Για την Ελλάδα, που ήδη ξοδεύει ένα μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ της για την άμυνα — συγκεκριμένα 3,2% το 2023 — αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αυξήσει τις σχετικές δαπάνες κατά 1,8% του ΑΕΠ.
Οι 32 χώρες του ΝΑΤΟ, αντιμέτωπες με τη συνεχιζόμενη απειλή από τη Ρωσία αλλά και υπό την πίεση του Ντόναλντ Τραμπ για μεγαλύτερη συμβολή στην κοινή άμυνα, ετοιμάζονται να ανακοινώσουν μια σημαντική συμφωνία στη Σύνοδο Κορυφής που διεξάγεται σήμερα και αύριο στη Χάγη. Σύμφωνα με αυτή τη συμφωνία, κάθε κράτος-μέλος θα δεσμευτεί να δαπανά το 5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος του για την ασφάλεια, περιλαμβάνοντας στρατιωτικές δαπάνες, τεχνολογίες άμυνας και κυβερνοασφάλεια.
Για την Ελλάδα, που ήδη ξοδεύει ένα μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ της για την άμυνα — συγκεκριμένα 3,2% το 2023 — αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αυξήσει τις σχετικές δαπάνες κατά 1,8% του ΑΕΠ. Με βάση το σημερινό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας, αυτή η αύξηση αντιστοιχεί περίπου σε 11,2 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Πρόκειται για ένα ποσό που επιβαρύνει σημαντικά τον κρατικό προϋπολογισμό και στερεί χρήματα από άλλους κρίσιμους τομείς, όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι κοινωνικές δαπάνες. Για τον λόγο αυτό, η ελληνική πλευρά θεωρεί αναγκαία την οικονομική υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί χωρίς να διακινδυνεύσει την κοινωνική συνοχή.
Το ζήτημα των αυξημένων αμυντικών δαπανών δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Συνολικά η ΕΕ βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγάλο οικονομικό δίλημμα, καθώς πρέπει να βρει επιπλέον πόρους για να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες υποχρεώσεις της: την πράσινη μετάβαση, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, την εξωτερική πολιτική και την αποπληρωμή των δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης της περιόδου της πανδημίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, για να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες, ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός θα πρέπει να αυξηθεί σχεδόν στο διπλάσιο, δηλαδή κατά 0,9% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της ΕΕ.
Ωστόσο, τα έσοδά της ΕΕ προέρχονται κυρίως από τις εθνικές κυβερνήσεις, που συνεισφέρουν στον προϋπολογισμό ανάλογα με το εισόδημά τους. Για να αυξηθούν τα ευρωπαϊκά έσοδα, χρειάζεται είτε οι χώρες να συμφωνήσουν να πληρώνουν περισσότερα είτε να δημιουργηθούν νέοι μηχανισμοί είσπραξης. Στη βάση αυτή ευρωπαϊκά think tank έχουν προτείνει την επιβολή μιας νέας «εισφοράς αμυντικής ανεπάρκειας», δηλαδή μιας οικονομικής υποχρέωσης για τα κράτη που δεν ξοδεύουν αρκετά για την άμυνα.
Η ιδέα βασίζεται στο γεγονός ότι η ειρήνη και η ασφάλεια είναι κοινά αγαθά για όλη την Ευρώπη, αλλά διασφαλίζονται κυρίως μέσω των εθνικών αμυντικών δαπανών. Όταν ορισμένα κράτη ξοδεύουν πολύ λιγότερα — όπως η Ιρλανδία με μόλις 0,2% του ΑΕΠ της — επωφελούνται έμμεσα από τις δαπάνες άλλων κρατών, χωρίς να συμβάλλουν ισότιμα. Αυτό δημιουργεί ένα πρόβλημα «τζαμπατζήδων» (free riders), το οποίο η προτεινόμενη εισφορά στοχεύει να αντιμετωπίσει.
Η εισφορά θα υπολογίζεται βάσει της διαφοράς ανάμεσα στις πραγματικές δαπάνες κάθε χώρας και σε έναν καθορισμένο στόχο — για παράδειγμα το 2% ή το μέσο όρο των ευρωπαϊκών δαπανών. Οι χώρες που δαπανούν λιγότερα θα πληρώνουν αναλογικά περισσότερο στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Αν για παράδειγμα το όριο τεθεί στο 2% και ο συντελεστής υπολογισμού είναι 25%, τότε 21 χώρες της ΕΕ θα καλούνταν να πληρώσουν έως και 30 δισεκατομμύρια ευρώ επιπλέον ετησίως. Αν το όριο βασίζεται στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τότε το ποσό διαμορφώνεται στα 8 δισεκατομμύρια.
Η πρόταση συνοδεύεται και από την ιδέα μιας επιπλέον εισφοράς για κράτη που στις αμυντικές τους προμήθειες αποκλείουν συστηματικά ευρωπαϊκές εταιρείες υπέρ εγχώριων. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα ενίσχυε τη διαφάνεια και θα προωθούσε μια ενιαία ευρωπαϊκή αγορά στον τομέα της άμυνας.
Η νομική βάση για όλα αυτά υπάρχει ήδη στη Συνθήκη της ΕΕ (άρθρο 311), ενώ αντίστοιχο προηγούμενο υπάρχει με την εισφορά για τα μη ανακυκλώσιμα πλαστικά απόβλητα. Αν υιοθετηθεί, η νέα εισφορά θα μπορούσε να ενισχύσει τον ρόλο της ΕΕ στην κοινή άμυνα, να επιβραβεύσει τις χώρες που συμβάλλουν περισσότερο και να ασκήσει πίεση σε όσες υστερούν, χωρίς να καταλήξει σε άμεσες περικοπές εθνικών δαπανών.