Στις 4 Ιουλίου, ανήμερα της αμερικανικής Ανεξαρτησίας, η κυβέρνηση της Ελβετίας στη Βέρνη θεώρησε ότι είχε διασφαλίσει μια συμφωνία-ομπρέλα που θα περιόριζε τυχόν δασμούς στο 10% και θα απέτρεπε σκληρές κυρώσεις.
Τρεισήμισι εβδομάδες αργότερα, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε το τελικό πακέτο, η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με δασμούς 39% υψηλότερους από κάθε άλλη ανεπτυγμένη οικονομία και πάνω από της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Το σοκ ήρθε λίγες ώρες πριν από την εθνική εορτή της 1ης Αυγούστου, ενώ η τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια της προέδρου της Ελβετίας, Καρίν Κέλερ-Ζούτερ, να «σώσει» τη συμφωνία στην Ουάσινγκτον κατέληξε στο κενό καθώς ο Λευκός Οίκος δεν ανταποκρίθηκε.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα του Bloomberg, η αρχική φάση, της «ελπίδας», ξεκινά στις 24 Απριλίου, όταν η Κέλερ-Ζούτερ και ο αντιπρόεδρος Γκάι Παρμελίν συναντούν τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ. Η ελβετική ανάγνωση ήταν θετική: μια μικρή, ανοιχτή οικονομία που έχει ήδη καταργήσει τους βιομηχανικούς δασμούς και δεν θεωρείται «πρόβλημα» για την Ουάσινγκτον. Η Βέρνη πρότεινε πακέτο παραχωρήσεων με περιορισμένα ανοίγματα στη γεωργία και ταχύτερες εγκρίσεις για αμερικανικά ιατροτεχνολογικά προϊόντα, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα τις επενδύσεις δισεκατομμυρίων που έχουν αναγγείλει ή υλοποιούν στις ΗΠΑ οι Roche και Novartis. Σε αντάλλαγμα ζητούσε πλαφόν δασμού στο 10% και ρητή διασφάλιση ότι οι αμερικανικές «έρευνες εθνικής ασφάλειας» δεν θα κατέληγαν σε τιμωρητικούς δασμούς στα φάρμακα.
Τον Μάιο και τον Ιούνιο, το γραφείο του εμπορικού αντιπροσώπου (USTR), υπό τον Τζέιμσον Γκριρ, έκανε πάνω από 20 γύρους επαφών με τους Ελβετούς, συχνά μέσω βιντεοκλήσεων και WhatsApp. Ο Μπέσεντ παρέμεινε σε επαφή, και στις 23 Ιουνίου η Κέλερ-Ζούτερ μίλησε τηλεφωνικά μαζί του και δήλωσε ότι «είμαστε κοντά». Λίγες ημέρες μετά υπήρχε κιόλας προσχέδιο συμφωνίας, το οποίο προέβλεπε μεταξύ άλλων πως οι ελβετικές φαρμακοβιομηχανίες δεν θα επιδιώκουν να προμηθεύονται ορισμένα συστατικά από την Κίνα. Από εκεί και πέρα, οι μαρτυρίες αποκλίνουν: κατά μία εκδοχή, οι Μπέσεντ, Γκριρ και ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λούτνικ άφησαν να εννοηθεί ότι θα στήριζαν το πλαίσιο ενώπιον του προέδρου. Κατά άλλη, διευκρίνισαν ότι θα παρουσίαζαν τα υπέρ και τα κατά, αλλά η απόφαση ήταν αποκλειστικά του Τραμπ. Χωρίς απευθείας «ναι» από τον ίδιο, το ελβετικό υπουργικό συμβούλιο έδωσε στις 4 Ιουλίου την επίσημη έγκριση, βασιζόμενο στον λόγο των υπουργών του.
Η «καταστροφή» ήρθε με την απευθείας επικοινωνία. Στις 31 Ιουλίου, στις 14:00 ώρα Ουάσινγκτον, ο Τραμπ τηλεφώνησε στην Κέλερ-Ζούτερ. Μετά τις ευχές για την εθνική εορτή της επόμενης ημέρας, την κατηγόρησε ότι «η χώρα της κλέβει τις ΗΠΑ», επικαλούμενος εμπορικό έλλειμμα περίπου 40 δισ. δολαρίων. Για τη Βέρνη, το ζήτημα του διμερούς ισοζυγίου δεν είχε τεθεί ποτέ ως κεντρικό, ενώ αντιπαρέθετε ότι το έλλειμμα στα αγαθά αντισταθμίζεται σχεδόν πλήρως από τις αμερικανικές εισαγωγές υπηρεσιών, και ότι η Ελβετία είναι ο έβδομος μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στις ΗΠΑ. Δύο αφηγήσεις της κλήσης κυκλοφορούν από τότε: η μία θέλει την πρόεδρο να «έχασε» το πολιτικό παιχνίδι δίνοντας μάθημα αρχών σε έναν ηγέτη που ζητά τρόπαια και η άλλη υποστηρίζει ότι η απόφαση ήταν ήδη ειλημμένη και η συνομιλία απλώς τυπική. Η ίδια η Κέλερ-Ζούτερ, πιστή σε θεσμικό ύφος, είπε: «Δεν κάνουμε υποσχέσεις που δεν μπορούμε να τηρήσουμε», ενώ ο Τραμπ φέρεται να σχολίασε στο CNBC: «Ήταν ευγενική, αλλά δεν ήθελε να ακούσει».
Η «απόγνωση» κορυφώθηκε την 1η Αυγούστου. Μιλώντας στο ιστορικό Ρύτελι, η πρόεδρος επιχείρησε να κατευνάσει τα πνεύματα: «Η Ελβετία είναι μαθημένη στις καταιγίδες». Όμως οι επικρίσεις πύκνωσαν: δεν προσφέρθηκε στον Τραμπ ένα «σύμβολο νίκης» κατά τα πρότυπα άλλων ηγετών, ούτε υπήρχε εναλλακτικό σχέδιο. Μετρημένες ημέρες πριν ενεργοποιηθούν οι δασμοί, η κυβέρνηση επέλεξε τη διπλωματία αντί των αντιποίνων. Οι διαπραγματευτές παρέδωσαν βελτιωμένη πρόταση, που κυμαινόταν από επιπλέον επενδυτικές δεσμεύσεις μέχρι αγορές αμερικανικού LNG και αμυντικού υλικού. Την Τρίτη πριν από την επιβολή, η Κέλερ-Ζούτερ πέταξε αιφνιδιαστικά στην Ουάσινγκτον χωρίς εξασφαλισμένο ραντεβού στον Λευκό Οίκο. Η μόνη επίσημη συνάντησή της ήταν εθιμοτυπική, με τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, από την οποία διαπραγματευτικά, δεν προέκυψε τίποτα. Μία ώρα πριν προσγειωθεί ξανά στην Ελβετία, οι δασμοί ενεργοποιήθηκαν.
Οι οικονομικές επιπτώσεις ήταν άμεσες. Εταιρείες κατήρτισαν έκτακτα σχέδια για να μεταφέρουν παραγωγή στο εξωτερικό, ώστε να παρακάμψουν τον νέο συντελεστή, ή «πάγωσαν» προσωρινά παραδόσεις προς τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση διατηρεί αποστολή στην Ουάσινγκτον σε αναζήτηση εξαιρέσεων ή ελαφρύνσεων, όμως το αίσθημα εθνικής «εξαιρετικότητας» έχει κλονιστεί: η ιδέα ότι μια μικρή, ουδέτερη, θεσμικά αξιόπιστη οικονομία θα λάμβανε εξ ορισμού ήπια μεταχείριση δεν επιβεβαιώθηκε. Το επεισόδιο αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τη «μοναχική» στρατηγική της Ελβετίας: σε περιόδους γεωπολιτικής τριβής, η διαδικασία και τα τεχνικά επιχειρήματα δεν αρκούν αν ο τελικός αποφασίζων ζητά πολιτικά τρόπαια.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές του Bloomberg, το πολιτικό μάθημα είναι τριπλό. Πρώτον, χωρίς ρητή δέσμευση του ίδιου του προέδρου των ΗΠΑ, καμία «πρόοδος» με υπουργούς δεν είναι ασφαλής. Δεύτερον, οι μικρές χώρες οφείλουν να σταθμίζουν όχι μόνο το περιεχόμενο της συμφωνίας, αλλά και το αφήγημα που επιτρέπει στον συνομιλητή τους να εμφανιστεί νικητής. Τρίτον, ο στενός δείκτης του διμερούς ισοζυγίου αγαθών, όσο ατελής κι αν είναι, μπορεί να επικρατήσει πολιτικά έναντι μιας ευρύτερης εικόνας που περιλαμβάνει υπηρεσίες και επενδύσεις. Πρακτικά, η πρόκληση από εδώ και πέρα είναι διπλή: να αποσπαστούν στοχευμένες εξαιρέσεις για κρίσιμους κλάδους όπως ωρολογοποιία και φαρμακοβιομηχανία και να επανασχεδιαστεί η πρόσβαση στη μεγαλύτερη αγορά του πλανήτη με ρεαλιστικό πλάνο εναλλακτικών αλυσίδων και παραγωγικών βάσεων. Η ίδια η Κέλερ-Ζούτερ το συνοψίζει ψυχρά: «Στις διαπραγματεύσεις συμβαίνουν ρήξεις. Πρέπει να ζεις με αυτές και να συνεχίζεις».