Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο δείχνει τη βούληση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να συνεχίσει με το αναπτυξιακό μοντέλο που υπηρετεί εδώ και έξι χρόνια. Ένα μοντέλο που «τα δίνει όλα» στους εργοδότες.
Στις αρχές του καλοκαιριού είχε προκαλέσει εντύπωση μια έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών σύμφωνα με την οποία 1 στους 2 Έλληνες (52%) δεν σκόπευε να πάει καλοκαιρινές διακοπές λόγω οικονομικής αδυναμίας. Ανάλογα είναι και τα στοιχεία της Eurostat, έρευνα της οποίας έδειξε ότι το 46% των Ελλήνων και των Ελληνίδων δεν μπορεί να αντέξει ούτε μία εβδομάδα διακοπές.
Τα ερωτήματα
Οι έρευνες για την αδυναμία των πολιτών να πάνε διακοπές εγείρουν σοβαρά πολιτικά ερωτήματα για τρεις λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι η Ελλάδα αποτελεί ένα από τους πιο σημαντικούς τουριστικούς προορισμούς παγκοσμίως. Αυτό όμως τον «παράδεισο των διακοπών» οι μισοί πολίτες της χώρας δεν μπορούν να τον χαρούν. «Γίναμε Ταϊλάνδη», ακούμε να λέγεται όλο και πιο συχνά.
Δεύτερον, οι έρευνες αναδεικνύουν ότι στερούμενοι αγαθά τα οποία θεωρούνταν αυτονόητα παλιότερα (όπως οι διακοπές), δεν αποτελούν μια μειονότητα αλλά ανέρχονται στο 50% της κοινωνίας.
Ο τρίτος και κυριότερος λόγος είναι ότι αυτή η αποστέρηση βασικών αγαθών δεν συμβαίνει σε μια περίοδο κάμψης της οικονομίας, αλλά σε μια περίοδο αξιοσημείωτης ανάπτυξης του ΑΕΠ. Το μείζον ερώτημα που τίθεται λοιπόν, είναι τι είδους ανάπτυξη είναι αυτή που σημειώνει η ελληνική οικονομία.
Το μοντέλο ανάπτυξης
Τα στοιχεία δεν αφήνουν αμφιβολίες για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα. Το 2024 η αύξηση του ΑΕΠ έφτασε το 2,3% και αναμένεται να σημειωθεί ανάλογη επίδοση το 2025. Στο τέλος της χρόνιας η ελληνική οικονομία θα έχει συμπληρώσει πέντε συνεχόμενα χρόνια οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, oι τεράστιες απώλειες των λαϊκών εισοδημάτων από τα χρόνια των μνημονίων όχι μόνο δεν καλύφθηκαν, αλλά αυτά υπέστησαν νέα σοβαρά πλήγματα λόγω της πληθωριστικής κρίσης. Η ακρίβεια ροκανίζει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.
- Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων εργαζομένων (δηλαδή η ποσότητα των αγαθών που μπορεί να αγοράσει με το μισθό του) βρίσκεται στην τελευταία θέση της ευρωζώνης.
- Οι πραγματικοί μισθοί ανέρχονται μόλις στο 70% αυτών που ήταν το 2009, πριν την κρίση -ενδεικτικό του πόσο έχουμε φτωχύνει τα τελευταία χρόνια.
- Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2024 το 26,9% του πληθυσμού αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού -δηλαδή είχε εισόδημα κάτω από 6.000 ευρώ ή στερείται αγαθά πρώτης ανάγκης.
- Το 2024 οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρίες σημείωσαν ιστορικό ρεκόρ κερδοφορίας.
Ανάπτυξη υπάρχει λοιπόν, αλλά την ίδια στιγμή η φτώχεια είναι μεγάλη και ακόμα και αυτή που θεωρούμε μεσαία τάξη «ζορίζεται» πολύ με την ακρίβεια.
Νέο δώρο στην εργοδοσία
Θα περίμενε κανείς ότι η κυβέρνηση θα έπαιρνε μέτρα για να ενισχυθούν τα εισοδήματα των εργαζομένων. Κατεξοχήν τέτοιο μέτρο θα ήταν η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, η οποία θα οδηγούσε σε αυξήσεις όλων των μισθών. Υπενθυμίζεται ότι οι συλλογικές συμβάσεις καταργήθηκαν «προσωρινά» το 2012, με την υπόσχεση ότι θα επανέλθουν όταν θα περνούσε η κρίση. Δεκατρία χρόνια μετά και ενώ έχουμε βγει εδώ και εφτά χρόνια από το Μνημόνιο, η «προσωρινή» κατάργηση δεν έχει αναιρεθεί.
Η κυβέρνηση αντί να επαναφέρει τις συλλογικές συμβάσεις, επιλέγει να κάνει ένα ακόμα δώρο στους εργοδότες με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο. Η καθιέρωση της 13ωρης απασχόλησης σε έναν εργοδότη, η αύξηση στον ένα χρόνο της περιόδου της διευθέτησης του ωραρίου εργασίας και οι 48ωρες προσλήψεις μειώνουν το κόστος εργασίας, ενισχύοντας την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Οι νέες ρυθμίσεις δεν συρρικνώνουν μόνο το εργατικό εισόδημα λόγω των απλήρωτων υπερωριών, αλλά έχουν εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες στην καθημερινότητα των εργαζομένων. Δεν θέλει πολλή φαντασία για να καταλάβει κανείς τι σημαίνει να δουλεύεις 12 και 13 ώρες σερί.
Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο δείχνει τη βούληση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να συνεχίσει με το αναπτυξιακό μοντέλο που υπηρετεί εδώ και έξι χρόνια. Ένα μοντέλο που «τα δίνει όλα» στους εργοδότες για να έρθει η ανάπτυξη. Μόνο που αυτή η ανάπτυξη συνοδεύεται από φτώχεια και ανυπόφορα ωράρια. Είναι ανάπτυξη για τους λίγους.
Εκ των πραγμάτων, το ερώτημα του μοντέλου ανάπτυξης δεν μπορεί παρά να τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης.