτηση ακύρωσης, να διατάξει την αναβολή ή την διακοπή της εκτέλεσης.

    Άρθρο 431

    Συζήτηση.

    1. Αν η αίτηση για ακύρωση αποδειχθεί βάσιμη, το δικαστήριο ακυρώνει την εκτελούμενη απόφαση και στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η άμεση εκδίκαση της υπόθεσης, διατάσσει την απόλυση του κατηγορουμένου και προσδιορίζει τη νέα δικάσιμο κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει την υποχρέωση να εμφανιστεί χωρίς να κλητευθεί, διαφορετικά, δικάζεται σαν να ήταν παρών, με εφαρμογή των άρθρων 340 και 341. Κατά τη νέα συζήτηση προσκαλούνται εκείνοι που εξετάστηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση που ακυρώθηκε, ακόμα και νέοι μάρτυρες που ο εισαγγελέας τους κρίνει χρήσιμους για να αποδειχτεί η αλήθεια, πάντοτε όμως διαβάζονται τα πρακτικά της συζήτησης που ακυρώθηκε.

    2.Αν εκείνος που υπέβαλε την αίτηση δεν εμφανιστεί, η αίτησή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, και δεν του επιτρέπεται πλέον να ζητήσει και πάλι την ακύρωση της απόφασης. Το δικαστήριο όμως, αν προβληθούν λόγοι ανώτερης βίας ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια εξαιτίας των οποίων δεν μπορεί ο κατηγορούμενος να εμφανιστεί στη συζήτηση της αίτησης για ακύρωση, μπορεί να αναβάλει μία φορά μόνο τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο, στην οποία εκείνος που υπέβαλε την αίτηση οφείλει να προσέλθει χωρίς να κλητευθεί.

    3.Εναντίον της απόφασης που απορρίπτει για οποιονδήποτε λόγο την αίτηση για ακύρωση της απόφασης δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο.

    Άρθρο 435

    Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας επί κακουργημάτων.

    1.Αν ο κατηγορούμενος, που καταδικάστηκε κατά τα άρθρα 432 παρ. 2 ή 433 από λόγους ανώτερης βίας ή από άλλα ανυπέρβλητα αίτια δεν μπόρεσε εγκαίρως να γνωστοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο στο δικαστήριο ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισής του στη δίκη και να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης (άρθρο 349), μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας που πραγματοποιήθηκε χωρίς την παρουσία του ή την εκπροσώπησή του από συνήγορο. Η αίτηση υποβάλλεται στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την έκδοσή της και αναφέρει τους λόγους ανώτερης βίας ή το ανυπέρβλητο κώλυμα. Νέα αίτηση για ακύρωση της ίδιας διαδικασίας είναι απαράδεκτη σε οποιουσδήποτε λόγους και αν στηρίζεται.

    2.Η αίτηση αυτή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Μπορεί όμως ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, μόλις υποβληθεί η αίτηση για ακύρωση, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης, έως ότου εκδικαστεί η αίτηση. Σε περίπτωση μη χορήγησης της αναστολής, ο αιτών δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο ή, αν αυτό δεν συνεδριάζει, στο δικαστικό συμβούλιο μέσα σε δύο ημέρες. Η αίτηση για ακύρωση εισάγεται, χωρίς να κλητευθεί εκείνος που την υπέβαλε, στην πρώτη δικάσιμο του δικαστηρίου που δίκασε, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα. Το δικαστήριο όμως είναι δυνατόν να αναβάλει τη συζήτηση για την αίτηση σε μεταγενέστερη ορισμένη δικάσιμο, αν προβάλλονται λόγοι ανώτερης βίας ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια, εξαιτίας των οποίων εκείνος που υπέβαλε την αίτηση δεν μπορεί να εμφανιστεί στη συζήτηση της αίτησης για ακύρωση. Αν γίνει δεκτή η αίτηση, ακυρώνεται η απόφαση που προσβάλλεται και διατάσσεται η νέα συζήτηση της υπόθεσης σε ρητή δικάσιμο, κατά την οποία ο κατηγορούμενος οφείλει να προσέλθει χωρίς να κλητευθεί. Η προθεσμία της έφεσης ή της αίτησης για αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης αρχίζει μετά την πάροδο άπρακτης της ως άνω δεκαπενθήμερης προθεσμίας ή, σε περίπτωση υποβολής αίτησης ακύρωσης, από την απόρριψή της.

    Άρθρο 462

    Ποια είναι τα ένδικα μέσα.

    Τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ποινική διαδικασία κατά των βουλευμάτων και των αποφάσεων, εκτός από όσα ορίζονται με ειδικές διατάξεις του Κώδικα, είναι: α) η έφεση και β) η αίτηση για αναίρεση.

    Άρθρο 464

    Ποιος τα ασκεί.

    Ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Σε κάθε όμως περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου μέσου.

    Άρθρο 486

    Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης.

    1. Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μονομελούς και του τριμελούς πλημμελειοδικείου και του εφετείου για πλημμέλημα (περ. δ’ άρθρου 110) μπορούν να ασκήσουν: α) ο κατηγορούμενος, μόνο αν αθωώθηκε για έμπρακτη μετάνοια ή με αιτιολογία που, χωρίς να είναι αναγκαίο, θίγει την υπόληψή του, β) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κατά των αποφάσεων των πλημμελειοδικείων (τριμελών και μονομελών) και του δικαστηρίου των ανηλίκων όπου ασκεί τα καθήκοντά του, και ο εισαγγελέας εφετών κατά των αποφάσεων του εφετείου όπου ασκεί τα καθήκοντά του (περ. δ’ άρθρου 110), καθώς και κατά των αποφάσεων των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και των πλημμελειοδικείων που υπάγονται γενικά στην περιφέρειά του.

    2.Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου της περιφέρειας όπου ασκεί τα καθήκοντά του και του τριμελούς εφετείου για κακουργήματα μπορεί να ασκήσει ο εισαγγελέας εφετών, εφόσον η απόφαση δεν είναι ομόφωνη και το μέλος ή τα μέλη που μειοψήφησαν είχαν την γνώμη ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος για πράξη που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος.

    Ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μονομελούς εφετείου.

    3.Ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης η οποία τον κηρύσσει αθώο λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής κατά το άρθρο 34 του ΠΚ και επιβάλλει σε αυτόν μέτρο θεραπείας, σύμφωνα με το άρθρο 69A του ΠΚ. Εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί το μέτρο θεραπείας μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που διατάσσει την παράταση του μέτρου, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του ΠΚ.

    Άρθρο 489

    Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης από τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα

    Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση:

    α) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από πέντε (5) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από διακόσιες σαράντα (240) ώρες ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από τέσσερις (4) μήνες,

    β) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα (περ. δ’ άρθρου 110), αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας ή συμμέτοχος ή δράστης συναφούς πλημμελήματος, σε ποινή φυλάκισης πάνω από οκτώ (8) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από τετρακόσιες ογδόντα (480) ώρες ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από έξι (6) μήνες,

    γ) κατά της απόφασης του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την οποία καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή επιβλήθηκαν σε αυτόν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα,

    δ) [Kαταργείται],

    ε) κατά της απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, του μονομελούς εφετείου και του τριμελούς εφετείου με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον δύο (2) ετών για πλημμέλημα.

    Άρθρο 577

    Έξοδα σε βάρος των κατηγορουμένων που καταδικάστηκαν.

    1.Κάθε κατηγορούμενος που καταδικάζεται σε ποινή καταδικάζεται ταυτόχρονα με την ίδια απόφαση και στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.

    2. Το ποσό των εξόδων ορίζεται με την καταδικαστική απόφαση και το ύψος τους καθορίζεται ως εξής:

    α) επί αποφάσεων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, από διακόσια (200) μέχρι τετρακόσια (400) ευρώ,

    β) επί αποφάσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, από εξακόσια (600) μέχρι χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ,

    γ) επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, από χίλια εξακόσια (1.600) μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ,

    δ) επί αποφάσεων Μονομελούς Εφετείου, από οκτακόσια (800) μέχρι δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ,

    ε) επί αποφάσεων Τριμελούς Εφετείου, από χίλια διακόσια (1.200) μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ,

    στ) επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Εφετείου, από δύο χιλιάδες (2.000) μέχρι τέσσερις χιλιάδες (4.000) ευρώ, και μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

    3. Για τον υπολογισμό του ύψους των εξόδων λαμβάνεται υπόψη εάν η διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης και της προδικασίας, υπήρξε δαπανηρή για το δημόσιο, ιδίως λόγω της μακροχρόνιας διάρκειας διεξαγωγής της δίκης ή της κυρίας ανακρίσεως, της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης και των κλήσεων σημαντικού αριθμού μαρτύρων.

    Άρθρο 578

    Έξοδα σε περίπτωση απόρριψης ενδίκων μέσων, ενστάσεων και αιτήσεων.

    1.Όταν η απόφαση απορρίπτει εξ ολοκλήρου την έφεση ή την αίτηση αναίρεσης ή επανάληψης διαδικασίας ή ακύρωσης της απόφασης (άρθρο 430) ή ακύρωσης της διαδικασίας (άρθρα 341 και 435), ή αναστολής εκτέλεσης (άρθρα 472 και 497), ή αντιρρήσεων κατά ποινικής διαταγής (άρθρο 412), τα έξοδα, που ισούνται με το μέγιστο ποσό αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 577 και σε περίπτωση απόρριψης αίτησης αναίρεσης στο διπλάσιο του ανωτέρω ποσού, επιβάλλονται σε καθέναν από εκείνους που άσκησαν το ένδικο μέσο ή την αίτηση.

    2.Όταν με την απόφαση απορρίπτονται ενστάσεις ή άλλες αιτήσεις που υποβάλλονται από οποιονδήποτε διάδικο κατά τη διάρκεια της συζήτησης ποινικών υποθέσεων, ή για κάθε άλλη αίτηση ενώπιον δικαστηρίου, δεν επιβάλλονται έξοδα.

    Άρθρο 579

    Έξοδα σε περίπτωση που ανακαλείται η έγκληση.

    1.Σε περίπτωση που ανακαλείται η έγκληση, κατά την κύρια διαδικασία, εκείνος που την ανακαλεί καταδικάζεται με την ίδια απόφαση στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ισούνται με το ελάχιστο των εξόδων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου.

    2.Αν η έγκληση ανακαλείται κατά την προδικασία ή την προπαρασκευαστική διαδικασία, τα έξοδα ανάκλησης ορίζονται στο ήμισυ των εξόδων της παρ. 1.

    Άρθρο 580

    Έξοδα σε βάρος εκείνων που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση.

    1.Τα δικαστικά συμβούλια και τα ποινικά δικαστήρια, όταν αποφαίνονται για υποθέσεις όπου η δίωξη έγινε με έγκληση ή με μήνυση, επιβάλλουν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος καθενός από εκείνους που έκαναν τη μήνυση ή την έγκληση, αν κρίνουν ότι η μήνυση ή έγκληση ήταν εντελώς ψευδής και έγινε με δόλο ή βαριά αμέλεια ή από τάση δικομανίας, όπως αυτή προκύπτει από την υποβολή ασυνήθους αριθμού αβάσιμων προηγούμενων μηνύσεων ή εγκλήσεων του ίδιου προσώπου ή ότι παραμορφώθηκαν με αυτήν δολίως τα πράγματα, ώστε να δοθεί στην πράξη βαρύτερος χαρακτηρισμός ή να συμπεριληφθούν στην δίωξη πρόσωπα εντελώς αμέτοχα στην αξιόποινη πράξη. Η απαλλαγή ή η επιβολή πρέπει ειδικά να αιτιολογείται.

    2. Το ποσό των εξόδων που κατά την παρ. 1 επιβάλλεται από το δικαστήριο, σε βάρος καθενός από εκείνους που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση σύμφωνα με την παρ. 1, είναι ίσο με το διπλάσιο του μεγίστου ποσού που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο που καταδικάζεται. Το ποσό των εξόδων που επιβάλλεται από το δικαστικό συμβούλιο είναι ίσο με το μέγιστο ποσό που επιβάλλεται από το αντίστοιχου βαθμού τριμελές δικαστήριο.

    3.Η διάταξη του άρθρου 577 παρ. 2 εφαρμόζεται ανάλογα και σε αυτήν την περίπτωση.

    4. Ο εισαγγελέας όταν αρχειοθετεί τη μήνυση (άρθρο 43) ή απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 51) επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του μηνυτή ή του εγκαλούντος, αν κρίνει ότι η μήνυση ή η έγκληση ήταν προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια ή από τάση δικομανίας, όπως αυτή προκύπτει από την υποβολή ασυνήθους αριθμού αβάσιμων προηγούμενων μηνύσεων ή εγκλήσεων του ίδιου προσώπου. Το ποσό των εξόδων είναι ίσο με το μέγιστο ποσό που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο που καταδικάζεται από το τριμελές πλημμελειοδικείο.

    Άρθρο 583

    Είσπραξη και βεβαίωση εξόδων.

    1.Η διάταξη της απόφασης για την καταδίκη στα έξοδα είναι εκτελεστή από τότε που είναι εκτελεστή και η διάταξη για την ποινή. Σε κάθε άλλη περίπτωση η διάταξη της απόφασης ή του βουλεύματος για την καταδίκη στα έξοδα είναι εκτελεστή από τότε που αυτά γίνονται αμετάκλητα.

    2.Το ανασταλτικό αποτέλεσμα από την άσκηση ενδίκων μέσων ή από την προθεσμία για την άσκησή τους επεκτείνεται και στη διάταξη για τα έξοδα.

    3.Οι γραμματείς των ποινικών δικαστηρίων οφείλουν μέσα στον επόμενο μήνα από τότε που οι αποφάσεις ή τα βουλεύματα γίνονται αμετάκλητα, να βεβαιώσουν στο δημόσιο ταμείο τα ποσά των εξόδων που έχουν επιβληθεί και δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί.

    4.Με απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών ρυθμίζεται η διαδικασία για τη βεβαίωση και την είσπραξη των εξόδων. Για ορισμένες κατηγορίες από αυτά μπορεί αντί για τη βεβαίωση να καθορίζεται άλλος τρόπος είσπραξης.

    5Για την πληρωμή των εξόδων κατά δόσεις εφαρμόζονται οι διατάξεις της νομοθεσίας «περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων».

    Άρθρο 584

    Επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν.

    1.Αν εκείνος που καταδικάστηκε κατέβαλε το ποσό των δικαστικών εξόδων που του επιβλήθηκε, έπειτα όμως ασκώντας ένδικο μέσο αθωώθηκε, ο εισαγγελέας του οικείου δικαστηρίου φροντίζει αυτεπαγγέλτως για την επιστροφή του ποσού που καταβλήθηκε. Το ίδιο ισχύει και αν συντρέχει περίπτωση επιστροφής μέρους του ποσού των εξόδων που καταβλήθηκε.

    2.Το ποσό που κατατέθηκε από τον ίδιο τον καταδικασμένο ως εγγύηση για την προσωρινή απόλυσή του από τις φυλακές μπορεί, ύστερα από ειδική γραπτή δήλωσή του και παραίτησή του από τα ένδικα μέσα, να συμψηφιστεί με την οφειλή του για έξοδα. Το ίδιο ισχύει και για την εγγύηση που κατατέθηκε από τρίτον, ύστερα από γραπτή συναίνεσή του που μπορεί να προκύπτει και από το γραμμάτιο της εγγύησης.

    3.Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις «περί δημοσίων εσόδων και πληρωμής δαπανών του Κράτους».

    4.Οι διατάξεις των παρ. 1 έως 3 αυτού του άρθρου αρχίζουν να εφαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών, η οποία ρυθμίζει και τις λεπτομέρειες εκτέλεσής τους.

    Σωστές απαντήσεις:

    1.Γ (άρθρο 83 παρ.1 ΚΠΔ)

    2.Β (άρθρο 84 ΚΠΔ)

    3.Α (άρθρο 145 παρ. 2 ΚΠΔ)

    4.Β (άρθρο 187 ΚΠΔ)

    5.Β (άρθρο 83 παρ. 1 ΚΠΔ)

    6.Β (άρθρο 83 παρ. 2 ΚΠΔ)

    7.Α (άρθρο 333 παρ. 2 ΚΠΔ)

    8.Γ (άρθρο 333 παρ. 3 ΚΠΔ)

    9.Α (άρθρο 145 παρ. 2 ΚΠΔ)

    10.Γ (άρθρο 84 ΚΠΔ)

    11.Β (άρθρο 334 παρ. 1 ΚΠΔ)

    12. Α (άρθρο 366 ΚΠΔ)

    13.Γ (άρθρο 377 παρ. 1 ΚΠΔ)

    14.Α (άρθρο 378 παρ. 2 ΚΠΔ)

    15.Β (άρθρο 379 παρ. 1β ΚΠΔ)

    16.Β (άρθρο 380 α ΚΠΔ)

    17.Β (άρθρο 392 παρ. 2 ΚΠΔ)

    18.Β (άρθρο 392 παρ. 5 ΚΠΔ)

    19.Β (άρθρο 393 παρ. 2 ΚΠΔ)

    20.Γ (άρθρο 394 ΚΠΔ)

    21.Α (άρθρο 430 παρ. 1 ΚΠΔ)

    22.Β (άρθρο 431 παρ. 1 ΚΠΔ)

    23.Α (άρθρο 462 ΚΠΔ)

    24.Γ (άρθρο 464 ΚΠΔ)

    25.Β (άρθρο 486 παρ. 2 ΚΠΔ)

    26.Γ (άρθρο 489 α ΚΠΔ)

    27.Β (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ)

    28.Β (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ)

    29.Γ (άρθρο 579 παρ. 2 ΚΠΔ)

    30.Β (άρθρο 584 παρ. 1 ΚΠΔ)

    Πηγή

    Ακολουθήστε μας στο Google News για να μαθαίνεις όλες τις ειδήσεις απο Ελλάδα και όλο τον Κόσμο
    Newsroom
    Newsroomhttp://refreshnews.gr/
    Ενημέρωση | Ψυχαγωγία |Στείλε μας το άρθρο σου στο info@refreshnews.gr

    ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

    spot_img

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ