Ευκαιρία για το ευρώ χαρακτήρισε την απώλεια αξιοπιστίας του δολαρίου, η η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ.
Σαφές κάλεσμα προς τους Ευρωπαίους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να αδράξουν την παρούσα συγκυρία και να ενισχύσουν τη διεθνή θέση του ευρώ απηύθυνε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, επισημαίνοντας ότι η απώλεια αξιοπιστίας του δολαρίου λόγω της πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ συνιστά ιστορική ευκαιρία για το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.
Σε άρθρο της στους Financial Times, η Λαγκάρντ έκανε λόγο για «μια στιγμή παγκόσμιου ευρώ», υπογραμμίζοντας ότι «για να εκμεταλλευτούμε αυτή την ευκαιρία, πρέπει να δράσουμε αποφασιστικά ως μια ενωμένη Ευρώπη που παίρνει τον έλεγχο της μοίρας της». Η Γαλλίδα επικεφαλής της ΕΚΤ τόνισε ότι η διεθνής ενίσχυση του ευρώ «δεν θα συμβεί αυτόματα: πρέπει να κερδηθεί».
Οι δηλώσεις της έρχονται ενώ οι διεθνείς αγορές βλέπουν το δολάριο να χάνει μέρος της αίγλης του ως «ασφαλές καταφύγιο». Όπως μεταδίδει το Bloomberg, οι επενδυτές έχουν στραφεί μαζικά φέτος μακριά από το δολάριο εξαιτίας των απρόβλεπτων πολιτικών του Ντόναλντ Τραμπ, ιδίως στον τομέα του εμπορίου. Ταυτόχρονα, η Ευρώπη φαίνεται να κερδίζει έδαφος, εν μέρει λόγω μιας πιο τολμηρής στροφής προς τις δημόσιες δαπάνες, κυρίως στη Γερμανία.
Παρά την αλλαγή του κλίματος, μια πρόσφατη έκθεση της ΕΚΤ δείχνει πως η διεθνής χρήση του ευρώ παρέμεινε στάσιμη το 2024, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι το κοινό νόμισμα εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά απέναντι στο δολάριο. Όπως σημείωσε η Λαγκάρντ, η σημερινή αβεβαιότητα για το κυρίαρχο νόμισμα δεν έχει οδηγήσει σε μια σαφή μετατόπιση προς εναλλακτικές λύσεις, αλλά μάλλον σε ενίσχυση της ζήτησης για χρυσό.
Παράλληλα, υπενθύμισε ότι το να αποτελεί ένα νόμισμα διεθνές αποθεματικό φέρει και ευθύνες, αναφέροντας ότι η ΕΚΤ έχει επεκτείνει τις γραμμές swap και repos με βασικούς εταίρους ώστε να αποτρέψει ελλείψεις ρευστότητας σε ευρώ στο εξωτερικό. Πρόσθεσε ακόμη ότι η κοινή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση δημόσιων αγαθών, όπως η άμυνα, μπορεί να συνδράμει στη δημιουργία ασφαλών περιουσιακών στοιχείων.
Η αστάθεια στις αγορές μετά το πρόσφατο ξέσπασμα πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Ιράν δεν είχε την αναμενόμενη επίδραση στο δολάριο, το οποίο δεν παρουσίασε αξιόλογη ενίσχυση. Αντίθετα με προηγούμενες γεωπολιτικές κρίσεις, όπως το 2006 ή το 2023, η αντίδραση της αγοράς ήταν σχεδόν αμελητέα: ο δείκτης του δολαρίου ανέβηκε μόλις κατά 0,25%. Και αυτό ενώ το νόμισμα ξεκινούσε από το χαμηλότερο σημείο των τελευταίων τριάμισι ετών, έχοντας υποχωρήσει κατά 10% σε διάστημα 12 μηνών.
Η χλιαρή αυτή αντίδραση ερμηνεύεται από τους αναλυτές ως ένδειξη ότι οι επενδυτές επανεξετάζουν τη θέση τους απέναντι στο δολάριο, κυρίως λόγω της ανορθόδοξης πολιτικής του Τραμπ και των αυξανόμενων διαρθρωτικών κινδύνων στις ΗΠΑ. Η Westpac σημείωσε ότι η δημοσιονομική επιδείνωση της Ουάσινγκτον και η πολιτική αβεβαιότητα πλήττουν την εικόνα του δολαρίου ως σταθερού καταφυγίου.
Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι το δολάριο παραμένει το κυρίαρχο νόμισμα παγκοσμίως, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 60% των παγκόσμιων αποθεμάτων ύψους 12 τρισ. δολαρίων, με το ευρώ να ακολουθεί από απόσταση, με μερίδιο περίπου 20%. Περίπου τα δύο τρίτα του παγκόσμιου χρέους εκδίδονται σε δολάρια, ενώ σχεδόν το 90% των συναλλαγματικών συναλλαγών διεξάγονται επίσης σε δολάρια, γεγονός που καθιστά το αμερικανικό νόμισμα βαθιά ενσωματωμένο στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όμως, όπως εκτίμησε και ο αναλυτής της JPMorgan Private Bank, Τζο Σέιντλ, το καθεστώς του δολαρίου ως παγκόσμιου νομισματικού άξονα θα μπορούσε να αποδυναμωθεί εάν οι επενδυτές συνεχίσουν να αναζητούν εναλλακτικά αποθεματικά νομίσματα και να λαμβάνουν μέτρα για να περιορίσουν την έκθεσή τους σε αυτό. Αν επαληθευτεί αυτό το σενάριο, τότε ενδέχεται να ανατραπεί η θεωρία που επί δεκαετίες ήθελε το δολάριο να ενισχύεται σε περιόδους έντονης παγκόσμιας αβεβαιότητας.