Αλλαγές στη σύνθεση του ενεργειακού μίγματος της Ελλάδας
Η συνολική ζήτηση ενέργειας τον Ιανουάριο ανήλθε στις 4,589,617 MWh, συνεχίζοντας την ανοδική πορεία για τρίτο διαδοχικό μήνα.
Αλλαγές στη σύνθεση του ενεργειακού μίγματος της Ελλάδας καταγράφει το μηνιαίο Δελτίο Ενεργειακής Ανάλυσης του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) για τον Ιανουάριο του 2025, με το φυσικό αέριο να ενισχύει τη θέση του στην ηλεκτροπαραγωγή, αγγίζοντας το 52% της συνολικής παραγωγής.
Η αύξηση κατά 16% σε ετήσια βάση έρχεται σε αντίθεση με τη μείωση της συμμετοχής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), οι οποίες διαμορφώθηκαν στο 38%, έναντι 48% τον Ιανουάριο του 2024.
Παράλληλα, η αγορά ενέργειας κινήθηκε ανοδικά σε επίπεδο τιμών, καθώς η μέση Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (ΤΕΑ) αυξήθηκε κατά 4% σε σχέση με τον Δεκέμβριο, φτάνοντας στα 135,13 ευρώ/MWh, ενώ καταγράφηκε αύξηση 45% σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι. Αντίστοιχα, στο Βάθρο Εμπορίας Φυσικού Αερίου του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας, η μέση τιμή έφτασε τα 45,4 ευρώ/MWh, σημειώνοντας άνοδο από τα 43,7 ευρώ/MWh τον Δεκέμβριο του 2024.
Η συνολική ζήτηση ενέργειας τον Ιανουάριο ανήλθε στις 4,589,617 MWh, συνεχίζοντας την ανοδική πορεία για τρίτο διαδοχικό μήνα. Στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, η παραγωγή από φυσικό αέριο έφτασε τις 2,501,581 MWh, ενώ οι ΑΠΕ συνέβαλαν με 1,841,301 MWh. Σημαντικά χαμηλότερη ήταν η παραγωγή από λιγνίτη, η οποία διαμορφώθηκε στις 286,928 MWh, επιβεβαιώνοντας την περαιτέρω συρρίκνωση του συγκεκριμένου καυσίμου στο ενεργειακό μείγμα της χώρας.
Αναφορικά με τις ενεργειακές ροές, η Ελλάδα διατήρησε τη θέση της ως καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας, με τις συνολικές καθαρές εξαγωγές να ανέρχονται σε -365,542 MWh. Οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας για τον Ιανουάριο διαμορφώθηκαν στις 526,811 MWh, ενώ οι εξαγωγές έφτασαν τις 892,353 MWh.
Στον τομέα του φυσικού αερίου, οι συνολικές εισαγωγές ανήλθαν σε 7,9 TWh, καταγράφοντας αύξηση 8% σε μηνιαία βάση και 30% σε ετήσια σύγκριση. Οι εισαγωγές LNG μέσω των σημείων Αγία Τριάδα και Αμφιτρίτη αντιπροσώπευσαν το 56% των συνολικών παραδόσεων, ενώ η ροή από τη Ρωσία μέσω του Σιδηροκάστρου μειώθηκε σημαντικά.