Στο επίκεντρο των προτάσεων του Ντράγκι βρίσκεται η έκδοση κοινού χρέους για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στην πράσινη ενέργεια και την καινοτομία, καθώς και η βαθύτερη ενοποίηση των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών της ΕΕ.
Σε μια περίοδο έντονης αστάθειας, όπου οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι τεχνολογικές μεταβολές και η ανάγκη για θεσμικές τομές διαμορφώνουν ένα ρευστό διεθνές τοπίο, η 29η Ετήσια Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης του Economist με την Ελληνική Κυβέρνηση επιστρέφει από την 1η έως τις 3 Ιουλίου 2025, στο Grand Resort Lagonissi.
Με τίτλο «Walking steadily across a tightrope of uncertainty», το συνέδριο φιλοδοξεί να αποτελέσει κόμβο διαλόγου υψηλού επιπέδου για την οικονομία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, φέρνοντας στο προσκήνιο τη θέση της Ελλάδας και της Ευρώπης σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία.
Ιδιαίτερο βάρος αποκτά η παρουσία του Μάριο Ντράγκι, πρώην προέδρου της ΕΚΤ, σε μια συγκυρία κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με την ανάγκη επιλογής μεταξύ της μεταρρυθμιστικής τόλμης και της αδράνειας. Η τοποθέτησή του έρχεται σε μια στιγμή που εντείνονται οι φωνές εντός της ΕΕ για επαναπροσδιορισμό του ρόλου της ΕΚΤ. Πολλοί ζητούν πλέον τη σταδιακή απόσυρσή της από τον ρόλο του «συλλέκτη συστημικού ρίσκου» και την έναρξη μείωσης των κρατικών ομολόγων στο ενεργητικό της, με στόχο να επανέλθει η δημοσιονομική πειθαρχία στα κράτη-μέλη.
Η μετάβαση αυτή όμως φαντάζει ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς η Ευρώπη καλείται ταυτόχρονα να επενδύσει σε άμυνα, να εκσυγχρονίσει τις υποδομές της και να ανταγωνιστεί τεχνολογικά ισχυρές δυνάμεις.
Η επιστροφή των προβλημάτων που είχαν αποκαλυφθεί δραματικά με την κρίση χρέους του 2010, καθιστά σαφές ότι οι παθογένειες της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής παραμένουν ενεργές. Τότε, η ΕΚΤ είχε αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο – από τις μαζικές αγορές ομολόγων μέχρι την περίφημη φράση «whatever it takes» του Μάριο Ντράγκι – διαμορφώνοντας έναν μηχανισμό στήριξης με όρους και επιμερισμό ζημιών. Ωστόσο, η πολιτική στήριξη σε εκείνη τη θεσμική μεταρρύθμιση εξαντλήθηκε τα επόμενα χρόνια, οδηγώντας σε νέα χαλάρωση των κανόνων και μαζικές επεμβάσεις από την ΕΚΤ μέσω ποσοτικής χαλάρωσης.
Η πανδημία επιτάχυνε περαιτέρω αυτή την πορεία, καθώς η ΕΚΤ συνέχισε να αυξάνει την έκθεσή της σε κρατικό χρέος, χρησιμοποιώντας τη «ευελιξία» στις αγορές για να περιορίσει τις διαφορές αποδόσεων (spreads). Όμως η επιστροφή του πληθωρισμού σε διψήφια επίπεδα έπληξε την αξιοπιστία της Τράπεζας ως θεματοφύλακα της σταθερότητας τιμών, δημιουργώντας ανησυχίες ότι η επόμενη κρίση ίσως δεν θα είναι διαχειρίσιμη.
Σήμερα, η Ευρώπη παρουσιάζει μια εικόνα υπερχρεωμένων κρατών, ασθενών τραπεζικών συστημάτων και ρυθμιστικών πλαισίων που πνίγουν την καινοτομία. Η εξάρτηση των τραπεζών από κρατικό χρέος τις καθιστά ευάλωτες σε κάθε κρίση δημοσίου χρέους, αυξάνοντας τον κίνδυνο μετάδοσης στο τραπεζικό σύστημα. Το ενδεχόμενο μιας νέας κρίσης δεν θεωρείται απλώς πιθανό, αλλά σχεδόν βέβαιο – και τα εργαλεία της ΕΚΤ μπορεί να αποδειχθούν ανεπαρκή.
Το πρόβλημα, όπως αναδεικνύεται, δεν είναι οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ καθαυτές, αλλά η αποτυχία των πολιτικών και θεσμικών ηγεσιών της ΕΕ να προχωρήσουν σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα καθιστούσαν τις έκτακτες επεμβάσεις περιττές. Η θεσμική επανεκκίνηση φαντάζει πλέον αναγκαία: με δημιουργία ευρωπαϊκού δημοσιονομικού μηχανισμού ταχείας παρέμβασης, με αυστηρές προϋποθέσεις, ώστε να απελευθερωθεί η ΕΚΤ από ρόλους που υπερβαίνουν το θεσμικό της πεδίο.
Ο Μάριο Ντράγκι αναμένεται να προτείνει ένα φιλόδοξο σχέδιο οικονομικής επανεκκίνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με επίκεντρο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξημένων πιέσεων.
Στο επίκεντρο των προτάσεών του βρίσκεται η έκδοση κοινού χρέους για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στην πράσινη ενέργεια και την καινοτομία, καθώς και η βαθύτερη ενοποίηση των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών της ΕΕ. Ο ίδιος αναμένεται να αναδείξει ως βασικές προκλήσεις το τεχνολογικό χάσμα με ΗΠΑ και Κίνα, την εξάρτηση από εισαγόμενες πρώτες ύλες και την ανάγκη διατήρησης της κοινωνικής συνοχής σε συνθήκες γήρανσης του πληθυσμού και τεχνολογικού μετασχηματισμού. Τέλος, αναμένεται να αναφερθεί στην ανάγκη ευελιξίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων ώστε να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα της ομοφωνίας.