Το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ, μολονότι αποτελεί θεμελιώδη αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου, δεν είναι απόλυτο
Με την υπ’ αριθμόν 371/2025 απόφασή του, το Β’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έθεσε κρίσιμα ερμηνευτικά όρια γύρω από το δικαίωμα επιστροφής Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) σε επιχειρήσεις που δεν είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα, αλλά δραστηριοποιούνται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς ερμηνεύει βασικές έννοιες του ενωσιακού και εθνικού φορολογικού δικαίου, αναφορικά με τις αποδείξεις που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της χρήσης αγαθών ή υπηρεσιών σε φορολογητέες δραστηριότητες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ, μολονότι αποτελεί θεμελιώδη αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου, δεν είναι απόλυτο. Αντιθέτως, προϋποθέτει την πλήρη και σαφή τεκμηρίωση ότι τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που αγοράστηκαν χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για την οικονομική δραστηριότητα του αιτούντος. Η μη αναγραφή στοιχείων όπως οι αριθμοί κυκλοφορίας των οχημάτων στα παραστατικά, σε συνδυασμό με τη μορφή και τον όγκο των συναλλαγών (π.χ. παραδόσεις καυσίμων σε υπέργεια δεξαμενή), κρίθηκαν από το ΣτΕ ως ουσιαστικά εμπόδια για τη διαπίστωση της απαιτούμενης σύνδεσης μεταξύ της δαπάνης και της φορολογητέας δραστηριότητας.
Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε από το Δικαστήριο στη διάκριση μεταξύ τυπικών και ουσιαστικών πλημμελειών. Το ΣτΕ υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία τόσο του ίδιου όσο και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τυπικές παραλείψεις —όπως η ελλιπής συμπλήρωση τιμολογίων— δεν μπορούν από μόνες τους να αποτελέσουν λόγο απόρριψης ενός αιτήματος επιστροφής ΦΠΑ. Ωστόσο, όταν τέτοιες παραλείψεις δημιουργούν αμφιβολία για το κατά πόσον η σχετική δαπάνη εξυπηρέτησε πράγματι φορολογητέα δραστηριότητα του αιτούντος, τότε καθίστανται ουσιώδεις.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι το βάρος απόδειξης φέρει πάντοτε ο αιτών και δεν αρκεί η γενική επίκληση ότι τα αγαθά παραλήφθηκαν για επαγγελματική χρήση. Αντίθετα, απαιτείται θετική, συγκεκριμένη τεκμηρίωση, ιδίως σε περιπτώσεις όπως η αγορά καυσίμων, όπου ο κίνδυνος για χρήση από τρίτους (όπως σε κοινές δεξαμενές) είναι αυξημένος.
Η απόφαση 371/2025, συνεπώς, δεν απορρίπτει το δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ σε αλλοδαπές επιχειρήσεις, αλλά ενισχύει τη σημασία της τεκμηρίωσης και της διαφάνειας στις συναλλαγές. Υπογραμμίζει επίσης ότι οι εθνικές φορολογικές αρχές μπορούν να απορρίψουν αιτήματα επιστροφής μόνο όταν υπάρχουν εύλογες και επαρκώς αιτιολογημένες αμφιβολίες για τη σύνδεση μεταξύ της δαπάνης και της επαγγελματικής δραστηριότητας του αιτούντος.