Η πρόταση της Κομισιόν για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο προβλέπει συνολικό προϋπολογισμό 2 τρισ. ευρώ, με νέα εργαλεία, ανακατανομή κονδυλίων και πιο απαιτητικούς όρους εκταμίευσης.
Η Ελλάδα πρόκειται να αναλάβει την Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δεύτερο εξάμηνο του 2027, ολοκληρώνοντας τη θητεία της με την παράδοση στην Ιταλία την 1η Ιανουαρίου 2028. Πρόκειται για την έκτη φορά που η χώρα μας θα αναλάβει αυτόν τον θεσμικό ρόλο από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1981.
Η συγκυρία καθιστά την επερχόμενη Προεδρία ιδιαίτερης σημασίας — όχι μόνο για την εικόνα της Ελλάδας στην Ευρώπη, αλλά και για τον ουσιαστικό της ρόλο στη διαμόρφωση κρίσιμων ευρωπαϊκών αποφάσεων, όπως το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο. Με αυτά τα δεδομένα, είναι απολύτως αναγκαίο οι εθνικές εκλογές να έχουν διεξαχθεί εντός του 2026. Μια εκλογική αναμέτρηση εντός του 2027, ακόμη και μήνες πριν από την έναρξη της Προεδρίας, θα δημιουργούσε σοβαρές δυσκολίες στην εθνική προετοιμασία και θα υπονόμευε τη δυνατότητα της Ελλάδας να εκπληρώσει αποτελεσματικά τον ρόλο της σε ένα απαιτητικό ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Η Προεδρία της ΕΕ απαιτεί όχι απλώς μια σταθερή, προετοιμασμένη και διοικητικά λειτουργική κυβέρνηση. Κάθε κράτος μέλος που ασκεί την Προεδρία της ΕΕ εκπροσωπεί το Συμβούλιο, ηγείται πολιτικά και τεχνικά των εργασιών του, προεδρεύει των υπουργικών συνόδων και αναλαμβάνει ρόλο έντιμου διαμεσολαβητή σε σύνθετες διακρατικές διαπραγματεύσεις. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, η συγκυρία καθιστά την ανάγκη για πολιτική σταθερότητα ακόμη πιο επιτακτική: το δεύτερο εξάμηνο του 2027 είναι πιθανό να συμπέσει με την τελική φάση των διαβουλεύσεων για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) 2028-2034 — ένα από τα πιο κρίσιμα και αμφιλεγόμενα θέματα της επόμενης ευρωπαϊκής περιόδου.
Η πρόταση της Κομισιόν για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο προβλέπει συνολικό προϋπολογισμό 2 τρισ. ευρώ, με νέα εργαλεία, ανακατανομή κονδυλίων και πιο απαιτητικούς όρους εκταμίευσης. Οι διαπραγματεύσεις αναμένεται να είναι σκληρές, και ήδη εκτιμάται ότι η τελική συμφωνία μπορεί να μετατεθεί για την περίοδο της ελληνικής προεδρίας. Η Ελλάδα, συνεπώς, θα κληθεί όχι μόνο να οργανώσει και να φιλοξενήσει τις κρίσιμες συνόδους, αλλά και να διαχειριστεί ως προεδρεύουσα χώρα τις διμερείς εντάσεις, να ενθαρρύνει συγκλίσεις και να εξασφαλίσει την επίτευξη συμβιβασμών.
Η ίδια η ελληνική πλευρά έχει ισχυρό διακύβευμα. Σύμφωνα με την πρόταση της Κομισιόν, τα κονδύλια που προβλέπονται για τη χώρα, αν και φαινομενικά παραμένουν στα ίδια επίπεδα με την περίοδο 2021–2027 (49,2 δισ. ευρώ), είναι σε πραγματικούς όρους μειωμένα, κυρίως ως προς τους δύο πυλώνες-κλειδιά: τη Συνοχή και την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Την ίδια στιγμή, ενισχύονται οι πόροι για τη μετανάστευση και το Ταμείο Κοινωνικού Κλίματος, καθώς και για τα νέα ταμεία Ανταγωνιστικότητας και Καινοτομίας. Η Ελλάδα, εάν επιθυμεί να διατηρήσει τη θέση της στον ευρωπαϊκό καταμερισμό πόρων, θα πρέπει να διαπραγματευτεί μεθοδικά και δυναμικά — και αυτό μπορεί να το κάνει μόνο με πολιτική ηγεσία που έχει τον απαραίτητο χρονικό και θεσμικό ορίζοντα.
Εκτός από τα κονδύλια του νέου ΠΔΠ, υπάρχει και μια ακόμα σημαντική παράμετρος: από το 2027 και μετά παύουν να εισρέουν οι ενισχύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο είχε προσφέρει στην Ελλάδα πάνω από 36 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021–2027. Η σταδιακή απώλεια αυτής της αναπτυξιακής ενίσχυσης σημαίνει ότι οι νέοι ευρωπαϊκοί πόροι θα είναι ακόμη πιο κρίσιμοι για την οικονομική στρατηγική της χώρας.
Σε αυτό το περιβάλλον, δεν υπάρχει περιθώριο για εσωστρέφεια, παρατεταμένες εκλογικές περιόδους ή κυβερνητική αστάθεια. Το μοντέλο εκταμίευσης του νέου ΠΔΠ βασίζεται σε στόχους και ορόσημα, ακολουθώντας τη λογική του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούν απλώς να απορροφούν κονδύλια, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύουν μεταρρυθμιστική πρόοδο και επενδυτική αποτελεσματικότητα. Η Ελλάδα, με τις γνωστές διοικητικές αδυναμίες, πρέπει να έχει προετοιμαστεί κατάλληλα και να βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία όταν θα αναλάβει αυτόν τον ρόλο.
Η εκ περιτροπής Προεδρία της ΕΕ δεν είναι διακοσμητική. Εμπλέκει κάθε υπουργό της κυβέρνησης σε διαπραγματεύσεις, συνεδριάσεις και συντονισμό με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Η ομαλή άσκηση αυτής της ευθύνης απαιτεί πολιτικό προσωπικό σε πλήρη εγρήγορση, διοικητική συνέχεια και σοβαρότητα. Οι εκλογές νωρίτερα από το 2027 θα επιτρέψουν την εγκαθίδρυση μιας νέας κυβέρνησης με καθαρή εντολή, η οποία θα έχει τον χρόνο να σχεδιάσει και να υλοποιήσει το πρόγραμμά της πριν ξεκινήσει η θητεία της Ελλάδας στο τιμόνι της ΕΕ.
Ένα παράδειγμα. Από το 2009 και τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η άσκηση της Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ βασίζεται πλέον στο μοντέλο της «τριάδας Προεδριών», το οποίο κατανέμει τις ευθύνες και ενισχύει τη θεσμική συνέχεια. Τρεις διαδοχικές χώρες συνεργάζονται σε κοινό προγραμματισμό διάρκειας 18 μηνών, συνδιαμορφώνοντας το ευρωπαϊκό θεματολόγιο και εξασφαλίζοντας συντονισμό στη διαχείριση των ευρωπαϊκών υποθέσεων. Η Ελλάδα, ως τμήμα αυτής της τριάδας, θα συνεργαστεί με την προηγούμενη και την επόμενη Προεδρία – διαδικασία που ξεκινά πολύ πριν από την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων της. Παρά την υποστήριξη που παρέχει η θεσμική Γραμματεία του Συμβουλίου και τη δυνατότητα συντονισμού με τις άλλες δύο χώρες της τριάδας, η επιτυχία της ελληνικής Προεδρίας προϋποθέτει πολιτική και διοικητική ετοιμότητα εκ των προτέρων. Αυτό ενισχύει ακόμη περισσότερο την ανάγκη για σταθερή κυβέρνηση στην Ελλάδα αρκετούς μήνες πριν από το πρώτο εξάμηνο του 2027, ώστε να υπάρχει χρόνος συμμετοχής στον σχεδιασμό του 18μηνου προγράμματος και ουσιαστική συμβολή στον ευρωπαϊκό διάλογο.
Αντιθέτως, εάν οι εκλογές γίνουν εντός του 2027 —ειδικά αν συμπέσουν με το πρώτο εξάμηνο— θα έθεταν σε κίνδυνο τη θεσμική αξιοπιστία της Ελλάδας, τη διαπραγματευτική της ισχύ και, ενδεχομένως, τη συνοχή των ευρωπαϊκών διαδικασιών. Είναι προφανές πως μια χώρα με μεταβατική ή ασταθή κυβέρνηση δεν μπορεί να παίξει αποτελεσματικά τον ρόλο του διαμεσολαβητή, ούτε να προασπίσει τα εθνικά της συμφέροντα. Και αυτό είναι σε πλήρη γνώση του Κυριάκου Μητσοτάκη.