Οι ραγδαία αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες της Τεχνητής Νοημοσύνης και της ψηφιακής οικονομίας από τη μια είναι ευθέως ανταγωνιστικές με άλλες ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες και από την άλλη χρησιμοποιούνται για μια βαθιά πολιτική αναδιάταξη της ενεργειακής υποδομής στα μέτρα των data centers, δηλαδή στα μέτρα μιας χούφτας παγκοσμίων εμπόρων τεχνητής νοημοσύνης.
Την προηγούμενη εβδομάδα ένα εξαιρετικό άρθρο της Δώρας Κοτσακά παρουσίασε με λεπτομέρεια τα δεδομένα αλλά και τα μεγάλα ερωτήματα σχετικά με τις υποδομές του υπολογιστικού νέφους και της τεχνητής νοημοσύνης (data centers ή αλλιώς τα εργοστάσια της Τεχνητής Νοημοσύνης) και τις σημαντικές επιπτώσεις που αυτές έχουν. Θα ήθελα να προχωρήσουμε δύο – τρία βήματα παραπέρα στην ίδια γραμμή σκέψης.
Η πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (IEA) με τίτλο «Energy and AI» είναι πολύ κατατοπιστική. Η έκθεση προβλέπει ότι μέχρι το 2030, η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας από data centers θα υπερδιπλασιαστεί, φτάνοντας ή και ξεπερνώντας τη συνολική κατανάλωση της Ιαπωνίας. Ταυτόχρονα, προδιαγράφει επενδύσεις 4,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε data centers και άλλων 480 δισεκατομμυρίων για την αναβάθμιση ενεργειακών υποδομών, με τις μισές από αυτές στις ΗΠΑ.
Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας προβλέπει ότι το 2030 τα data centers θα καταναλώνουν υπερδιπλάσια ποσότητα ενέργειας σε σχέση με σήμερα και σχεδόν τριπλάσια ως το 2035. Η σημερινή κατανάλωση ενέργειας από τα data centers είναι της τάξης του 1,5-2% της παγκόσμιας κατανάλωσης ηλεκτρισμού και πολλές εκτιμήσεις αναμένουν αυτό το ποσοστό να αυξηθεί σημαντικά μεταξύ 5-13% την περίοδο 2030 – 2035. Για να υπάρχει μια αίσθηση του τι σημαίνουν αυτά τα ποσοστά να αναφέρουμε ότι σχεδόν 800 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή 10% του πληθυσμού της γης, δεν έχουν ακόμα ηλεκτρικά δίκτυα. Για να καλύψουμε όλες τις ανάγκες τους θα χρειαζόμαστε περίπου 2.200-2.400 τεραβατώρες (TWh), δηλαδή περίπου τη διπλάσια ποσότητα ενέργειας από αυτή που αναμένεται να καταναλώνουν τα data centers το 2035. Το ερώτημα λοιπόν είναι ευθύ και είναι τραγικό ότι δεν μπαίνει καν για συζήτηση. Ποιος έχει αποφασίσει και με ποιες διαδικασίες ότι αξίζει να δώσουμε στα data centers το ρεύμα με το οποίο μπορούν να καλυφθούν οι ανάγκες 400 εκατομμυρίων ανθρώπων; Αξίζει τον κόπο να θυσιαστούν οι ανάγκες 400 εκατομμυρίων ανθρώπων για να έχουμε περισσότερο ChatGPT, εκατομμύρια fake λογαριασμούς στα κοινωνικά δίκτυα και καλύτερες υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους; Το συμπέρασμα είναι ότι η ανάπτυξη της αγοράς της τεχνητής νοημοσύνης είναι ήδη ανταγωνιστική με άλλες ανθρώπινές ανάγκες, και επομένως κάθε άλλο παρά αυτονόητος οφείλει να είναι ο μονόδρομος στην υλοποίηση των σχετικών επενδύσεων.
Την ίδια στιγμή, η πρόσφατη έκθεση της Aggreko, που βασίζεται σε συνεντεύξεις 400 διευθύνοντων συμβούλων από ενεργοβόρες βιομηχανίες, καταγράφει κάτι εξίσου αποκαλυπτικό. Το 95% των στελεχών παραδέχεται ότι έχει βάλει σε δεύτερη μοίρα τους στόχους περί κλιματικής αλλαγής και ανθρακικού αποτυπώματος λόγω της ενεργειακής κρίσης, των αυξημένων τιμών αλλά και της ανερχόμενης ζήτησης ενέργειας από την τεχνητή νοημοσύνη. Αν και το 80% δηλώνει πρόθεση να αυξήσει τις επενδύσεις προς πιο βιώσιμες μορφές ενέργειας, οι περισσότερες αυξήσεις στις σχετικές επενδύσεις χαρακτηρίζονται ως «οριακές». Οι ενεργοβόρες βιομηχανίες αναβάλλουν τη μετάβαση προς ένα νέο ενεργειακό μοντέλο, υποτάσσοντας την ενεργειακή στρατηγική στις ανάγκες της τεχνητής νοημοσύνης και όχι κάνοντας το αντίστροφο. Αντί η τεχνητή νοημοσύνη να χρησιμοποιείται για να μειωθούν οι ενεργειακές ανάγκες και να επιταχυνθεί η μετάβαση προς ένα νέο ενεργειακό μοντέλο, χρησιμοποιείται ως μοχλός καθήλωσης στο business as usual των ορυκτών καυσίμων.
Οι δύο αυτές εκθέσεις αποτυπώνουν μια κοινή πραγματικότητα: το ηλεκτρικό δίκτυο αναδιαμορφώνεται για να εξυπηρετήσει την ψηφιακή επέκταση και όχι την κοινωνική ευημερία. Το οικοσύστημα των data centers — από την Amazon μέχρι τη Microsoft και τη Google — μετατρέπεται σε κομβικό πυρήνα των ενεργειακών δικτύων, με μακροχρόνια συμβόλαια, δικά του δίκτυα, ακόμα και επενδύσεις σε πυρηνική ενέργεια. Με τον τρόπο αυτό, οι τεχνολογικές εταιρείες δεν είναι απλώς καταναλωτές του δικτύου. Γίνονται πλέον οι κύριοι ρυθμιστές του και το αναδιατάσσουν στα μέτρα τους.
Σε μια εποχή όπου η τεχνητή νοημοσύνη πλασάρεται ως η κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας προόδου, πίσω από τις υποσχέσεις για ψηφιακό μετασχηματισμό ξεδιπλώνεται μια σιωπηλή αλλά θεμελιώδης μετάλλαξη των ενεργειακών υποδομών. Το κράτος, σε αυτή τη διαδικασία, παίζει ρόλο επιταχυντή. Από τις ρυθμίσεις για ταχύτερη αδειοδότηση καθαρής ενέργειας για τα data centers υπό τον Μπάιντεν, μέχρι τη ρητορική περί «καθαρής βιομηχανίας άνθρακα» επί Τραμπ, οι κρατικές πολιτικές ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις των τεχνολογικών κολοσσών. Οι επιλογές δεν υπάγονται σε καμία δημοκρατική διαβούλευση, και η ευθυγράμμιση δεν γίνεται απλά και μόνο από το lobbying και την τερατώδη πολιτική και οικονομική ισχύ των μεγάλων πλατφορμών. Κυρίως γίνεται και επιβάλλεται λόγω του απολύτου ελέγχου που έχουν στις υποδομές του διαδικτύου.
Οι ψηφιακές υποδομές — από την τεχνητή νοημοσύνη έως τα δίκτυα οπτικών ινών και τις εφοδιαστικές αλυσίδες των ημιαγωγών — δεν είναι άυλες ή χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Αντιθέτως, απαιτούν γη, ενέργεια, νερό και χωρική οργάνωση. Οι ιδιωτικές αυτές υποδομές ανακατανέμουν εξουσία και επιρροή. Ενώνουν τον κυβερνοχώρο με τον φυσικό χώρο, επιβάλλοντας νέα καθεστώτα ελέγχου, πρόσβασης και ιδιοκτησίας. Η συγκεντρωμένη ισχύς των πλατφορμών δεν μεταφράζεται μόνο σε κερδοφορία αλλά και σε γεωπολιτική επιρροή: ποιος ελέγχει τα data centers, ποιος έχει πρόσβαση σε σπάνιες πρώτες ύλες, ποιος χτίζει δίκτυα, ποιος αποφασίζει για τους ενεργειακούς κόμβους του αύριο.
Και στην Ελλάδα; Η χώρα ήδη προσελκύει διεθνείς επενδυτές για δημιουργία data centers και cloud υποδομών. Όμως με ποιο στρατηγικό σχέδιο; Ποιο είναι το ενεργειακό αντίκρισμα αυτών των υποδομών; Ποιος διασφαλίζει ότι οι απαιτούμενοι πόροι (ενέργεια και νερό) δεν θα λείψουν από τις τοπικές κοινωνίες και δεν θα είναι σε ανταγωνιστική σχέση με άλλες ανάγκες; Ποιος θα πληρώσει το κόστος αναβάθμισης των δικτύων;
Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας έχει δίκιο σε κάτι: η τεχνητή νοημοσύνη και η ενέργεια πράγματι συγκλίνουν. Όμως το πραγματικό ερώτημα δεν είναι πώς θα βελτιστοποιήσουμε τα δίκτυα για να καλύψουμε τις ενεργειακές ανάγκες της τεχνητής νοημοσύνης. Το ερώτημα αυτό είναι βαθιά μυωπικό και διαστρεβλώνει την πραγματικότητα καθώς παρουσιάζει το πρόβλημα ως τεχνοκρατικό, ένα πρόβλημα βελτιστοποίησης.
Αντίθετα το πραγματικό ερώτημα είναι πως και με ποια κριτήρια επιλέγεται το που θα καταναλώσουμε ηλεκτρική ενέργεια, τι σημαίνουν τα data centers για τον έλεγχο και την κυριαρχία επί των δικτύων, και αν αξίζει τον κόπο η διαφαινόμενη μετάλλαξη των ηλεκτρικών δικτύων στα μέτρα της Google, της Amazon και της Microsoft.
Καθώς η κλιματική κρίση επιδεινώνεται και οι πόροι αρχίζουν να σπανίζουν, είναι ανάγκη να συζητήσουμε στα σοβαρά αν μπορούμε να ανακτήσουμε τις δημόσιες υποδομές — ενέργειας, νερού και γης — όχι ως βάση για ιδιωτικές αυτοκρατορίες, αλλά ως πεδίο συλλογικής διαπραγμάτευσης για το πώς θέλουμε να ζήσουμε και τι μέλλον θέλουμε να οικοδομήσουμε.
Οι ψηφιακές υποδομές δεν είναι μόνο αγωγοί, servers και καλώδια. Πλέον γίνονται ο χωρικός και πολιτικός σκελετός της κοινωνίας. Και ο έλεγχος τους είναι τελικά έλεγχος της εξουσίας, με κάθε έννοια της λέξης. Οι ψηφιακές υποδομές μας αναγκάζουν να ξαναδούμε όλες τις ζωτικής σημασίας υποδομές ως μονοπάτια προς το μέλλον, ως απαντήσεις στο ερώτημα για το ποιος αξίζει να έχει πρόσβαση, ασφάλεια και ευμάρεια, για το ποιος θα κρατάει τα κλειδιά τους. Η πρόκληση μπροστά μας δεν είναι να ανταποκριθούμε πιο αποδοτικά στις απαιτήσεις της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά να ρωτήσουμε: ποιων τις ανάγκες θα υπηρετούν οι υποδομές που ούτως ή άλλως εμείς θα πληρώνουμε — και με τι τίμημα;
Ο Αντώνης Μαυρόπουλος είναι σύμβουλος κυκλικής οικονομίας και συγγραφέας του βιβλίου «Τεχνητή Νοημοσύνη – Άνθρωπος, Φύση, Μηχανές» (εκδόσεις Τόπος)