Όσα αναφέρουν οι New York Times, για το σχέδιο των ΗΠΑ που καταργεί τους περιορισμούς στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και φυσικού αερίου.
Σε διαφορετική κατεύθυνση κινούνται οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα ως προς την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τον ρόλο των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ενέργειας.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times, η Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (EPA) έχει εκπονήσει σχέδιο κανονισμού που καταργεί τους περιορισμούς στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και φυσικού αερίου.
Το σχέδιο, που εστάλη στον Λευκό Οίκο για έγκριση, στηρίζεται στην εκτίμηση της EPA ότι οι συγκεκριμένες εκπομπές δεν έχουν σημαντική επίδραση στην κλιματική αλλαγή λόγω του μικρού μεριδίου τους στο παγκόσμιο σύνολο.
Η EPA προτίθεται να υποστηρίξει στον νέο κανονισμό ότι το διοξείδιο του άνθρακα και τα υπόλοιπα αέρια του θερμοκηπίου από μονάδες καύσης ορυκτών καυσίμων “δεν συμβάλλουν σημαντικά στην επικίνδυνη ρύπανση ή στην κλιματική αλλαγή”, χαρακτηρίζοντας τις εκπομπές αυτές ως ένα μικρό και μειούμενο ποσοστό του παγκόσμιου συνόλου.
Επιπλέον, η υπηρεσία φέρεται να υποστηρίζει ότι η εξάλειψη των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τους σταθμούς αυτούς δεν θα έχει ουσιαστική επίδραση στη δημόσια υγεία ή την ευημερία.
Η θέση αυτή της EPA έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις επισημάνσεις των Ηνωμένων Εθνών, που αναφέρουν ότι τα ορυκτά καύσιμα είναι ο βασικός παράγοντας υπερθέρμανσης του πλανήτη, ευθυνόμενα για πάνω από το 75% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και το 90% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν συμμερίζεται αυτές τις παραδοχές και συνεχίζει να εφαρμόζει πολιτικές περιορισμού των εκπομπών και προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η Ελλάδα, στο πλαίσιο αυτής της ευρωπαϊκής πορείας, έχει «πατήσει γκάζι» στην προσπάθεια απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και ενίσχυσης της ενεργειακής της αυτονομίας.
Μιλώντας στο Second European Business Summit του Economist, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, ανέδειξε τη στρατηγική αξιοποίησης του φυσικού πλούτου της χώρας —αιολική και ηλιακή ενέργεια— καθώς και τη γεωπολιτική της θέση, με στόχο την ενίσχυση του ρόλου της Ελλάδας ως περιφερειακού ενεργειακού κόμβου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, η λιγνιτική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έχει μειωθεί κατά 91% σε σύγκριση με το 2005, ενώ η συνολική εγκατεστημένη ισχύς από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2018. Το 2024, η Ελλάδα κατέγραψε για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες θετικό ισοζύγιο στην εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Παράλληλα, αυξήθηκαν οι επενδύσεις στα ενεργειακά δίκτυα, φτάνοντας τα 1,8 δισ. ευρώ το 2024, από 479 εκατ. ευρώ το 2019. Όπως ανέφερε ο υπουργός, σημαντικό μέρος του φυσικού αερίου που εισάγεται πλέον στη χώρα διοχετεύεται προς γειτονικές αγορές, όπως της Ιταλίας και των Βαλκανίων, μέσω αγωγών όπως ο TAP και ο IGB.