«Το Βρετανικό Μουσείο χάνει για ακόμα μία φορά τα ερείσματά του στην ηθική», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) με αφορμή την κλοπή και πώληση περίπου 2.000 αντικειμένων από τις αποθήκες του, «μια πρωτοφανής υπόθεση στην ιστορία των Μουσείων διεθνώς», όπως τονίζει.
«Η υπόθεση των κλαπεισών αρχαιοτήτων του Βρετανικού Μουσείου εγείρει και πάλι ηθικά ζητήματα για το ίδιο το Μουσείο, τον τρόπο συγκρότησης των Συλλογών του και τη διαχρονική διαχείρισή τους από την εκάστοτε Διοίκηση. Μάλιστα, η τελευταία βαρύνεται όχι μόνον από το ίδιο το γεγονός, που καθιστά ένα μητροπολιτικό μουσείο χώρο συνδεόμενο με το δίκτυο της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων, αλλά και από την καθυστέρηση στην αποκάλυψη της υπόθεσης, με τις παραιτήσεις στελεχών του να εγείρουν ερωτήματα για προσπάθεια συγκάλυψης», υποστηρίζει μεταξύ άλλων ο ΣΕΑ.
Παράλληλα τονίζει ότι «η Ελλάδα και άλλες χώρες, από τις οποίες το Βρετανικό Μουσείο έχει υφαρπάξει πολιτιστικούς θησαυρούς, πρέπει να ενισχύσουν τον αγώνα τους στην ανάκτηση αυτών των λεηλατημένων αρχαιοτήτων» και πως «με βάση το διαχρονικό φαινόμενο της πώλησης αρχαιοτήτων από τις Συλλογές του Βρετανικού Μουσείου, ασφαλώς τίθεται σε τελείως διαφορετική βάση το δίκαιο αίτημα της χώρας μας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα και την επανένωσή τους με τον γενέθλιο μνημείο τους, τον Παρθενώνα».
«Τόσο οι Έλληνες αρχαιολόγοι όσο και η κοινή γνώμη στη χώρα μας, αναμένουμε τις πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης και του Υπουργείου Πολιτισμού στην κατεύθυνση αυτή», καταλήγει η ανακοίνωση του ΣΕΑ.