Νέα στρατηγική για την πράσινη βιομηχανική μετάβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μια νέα στρατηγική για την πράσινη βιομηχανική μετάβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προτείνει το ευρωπαϊκό ινστιτούτο οικονομικών ερευνών Bruegel, εστιάζοντας στην εισαγωγή ενεργοβόρων προϊόντων αντί της αποκλειστικής ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής καθαρής ενέργειας.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση «Paris Report 2025», που εκπονήθηκε σε συνεργασία με το Κέντρο Οικονομικής Πολιτικής Έρευνας (CEPR), η ΕΕ θα μπορούσε να πετύχει τους πράσινους στόχους της με χαμηλότερο κόστος, αν στραφεί σε προϊόντα που έχουν ήδη παραχθεί με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε τρίτες χώρες με συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Το Bruegel επισημαίνει ότι η παραγωγή καθαρής ενέργειας εντός της ΕΕ είναι ακριβή και περιορισμένη, λόγω φυσικών εμποδίων, έλλειψης διαθέσιμης γης και κοινωνικών αντιστάσεων στην εγκατάσταση ενεργειακών υποδομών. Παράλληλα, η μεταφορά καθαρής ενέργειας από το εξωτερικό, όπως υδρογόνου ή ηλεκτρικού ρεύματος, θεωρείται δαπανηρή και τεχνικά δύσκολη. Ως εναλλακτική, προτείνει την εισαγωγή προϊόντων όπως η αμμωνία, η μεθανόλη και ο μειωμένος σίδηρος, τα οποία μπορούν να παραχθούν φθηνότερα σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Αίγυπτος και η Μαυριτανία, όπου υπάρχουν πιο ευνοϊκές φυσικές συνθήκες για την παραγωγή πράσινης ενέργειας.
Η εισαγωγή τέτοιων προϊόντων, σύμφωνα με το ινστιτούτο, θα μπορούσε να καλύψει πάνω από το 10% της μελλοντικής ενεργειακής ζήτησης της Ευρώπης, μειώνοντας την πίεση στην εσωτερική αγορά ενέργειας και περιορίζοντας την ανάγκη για αδιακρίτως επιδοτούμενη εγχώρια βιομηχανία. Επιπλέον, θα ενίσχυε τις οικονομίες των χωρών του Παγκόσμιου Νότου, προσελκύοντας επενδύσεις και δημιουργώντας θέσεις εργασίας σε νέες πράσινες αλυσίδες αξίας.
Η πρόταση του Bruegel έρχεται σε αντίθεση με την επικρατούσα τάση πολλών κρατών-μελών της ΕΕ να διατηρούν υψηλά επίπεδα επιδοτήσεων στις ενεργοβόρες βιομηχανίες, στο όνομα της στρατηγικής αυτάρκειας και της πολιτικής σταθερότητας. Αν και τεχνικά τεκμηριωμένη και οικονομικά αποδοτική, η στρατηγική του Bruegel αναμένεται να αντιμετωπίσει σοβαρές πολιτικές προκλήσεις, καθώς ορισμένες κυβερνήσεις και συνδικάτα ενδέχεται να αντιδράσουν στην ιδέα της «εξαγωγής» θέσεων εργασίας και μεταφοράς παραγωγικών δραστηριοτήτων εκτός Ευρώπης.