Η Γενοκτονία του Αρμενικού Λαού ξεκίνησε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Το πογκρόμ και οι αρχικοί διωγμοί κορυφώνονται με την σφαγή στο Σασούν το 1894. Μόνο οι μαζικές εκτελέσεις της διετίας 1895-1896 στοίχισαν τη ζωή σε 300.000 Αρμενίους.
Με την επικράτηση των Νεοτούρκων το 1908-1909 η φωτιά αναζωπυρώνεται και πάλι με τις σφαγές στα Άδανα, οι οποίες επεκτείνονται σε όλη την επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η συστηματική εξόντωση του Αρμενικού Λαού όμως, λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια του Α’ ΠΠ υπό τον Ταλάατ Πασά, υπουργό εσωτερικών του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ του Β’, όπου οι Αρμένιοι εκτελούνται πια κατά εκατομμύρια.
Η Γενοκτονία συνεχίστηκε απρόσκοπτα από τον Μουσταφά Κεμάλ στο διάδοχο και νεοϊδρυθέν τουρκικό κράτος, όπου ο «λαός ξενιστής» έπρεπε να εξαφανιστεί και μαζί του η όποια προσπάθεια για αυτοδιάθεση.
Στις 24 Απριλίου του 1915 ο Ταλάατ Πασά εξέδωσε το φιρμάνι της «τελικής λύσης». Εκείνη την ημέρα, περί τα 235 προεξάρχοντα μέλη της αρμένικής κοινότητας της Πόλης συνελήφθησαν με τη δικαιολογία μιας αρμενικής εξέγερσης στο Βαν. Στις επόμενες μέρες, ακολούθησαν οι συλλήψεις και εκτελέσεις 600 προκρίτων. Εκπρόσωποι των γραμμάτων και τεχνών, συγγραφείς, πολιτικοί ακτιβιστές, καλλιτέχνες, εκπαιδευτικοί, εκκλησιαστικοί και πολιτικοί ηγέτες ήταν οι πρώτοι. Έπρεπε να εξαφανιστούν όλοι αυτοί που θα μπορούσαν να γράψουν και να μιλήσουν.
24 Απριλίου είναι η συμβολική ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας του Αρμενικού Λαού.
Ήταν μία Γενοκτονία που είχε ένα βάθος χρόνου 30 και πλέον ετών. Μία περίοδος σφαγών, εκτοπίσεων, δήμευσης περιουσιών, βίαιων εξισλαμισμών και σκλαβοπάζαρων, όπου οι όμορφες Αρμενοπούλες πωλούνταν σε «αυλές» και χαρέμια.
Τους αποκεφάλιζαν, τους έκαιγαν ζωντανούς, τους σταύρωναν χλευαστικά ως χριστιανικά μιάσματα, τους πετάλωναν όπως τα ζώα και τους έβαζαν να περπατούν στις διαβόητες «λευκές πορείες θανάτου» μέχρι να πέσουν, όπου τους άφηναν επί τόπου άταφους προς παραδειγματισμό, τους τραυμάτιζαν διακορεύοντας τους μύες της κοιλιάς και τους άφηναν με τα σπλάχνα κρεμάμενα να πεθάνουν μετά από μέρες, από σηψαιμία. Χώριζαν τις μάνες από τα παιδιά, τους άρπαζαν το βιος, τους βίαζαν, έκοβαν τα στήθη των λεχώνων για να βλέπουν τα μωρά τους να πεθαίνουν από την πείνα.
Η εξαφάνιση ενός πολιτισμού αιώνων.
Το τουρκικό επίσημο κράτος αρνείται την Γενοκτονία μέχρι και σήμερα. Αυτή είναι μια διαρκής χλεύη στους νεκρούς. Η Αναγνώριση της Γενοκτονίας όμως, των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων των Πόντου, είναι πολιτική και ηθική υποχρέωση της νέας γενιάς της Τουρκίας πού, είτε της αρέσει είτε όχι, είναι αντιμέτωπη με τη ιστορία της.
Όποιος όμως «ξεχνά» υποθάλπει το φονιά. Όποιος αρνείται, είναι συνένοχος!
Κάπως έτσι, μέσα σ’αυτή την φωτιά «πέρασε» κι ο παππούς μου στην Ελλάδα για να γλυτώσει.
Δεν υπάρχει σε κανένα βιβλίο η ιστορία του. Δεν θα την διαβάσετε κάπου αλλού. Υπάρχει όμως στην ψυχή μας μέσα από τις αφηγήσεις του. Δεν μιλούσε πολύ ο παππούς. Αλλά την δική του ιστορία θέλω να σας διηγηθώ. Είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στην μνήμη του.
Έφτασε στην Πόλη, από την Θεοδοσιούπολη ή αλλιώς Ερζερούμ (Ερζ+Ρουμ, η πόλη των Ρωμιών) για να πάρει το πλοίο για την Ευρώπη. Από κει κρατάει η σκούφια μας. Από την αρμενική συνοικία της πόλης.
Τον δρόμο τον έκανε με τα πόδια. Έφυγε, αφού έψαξε να βρει τα κεφάλια των γoνιών του, χωρίς αποτέλεσμα. Τους βρήκε σπίτι ακέφαλους και τους άφησε άταφους. Δώδεκα χρονών.
Μεγαλοτσιφλικάδες νοικοκυραίοι με περιουσία μεγάλη. Και ξαφνικά… μόνος χωρίς τίποτα. Απ’την μια μέρα στην άλλη.
Έτσι έφυγε, χωρίς αποχαιρετισμό. Ταξίδι χωρίς γυρισμό για μια νέα Πατρίδα που ούτε ήξερε ποια θα ήταν!
Ο παππούς γλύτωσε γιατί προσποιήθηκε το τουρκάκι. Είπε ψέματα και μπήκε σε ορφανοτροφείο της Πόλης.
Στην Πόλη, μετά από περιπέτειες, μπούκαρε μαζί με άλλους σε ένα γαλλικό πλοίο για την Μασσαλία. Χώθηκε στα αμπάρια λαθρεπιβάτης, μέσα σε κάτι βαρέλια, κρυφά. Ένας παράνομος.
Όταν έπιασε λιμάνι, ο παππούς πήδηξε, νομίζοντας ότι έφτασε στην Μασσαλία. Μετά από λίγο έμαθε πού βρίσκεται.
-«Πού είμαι εδώ»;
-«Στην Ελλάδα, Στο Λαύριο!».
Δούλεψε στα μεταλλεία κι έγινε αρχιεργάτης. Αυτός είχε τα κουμάντα. Έκοβε κι έραβε ο παππούς. Έτσι μας έμαθε κι εμάς, να σηκωνόμαστε όταν πέφτουμε. «Να μην φοβάσαι να πέσεις, να φοβάσαι να μην μπορείς να σηκωθείς», έλεγε.
Στα μέρη μας, στην Δυτική Μακεδονία, ήρθε όταν βρέθηκαν τα κοιτάσματα χρωμίου. Εκεί πάντρεψαν τον «ξένο» με την γιαγιά μου. Ορφανή κι αυτή.
Δεν την διάλεξε ο παππούς την Ελλάδα. Αυτήν τον διάλεξε. Φτωχομάνα, μα τον αγκάλιασε. Ήταν επιτέλους ελεύθερος.
Ελεύθερος!
Αυτή η Πατρίδα λοιπόν, γλύτωσε τον παππού μου από την τυραννία. Της το χρωστώ. Γι αυτό την πονώ. Ελευθερία είναι η Ελλάδα, μάνα πονεμένη κι αυτή, άρπαξε στην αγκαλιά της τον ξένο και τον βύζαξε. Είδε σ’αυτόν τα δικά της παιδιά, που κι αυτηνής της άρπαξαν.
Πώς να της το ξεπληρώσω;
Ο παππούς δεν είχε την επιλογή, αλλά αν ταξίδευα πίσω στον χρόνο και ήμουν εκεί, μαζί του μέσα στ’αμπάρια, θα του ψιθύριζα, «πήδα εδώ παππού. Εδώ έλα! Πήδα, εδώ τελειώνει το ταξίδι σου παππού.
ΕΦΤΑΣΕΣ!
Αυτός ήταν ο παππούς μου… ο Αντρανίκ.
Όχι, δεν μπερδεύτηκε. Κάποιον ψίθυρο θ’άκουσε.
Αυτές τις σειρές σου τις χρωστούσα, παππού.
Σ’ ευχαριστώ για την Πατρίδα που μας έδωσες!
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Οικονομολόγος