Η συζήτηση για το μέλλον του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού πλαισίου αποκτά επείγοντα χαρακτήρα, καθώς από αυτήν εξαρτάται η ικανότητα της Ένωσης να στηρίξει την ανάπτυξη, την καινοτομία και την κοινωνική συνοχή τις επόμενες δεκαετίες.
Η Ευρώπη εισέρχεται σε μια περίοδο αυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας, οικονομικών πιέσεων και ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, με την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος να αναδεικνύεται σε στρατηγική προτεραιότητα. Η συζήτηση για το μέλλον του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού πλαισίου αποκτά επείγοντα χαρακτήρα, καθώς από αυτήν εξαρτάται η ικανότητα της Ένωσης να στηρίξει την ανάπτυξη, την καινοτομία και την κοινωνική συνοχή τις επόμενες δεκαετίες.
Το διεθνές περιβάλλον χαρακτηρίζεται από γεωπολιτικό κατακερματισμό, εντεινόμενες συγκρούσεις και τη διαμόρφωση ανταγωνιστικών μπλοκ σε τεχνολογία, εμπόριο και στρατιωτική ισχύ. Οι εξωτερικές εξαρτήσεις της Ευρώπης, ιδιαίτερα σε ενέργεια, τεχνολογία και χρηματοδότηση, σε συνδυασμό με τη δημογραφική κάμψη και την ταχύτατη πρόοδο που καταγράφουν ΗΠΑ και Κίνα στον τεχνολογικό τομέα, ενισχύουν την ανάγκη για μια συνεκτική και φιλόδοξη στρατηγική απάντηση.
Κεντρικός άξονας αυτής της στρατηγικής είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω της εμβάθυνσης της ενιαίας αγοράς, της άρσης εμποδίων για την επιχειρηματική ανάπτυξη, της απλοποίησης των ρυθμιστικών πλαισίων και της ενίσχυσης της στρατηγικής αυτονομίας, συμπεριλαμβανομένης της αμυντικής βιομηχανίας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες, αν και αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής οικονομίας, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε κλίμακα και χρηματοδότηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύο νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς και τη στήριξη νεοφυών και αναπτυσσόμενων επιχειρήσεων θεωρούνται καθοριστικής σημασίας. Ιδιαίτερα η πρόταση για το «28ο Καθεστώς» που θα επιτρέπει σε καινοτόμες ΜμΕ να λειτουργούν υπό ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο, εκτιμάται ότι θα έχει σημαντικά οφέλη για χώρες όπως η Ελλάδα, όπου το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων παραμένει μικρό.
Ωστόσο, η επιτυχία αυτών των μεταρρυθμίσεων προϋποθέτει ένα ισχυρό ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, ικανό να κατευθύνει αποτελεσματικά τους πόρους προς την πραγματική οικονομία. Σήμερα, το σύστημα αντιμετωπίζει τρεις δομικές αδυναμίες: υπερβολικό κατακερματισμό, εξάρτηση από την τραπεζική διαμεσολάβηση και ρηχές κεφαλαιαγορές. Η υπέρβασή τους περνά μέσα από τρεις στρατηγικούς στόχους: την ενίσχυση του ρόλου του ευρώ ως θεμελίου της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, την ύπαρξη ισχυρού και ανταγωνιστικού τραπεζικού τομέα και την ανάπτυξη βαθιών, ενοποιημένων και προσβάσιμων κεφαλαιαγορών.
Κομβικό εργαλείο στην προσπάθεια αυτή θεωρείται το ψηφιακό ευρώ, που θα λειτουργεί συμπληρωματικά με τα μετρητά, μειώνοντας εξαρτήσεις και ενισχύοντας την ευρωπαϊκή υποδομή πληρωμών. Παράλληλα, η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης με τη θέσπιση ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων και την ενίσχυση των διασυνοριακών συγχωνεύσεων κρίνεται απαραίτητη για τη μείωση του κατακερματισμού.
Η ενοποίηση των κεφαλαιαγορών, μέσω της Ένωσης Κεφαλαιαγορών και της δημιουργίας νέων χρηματοδοτικών επιλογών για καινοτόμες επιχειρήσεις, αναδεικνύεται σε κρίσιμο βήμα για τη διαφοροποίηση των πηγών κεφαλαίου και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας. Η αναθεώρηση του πλαισίου τιτλοποίησης αναμένεται επίσης να απελευθερώσει πόρους για τις επιχειρήσεις, ενισχύοντας την επενδυτική δραστηριότητα.