Όποια εταιρεία θέλει να προσφέρει υπηρεσίες για κρυπτονομίσματα πρέπει να ακολουθήσει αυστηρά καθορισμένη διαδικασία.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έλαβε απόφαση που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις που θέλουν να δραστηριοποιηθούν στην αγορά κρυπτοστοιχείων θα μπορούν να λάβουν άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα.
Η απόφαση που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ καθορίζει βήμα προς βήμα τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι υποψήφιοι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων (γνωστοί ως CASP) ώστε να λάβουν την απαραίτητη έγκριση, σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό Κανονισμό MiCA, που εφαρμόζεται πλέον σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πλέον, όποια εταιρεία θέλει να προσφέρει υπηρεσίες σχετικές με κρυπτονομίσματα, για παράδειγμα ανταλλακτήρια όπως το Binance ή εφαρμογές διαχείρισης ψηφιακών πορτοφολιών, θα πρέπει να ακολουθήσει μια αυστηρά καθορισμένη διαδικασία.
Το πρώτο στάδιο είναι μια προκαταρκτική συνάντηση με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όπου η εταιρεία παρουσιάζει το επιχειρηματικό της πλάνο, τον τρόπο που σκοπεύει να συμμορφωθεί με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και τις βασικές της υπηρεσίες.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια προετοιμασία, ώστε να αποφευχθούν λάθη και παραλείψεις στην κύρια αίτηση. Η συνάντηση αυτή γίνεται διαδικτυακά, διαρκεί περίπου μία ώρα και δίνει την ευκαιρία και στις δύο πλευρές να συζητήσουν τυχόν ζητήματα που μπορεί να προκύψουν. Δεν είναι δεσμευτική για την τελική έκβαση, αλλά λειτουργεί σαν ένας οδηγός προσανατολισμού.
Ακολουθεί η κύρια διαδικασία: η επιχείρηση καταθέτει επίσημη αίτηση, μαζί με έναν πλήρη φάκελο δικαιολογητικών. Στον φάκελο περιλαμβάνονται λεπτομέρειες για τη δομή της εταιρείας, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τις υπηρεσίες που θα παρέχει, τα οικονομικά της στοιχεία, καθώς και το πλάνο της για την προστασία των πελατών και την ασφάλεια των συναλλαγών.
Για παράδειγμα, αν μια εταιρεία θέλει να προσφέρει υπηρεσίες «staking» – δηλαδή να δεσμεύει κρυπτονομίσματα των πελατών της για την υποστήριξη blockchain συναλλαγών με αντάλλαγμα ανταμοιβές– θα πρέπει να εξηγήσει με ποιον τρόπο θα διασφαλίζει τα χρήματα των πελατών, ώστε να μην χρησιμοποιούνται για ίδιον όφελος.
Η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της πέντε εργάσιμες ημέρες για να επιβεβαιώσει την παραλαβή της αίτησης και έως 25 ημέρες για να ελέγξει αν όλα τα έγγραφα είναι πλήρη. Αν κάτι λείπει, δίνεται προθεσμία 20 ημερών στην εταιρεία για να το συμπληρώσει. Μόλις ο φάκελος θεωρηθεί ολοκληρωμένος, ξεκινά η αξιολόγηση, η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί εντός 40 εργάσιμων ημερών. Σε αυτό το διάστημα, η Επιτροπή εξετάζει αν η εταιρεία πληροί όλα τα κριτήρια και στο τέλος εκδίδει την απόφαση: έγκριση ή απόρριψη της άδειας. Η απόφαση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο μέσα σε πέντε ημέρες.
Ένα ακόμη στοιχείο που ξεχωρίζει στη νέα διαδικασία είναι ότι όλα τα απαιτούμενα έντυπα και ερωτηματολόγια θα είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της Επιτροπής.
Για παράδειγμα, θα υπάρχει υπόδειγμα αίτησης με σαφείς οδηγίες, όπου η εταιρεία πρέπει να δηλώσει τα στοιχεία της, τη νομική της μορφή, τους υπεύθυνους διαχείρισης, αλλά και το επιχειρηματικό της σχέδιο για τα επόμενα τρία χρόνια. Θα ζητούνται επίσης πληροφορίες για το αν η εταιρεία λειτουργεί σε άλλες χώρες, αν σκοπεύει να προσφέρει τις υπηρεσίες της και εκτός ΕΕ, και πώς θα αντιμετωπίσει πιθανά προβλήματα, όπως κυβερνοεπιθέσεις ή ξέπλυμα χρήματος.