Αλλάζουν οι κανόνες για το δημόσιο χρέος στην ΕΕ: Πώς θα επηρεάσει το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας την Ελλάδα
Μετά από τέσσερα χρόνια δημοσιονομικής «ελευθερίας» – λόγω Covid, πολέμου στην Ουκρανία και ενεργειακής κρίσης – το Σύμφωνο Σταθερότητας επιστρέφει αν και χωρίς… «ολικό lifting».
Ύστερα από εβδομάδες διαβουλεύσεων εκπρόσωποι του Συμβουλίου και του Ευρωκοινοβουλίου συμφώνησαν στον προσδιορισμό των ετήσιων στόχων μείωσης του δημόσιου χρέους και περιορισμού των δημόσιων δαπανών – στο πλαίσια ενός συμβιβασμού μεταξύ Βορρά και Νότου – για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Η πολιτική συμφωνία έρχεται σε μια συγκυρία στην οποία 12 δέκα κράτη – μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας (-4,3%), της Ιταλίας (-5,3%), της Ισπανίας (-4,1%) αναμένεται να βρεθούν στο στόχαστρο για υπερβολικό έλλειμμα, ενώ αρκετά κράτη παραμένουν υπερχρεωμένα – μεταξύ των οποίων η Ελλάδα (166,5% ΑΕΠ), η Ιταλία (140,6%), η Γαλλία (111,7%), η Ισπανία (109,8%) και το Βέλγιο (108%).
Στο διάλογο για το νέο Σύμφωνο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την αλλαγή των παλαιών κανόνων λόγω των εύλογων ανησυχιών ότι αυτοί είναι ξεπερασμένοι, υπερβολικά αυτηροί και ελάχιστα εφαρμόσιμοι, ενώ επιχείρησε να προωθήσει ορισμένες εξαιρέσεις από τη λιτότητα για τις ψηφιακές επενδύσεις αλλά και την πράσινη μετάβαση – που αποτελεί «αγκάθι» για πολλά ευρωπαϊκά κράτη.
Η αρχική της πρόταση, ωστόσο, έχει μικρή σχέση με το τελικό κείμενο που συμφωνήθηκε: «Η τελική συμφωνία δεν είναι ένα Σύμφωνο που ονειρεύτηκα, είναι διαφορετική από τις προτάσεις της Κομισιόν, κυρίως επειδή είναι πολύ πιο περίπλοκη», σχολίασε σχετικά ο αρμόδιος επίτροπος, Πάολο Τζεντιλόνι.
Το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν προβλέπει… ιδιαίτερη ανάπτυξη αν και δίνει στα υπουργεία Οικονομικών των «27» λίγο περισσότερο δημοσιονομικό χώρο για δημόσιες επενδύσεις – επιτρέποντας στις υπερχρεωμένες οικονομίες να μειώνουν το χρέος τους (όταν αυτό ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ) σε πιο αργούς ρυθμούς και σε μια περίοδο που θα κυμαίνεται από τέσσερα έως επτά χρόνια.
Τι αλλάζει στο νέο Σύμφωνο Σταθερότητας
Το κείμενο που συμφωνήθηκε προτείνει την παράταση της προθεσμίας για τις χώρες που βρίσκονται σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος εάν η οικονομία της ΕΕ βρίσκεται σε δεινή θέση, ενώ προβλέπει μια τριετή μεταβατική φάση όπου θα απαιτείται από αυτές μικρότερη δημοσιονομική προσαρμογή.
Πιο συγκεκριμένα, τα κράτη – μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν παράταση της τετραετούς περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής σε επτά έτη, εφόσον πραγματοποιήσουν ορισμένες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που βελτιώνουν την ανθεκτικότητα και το αναπτυξιακό δυναμικό και ανταποκρίνονται στις κοινές προτεραιότητες της ΕΕ.
Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται και μεταρρυθμίσεις πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, που στοχεύουν μεταξύ άλλων στη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας, την ενίσχυση της κοινωνικής και οικονομικής ανθεκτικότητας, αλλά και την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων των κρατών – μελλών. Η πρόβλεψη αυτή «κλείνει το μάτι» σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Γαλλία, που άλλωστε ζήτησαν να περιληφθεί.
Αυτοί οι χαλαρότεροι κανόνες θα ισχύουν από το 2025-2027, ενώ έχουν σχεδιαστεί για να περιορίσουν τις κυρώσεις για τις χώρες που αναμένεται να υπερβούν το όριο του ελλείμματος της ΕΕ τα επόμενα χρόνια.
Για αυτή τη μικρή νίκη της Γαλλίας, ωστόσο, χρειάστηκε μια εξίσου σημαντική νίκη για το Βερολίνο: Το νέο Σύμφωνο απαιτεί από τις πρωτεύουσες της ΕΕ να διατηρήσουν τα ετήσια ελλείμματά τους στο 1,5% περίπου του ΑΕΠ.
Αυτό το νέο «δημοσιονομικό μαξιλάρι» προωθείται προκειμένου να δώσει στις χώρες περιθώριο να αυξήσουν τις δαπάνες – που ενδεχομένως θα χρειαστούν σε μια απρόβλεπτη κρίση του μέλλοντος – χωρίς να υπερβούν το όριο του 3% που παραμένει για το έλλειμμα.
Οι υπουργοί Οικονομικών συμφώνησαν, παράλληλα, ότι όσες χώρες έχουν χρέος που υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ τους θα πρέπει να το μειώνουν κατά 1% ετησίως – εντός τετραετούς ή πενταετούς χρονικού πλαισίου που μπορεί να επεκταθεί σε επτά έτη. Αντίθετα, οι χώρες με δημόσιο χρέος που αποτιμάται μεταξύ 60 και 90% του ΑΕΠ τους καλούνται να το μειώνουν κατά τουλάχιστον 0,5% ετησίως.
Σημειώνεται πως στην αρχή κάθε δημοσιονομικού κύκλου, η Επιτροπή θα καθορίζει ένα πρόγραμμα δαπανών – γνωστό ως πορεία καθαρών δαπανών – για κάθε κράτος, προκειμένου να διασφαλίσει ότι θα επιτύχει τους στόχους της ΕΕ στο τέλος της εν λόγω περιόδου. Το σχέδιο αυτό είναι προσαρμοσμένο σε κάθε μέλος ξεχωριστά και βασίζεται σε διαρθρωτικούς παράγοντες, όπως οι μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη και οι αναμενόμενες δημογραφικές αλλαγές.