Αυξημένη η φορολογική επιβάρυνση του ξενοδοχειακού κλάδου στην Ελλάδα
Η φορολογική επιβάρυνση στον ξενοδοχειακό κλάδο έχει αυξηθεί κατά 87,3% την τελευταία δεκαετία.
Η αυξημένη φορολογική επιβάρυνση που αντιμετωπίζει ο ξενοδοχειακός κλάδος στην Ελλάδα αναδεικνύεται από τη νέα μελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), σε συνεργασία με το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έρευνα, υπό την επιστημονική καθοδήγηση του Επίκουρου Καθηγητή Γιώργου Σώκλη, αποτυπώνει το βάρος που προστίθεται στο κόστος παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος σε σχέση με άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία βασίστηκε σε μεθόδους ανάλυσης εισροών-εκροών και σε πρόσφατα δεδομένα από πίνακες προσφοράς-χρήσεων, οι καθαροί φόροι αποτελούν το 19,1% του κόστους παραγωγής ενός ξενοδοχειακού προϊόντος, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο του 10,2% που επιβαρύνει άλλους κλάδους. Η φορολογική επιβάρυνση στον κλάδο έχει αυξηθεί κατά 87,3% την τελευταία δεκαετία, ενώ η συνολική συμμετοχή φόρων και ασφαλιστικών εισφορών ανέρχεται πλέον στο 23,5% του κόστους παραγωγής, έναντι 19,9% πριν από δέκα χρόνια.
Η έρευνα αποκαλύπτει, επίσης, ότι ο ξενοδοχειακός κλάδος παράγει εισοδήματα που κατανέμονται σε άλλους τομείς της οικονομίας σε ποσοστό 44%, πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο του 28% στους υπόλοιπους τομείς. Ωστόσο, οι φόροι που επιβαρύνουν τους συντελεστές παραγωγής των ξενοδοχείων φτάνουν το 72,6%, έναντι 61,7% πριν από μια δεκαετία, φανερώνοντας μία αυξανόμενη ανισοκατανομή.
Η πρόεδρος του ΙΤΕΠ, Κωνσταντίνα Σβύνου, σχολιάζοντας τα ευρήματα, τόνισε ότι «η υψηλή φορολογική επιβάρυνση και η άνιση αντιμετώπιση του ξενοδοχειακού κλάδου σε σύγκριση με άλλους τομείς πλήττουν σοβαρά την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού». Όπως επεσήμανε, οι αυξημένοι φόροι και δασμοί – όπως το τέλος ανθεκτικότητας, ο φόρος παρεπιδημούντων και τα δημοτικά τέλη – σε συνδυασμό με τον αθέμιτο ανταγωνισμό από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, υπονομεύουν τη βιωσιμότητα των ελληνικών ξενοδοχείων.