Ειδικά στους παραθαλάσσιους προορισμούς που στηρίζονται στον εσωτερικό τουρισμό, οι επιχειρηματίες διαπιστώνουν ότι οι Έλληνες έχουν περιορίσει αισθητά τη διάρκεια των διακοπών τους, επιλέγοντας συχνά μία μόλις εβδομάδα μακριά από το σπίτι.
Η εφετινή τουριστική σεζόν στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα φαινόμενο έντονης συγκέντρωσης της ζήτησης σε περιορισμένο χρονικό διάστημα, με τις πληρότητες στους δημοφιλείς προορισμούς να αγγίζουν το 100% μόνο για περίπου είκοσι ημέρες, από τις 3 έως τις 24 Αυγούστου. Μετά την ημερομηνία αυτή, η εικόνα αλλάζει δραματικά: οι πληρότητες μειώνονται κατά περίπου 50%, αφήνοντας πολλά καταλύματα με άδεια δωμάτια εν μέσω ακόμη θερινού καιρού.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, η συμπίεση της τουριστικής περιόδου σε τόσο στενό διάστημα δεν αποτελεί απλώς συγκυριακό φαινόμενο, αλλά τείνει να παγιωθεί, επηρεάζοντας τη βιωσιμότητα χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Ειδικά στους παραθαλάσσιους προορισμούς που στηρίζονται στον εσωτερικό τουρισμό, οι επιχειρηματίες διαπιστώνουν ότι οι Έλληνες έχουν περιορίσει αισθητά τη διάρκεια των διακοπών τους, επιλέγοντας συχνά μία μόλις εβδομάδα μακριά από το σπίτι.
Η συρρίκνωση αυτή δεν αφορά μόνο τον χρόνο, αλλά και τις δαπάνες. Οι ντόπιοι ταξιδιώτες φαίνεται να αποφεύγουν πλέον τις συχνές επισκέψεις σε εστιατόρια και ταβέρνες, προτιμώντας να προμηθεύονται τρόφιμα από σούπερ μάρκετ και να μαγειρεύουν οι ίδιοι. Η μετατόπιση αυτή στη συμπεριφορά των καταναλωτών αποτελεί ένδειξη αλλαγής νοοτροπίας, καθώς ο περιορισμός του κόστους αποκτά προτεραιότητα έναντι της παραδοσιακής «χαλαρής» κατανάλωσης στις διακοπές. Αν και η πρακτική αυτή μειώνει τα έξοδα των οικογενειών, έχει σημαντικές επιπτώσεις στα έσοδα της εστίασης, ενός από τους βασικούς πυλώνες της τουριστικής οικονομίας.
Το κενό που αφήνουν οι Έλληνες καλούνται να καλύψουν οι ξένοι επισκέπτες
Στο μεταξύ, το κενό που αφήνουν οι Έλληνες καλούνται να καλύψουν οι ξένοι επισκέπτες. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν επαγγελματίες του κλάδου, η πλειονότητα των τουριστών που φτάνουν φέτος στη χώρα είναι νεότερης ηλικίας, με περιορισμένη αγοραστική δύναμη και διαφορετικές προτεραιότητες. Οι ταξιδιώτες αυτοί επιλέγουν κυρίως φθηνότερες μορφές διαμονής, όπως ενοικιαζόμενα δωμάτια ή καταλύματα τύπου Airbnb, ξοδεύουν λιγότερα σε τοπικές επιχειρήσεις και αναζητούν δραστηριότητες χαμηλού κόστους.
Η περσινή χρονιά, με 36 εκατομμύρια επισκέπτες (πλην κρουαζιέρας) και τουριστικές εισπράξεις 20,6 δισ. ευρώ, δημιούργησε την προσδοκία ότι η φετινή σεζόν θα αποδεικνυόταν ακόμη πιο δυνατή. Ωστόσο, παρά την προβλεπόμενη μικρή αύξηση στον αριθμό των ταξιδιωτών –περίπου 37 εκατομμύρια– οι εισπράξεις φαίνεται ότι θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα, κοντά στα 20,5 δισ. ευρώ. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι, ενώ η χώρα υποδέχεται περισσότερους τουρίστες, τα έσοδα ανά επισκέπτη μειώνονται.
Η εξέλιξη αυτή θεωρείται αποτυχία για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί υποδηλώνει ότι η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη των ταξιδιωτών υποχωρεί, γεγονός που μαρτυρά είτε στροφή προς φθηνότερες μορφές τουρισμού είτε περιορισμό των εξόδων λόγω οικονομικών πιέσεων. Δεύτερον, γιατί δείχνει αδυναμία αναβάθμισης του τουριστικού προϊόντος προς μια πιο ποιοτική και υψηλής αξίας εμπειρία, ικανή να αυξήσει τη συνολική οικονομική απόδοση του κλάδου.
Με απλά λόγια, η αύξηση των αφίξεων χωρίς αντίστοιχη αύξηση εσόδων σημαίνει ότι η Ελλάδα εξαντλεί τη χωρητικότητά της και τους φυσικούς της πόρους χωρίς να μεγιστοποιεί το οικονομικό όφελος.