Αναβολή από το ΣτΕ της απόφασης για τις τηλεοπτικές άδειες
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας για δεύτερη φορά αναβάλλει την προγραμματισμένη για την ερχόμενη Παρασκευή, 4 Μαΐου, συζήτηση των αιτήσεων που έχουν καταθέσει τόσο οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί, όσο και η Ένωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ), για τη χορήγηση των επτά τηλεοπτικών αδειών εθνικής εμβέλειας.
Αρχικά οι αιτήσεις των καναλιών επρόκειτο να συζητηθούν την Παρασκευή, 2 Φεβρουαρίου, στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόεδρο τον Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγητές τους συμβούλους Επικρατείας Ηλία Μάζο και Δημήτρη Μακρή, αλλά η συζήτηση αναβλήθηκε για τις 4 Μαΐου.
Την πρώτη φορά, η συζήτηση αναβλήθηκε από τους δύο εισηγητές-συμβούλους Επικρατείας, καθώς δεν είχαν σταλεί από τον υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, διευκρινιστικά τεχνικά στοιχεία που έχουν ζητηθεί από το ΣτΕ και αφορούσαν τις προϋποθέσεις καθορισμού του αριθμού των αδειών που χορηγήθηκαν (7 άδειες), καθώς μπορούσαν να χορηγηθούν 16 άδειες σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των καναλιών.
Η δεύτερη αναβολή της συζήτησης έγινε χωρίς να έχει προσδιοριστεί, έως στιγμής, η νέα ημερομηνία εκδικάσεως των αιτήσεων. Ο προσδιορισμός της νέας ημερομηνίας αναμένεται μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα. Η δεύτερη αναβολή, δε, δόθηκε καθώς, λόγω της συνεχιζόμενης αδειοδοτικής διαδικασίας, έχουν εκλείψει ορισμένοι λόγοι που επικαλούνται οι τηλεοπτικοί σταθμοί.
Όπως είναι γνωστό, οι τηλεοπτικοί σταθμοί ANT1, Alpha, Σκάι, Σταρ και MEGA, όπως και η ΕΙΤΗΣΕΕ, έχουν καταθέσει στο ΣτΕ αιτήσεις με τις οποίες ζητούν να ακυρωθεί η υπ´ αριθμ. 1/2017 προκήρυξη του διαγωνισμού για τη χορήγηση των 7 αδειών με τιμή εκκίνησης τα 35 εκ. ευρώ για κάθε άδεια.
Οι τηλεοπτικοί σταθμοί υποστηρίζουν ότι τόσο η προκήρυξη όσο και οι σχετικές κοινές αποφάσεις των υπουργών Ψηφιακής Πολιτικής και Οικονομικών -οι οποίες αφορούν τις δημοπρατούμενες άδειες παρόχων επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης, εθνικής εμβέλειας και ενημερωτικού προγράμματος, και ειδικά ως προς τα οικονομικά δεδομένα- έρχονται σε σύγκρουση με το Σύνταγμα, τους ευρωπαϊκούς και ελληνικούς νομοθετικούς κανόνες, αλλά είναι αντίθετες και προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).