Κίνδυνο προσβολής από καρκίνο εγκυμονεί η απώλεια βάρους, ιδίως αν είναι ακούσια και γρήγορη.
Οι συχνότερες μορφές καρκίνου που έχουν διαπιστωθεί μέχρι στιγμής και συνδέονται με την απώλεια βάρους είναι αυτές του γαστρεντερικού, του παχέος εντέρου, του πνεύμονα και αιματολογικοί καρκίνοι.
Δεν συνδέονται με την απώλεια βάρους τύποι καρκίνου όπως του μαστού, των γεννητικών οργάνων, του ουροποιητικού, του εγκεφάλου και το μελάνωμα.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη σχεδόν μιας 30ετίας, που δημοσιεύεται στο JAMA Oncology.
Το 17% παραπάνω πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο είχαν όσοι έχασαν πάνω από 10% του βάρους τους, έναντι εκείνων που δεν έχασαν βάρος
Επιστήμονες από το Χάρβαρντ, το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, το Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Σαν Πάολο της Βραζιλίας, του Πανεπιστημίου Γιονσέι της Σεούλ και του Πανεπιστημίου Γέιλ, προχώρησαν στην ανάλυση δεδομένων από περίπου 157.500 νοσηλεύτριες και άνδρες επαγγελματίες υγείας, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στις μελέτες «Nurses’ Health Study» από τον Ιούνιο του 1978 – 30 Ιουνίου 2016 και «Health Professionals Follow-Up Study» από τον Ιανουάριο 1988 έως 31 Ιανουαρίου 2016. Το βάρος των συμμετεχόντων ελεγχόταν ανά διετία.
Η πρόθεση απώλειας βάρους κατηγοριοποιήθηκε ως έντονη εάν είχε αυξηθεί τόσο η σωματική δραστηριότητα όσο και η ποιότητα της διατροφής, μέτρια εάν υπήρχαν αλλαγές σε μόνο έναν από τους δύο παράγοντες – δραστηριότητα ή διατροφή και ήπια, αν δεν είχε τροποποιηθεί κανένας από τους δύο παράγοντες.
Στις δύο ομάδες πληθυσμού ηλικίας άνω των 40 ετών που αξιολογήθηκαν σε βάθος 28 ετών, η πρόσφατη απώλεια βάρους συσχετίστηκε με αυξημένο ποσοστό διάγνωσης καρκίνου τους επόμενους 12 μήνες σε σχέση με εκείνους που δεν είχαν χάσει βάρος. Οι διαγνώσεις καρκίνου ήταν πιο συχνές σε αυτούς που η απώλεια βάρους χαρακτηρίστηκε ως ακούσια, εξετάζοντας πιθανές αλλαγές στη σωματική δραστηριότητα και τη διατροφή.
Κίνδυνος διετίας
Έναντι εκείνων που δεν είχαν χάσει βάρος, αυτοί που είχαν χάσει πάνω από 10% του βάρους τους, διέτρεχαν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο καρκίνου ένα χρόνο μετά την απώλεια, αν και ο κίνδυνος παρέμενε ισχυρός ακόμη και μια διετία μετά το αδυνάτισμα, ιδίως σε ότι αφορά τον καρκίνο του ανώτερου γαστρεντερολογικού συστήματος.
Το ποσοστό απώλειας βάρους δεν συσχετίστηκε με το στάδιο του καρκίνου κατά τη διάγνωση.
Εξετάζοντας την πρόθεση για απώλεια βάρους, εκείνοι που δεν το επιδίωξαν, αφού δεν αύξησαν την φυσική δραστηριότητα, ούτε άλλαξαν τη διατροφή τους, και παρόλα αυτά έχασαν βάρος τελικά, αυτοί είχαν υψηλότερο κίνδυνο για μετέπειτα διάγνωση καρκίνου.
Στα άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω, η πρόσφατη απώλεια βάρους πάνω από 10% και χωρίς πρόθεση, είχε πιθανότητα 3,2% για διάγνωση καρκίνου τους επόμενους 12 μήνες.
Η ταχύτητα της απώλειας βάρους φάνηκε επίσης να έχει σημασία στην εκτίμηση του κινδύνου για καρκίνο, με την πιο γρήγορη απώλεια να σχετίζεται με μεγαλύτερους κινδύνους. Προηγούμενη μελέτη είχε αναφέρει ότι η διάγνωση του καρκίνου μετά την απώλεια βάρους τυπικά συνέβαινε εντός 3 – 6 μηνών μετά από διάγνωση ανεξήγητης απώλειας βάρους.
Οι μετρήσεις
Από τους συμμετέχοντες που διαγνώστηκαν με καρκίνο ένα έτος μετά την απώλεια βάρους, το 15% είχε χάσει πάνω από το 5% του σωματικού του βάρους και το 5% είχε χάσει πάνω από 10% πριν από τη διάγνωση του καρκίνου.
Το μέσο διάστημα μεταξύ απώλειας βάρους και διάγνωσης καρκίνου ήταν 6,5 μήνες για όσους είχαν χάσει από 5,1% έως 10% του σωματικού βάρους και 6 μήνες για όσους είχαν χάσει πάνω από 10%.
Σε όσους έχασαν πάνω από 10% του βάρους τους, το ποσοστό επίπτωσης του καρκίνου ήταν 1362 περιπτώσεις/100.000 ανθρωποέτη έναντι 869 περιπτώσεων/100.000 ανθρωποέτη σε όσους δεν έχασαν βάρος (διαφορά, 493 περιπτώσεις/100.000 ανθρωποέτη).
Σε όσους είχαν μειωμένη πρόθεση να χάσουν βάρος, υπήρξαν 2.687 περιπτώσεις καρκίνου/100.000 ανθρωποέτη αν η απώλεια ήταν μεγαλύτερη από 10% σε σύγκριση με 1.220 περιπτώσεις καρκίνου/100.000 ανθρωποέτη για όσους δεν έχασαν βάρος (διαφορά 1467 περιπτώσεις/100.000 ανθρωποέτη.
Είδη καρκίνου
Σε όσους είχαν χάσει πάνω από το 10% του βάρους τους, σε σχέση με όσους δεν έχασαν βάρος, διαπιστώθηκαν συγκεκριμένοι τύποι καρκίνου:
- Καρκίνος του ανώτερου γαστρεντερικού σωλήνα (οισοφάγος, στομάχι, ήπαρ, χοληφόρος οδός ή πάγκρεας) ήταν ιδιαίτερα συχνός με 173 περιπτώσεις/100.000 ανθρωποέτη σε όσους είχαν χάσει πάνω από 10% του βάρους τους σε σύγκριση με 36 περιπτώσεις/100.000 ανθρωποέτη για όσους δεν είχαν χάσει βάρος (διαφορά 137 περιπτώσεις/100.000 ανθρωποέτη.
- Αιματολογικοί τύποι καρκίνου (λέμφωμα non-Hodgkin, πολλαπλό μυέλωμα και λευχαιμία), υπήρξαν 146 περιπτώσεις/100.000 ανθρωποέτη για άτομα με απώλεια βάρους μεγαλύτερη από 10% έναντι 66 περιπτώσεων/100.000 ανθρωποέτη για τα άτομα χωρίς πρόσφατη απώλεια βάρους (διαφορά 80 περιπτώσεις/100000 ανθρωποέτη).
- Καρκίνος παχέος εντέρου, παρουσιάστηκε σε 141 περιπτώσεις/100.000 ανθρωποέτη για άτομα με απώλεια βάρους μεγαλύτερη από 10% έναντι 77 περιπτώσεων/100.000 ανθρωποέτη για άτομα χωρίς πρόσφατη απώλεια βάρους (διαφορά 63 περιπτώσεις/100.000 ανθρωποέτη).
- Καρκίνος πνεύμονα, εμφανίστηκε σε 177 περιπτώσεις/100.000 ανθρωποέτη για άτομα με απώλεια βάρους μεγαλύτερη από 10% έναντι 72 περιπτώσεων/100.000 ανθρωποέτη για άτομα χωρίς πρόσφατη απώλεια βάρους (διαφορά 105 περιπτώσεις/100.000 ανθρωποέτη).
Στους παραπάνω τύπους καρκίνου εντοπίστηκαν υψηλότερα ποσοστά εμφάνισης, όσο καθώς αυξανόταν το ποσοστό απώλειας βάρους.
Αντίθετα, δεν εντοπίστηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ πρόσφατης απώλειας βάρους και καρκίνου του μαστού, του γεννητικού συστήματος, του ουροποιητικού συστήματος, του εγκεφάλου ή του μελανώματος.
Σε σύγκριση με συμμετέχοντες χωρίς πρόσφατη απώλεια βάρους, η πρόσφατη και μεγαλύτερη απώλεια βάρους συσχετίστηκε σημαντικά με υψηλότερο σχετικό κίνδυνο 1 έτους για ολικό καρκίνο, καρκίνο του ανώτερου γαστρεντερικού σωλήνα, αιματολογικό καρκίνο, καρκίνο του παχέος εντέρου και καρκίνο του πνεύμονα.
Το συνολικό ποσοστό περιπτώσεων καρκίνου του ανώτερου γαστρεντερικού σωλήνα, του παχέος εντέρου, του πνεύμονα και αιματολογικού καρκίνου, ήταν 48% σε όσους είχαν χάσει πάνω από 10% του βάρους τους, έναντι 31% όσων είχαν διαγνωστεί με καρκίνο χωρίς όμως να έχουν χάσει βάρος (διαφορά 17%).
Πότε εμφανίζεται
Ο κίνδυνος διάγνωσης καρκίνου (ολικός καρκίνος, καρκίνος του ανώτερου γαστρεντερικού σωλήνα, αιματολογικός καρκίνος, καρκίνος παχέος εντέρου ή καρκίνος του πνεύμονα) ήταν υψηλότερος κατά τους πρώτους 12 μήνες σε σύγκριση με τους 13 – 24 μήνες μετά την αναφορά απώλειας βάρους.
Αν και ο συνολικός κίνδυνος καρκίνου ήταν υψηλότερος τους πρώτους 6 μήνες μετά την απώλεια βάρους πάνω από 10%, ο κίνδυνος καρκίνου ήταν επίσης υψηλότερος και σε όσους είχαν χάσει το 5-10% του βάρους τους, έναντι εκείνων που δεν είχαν χάσει καθόλου βάρος.
Επίσης, ο κίνδυνος καρκίνου ήταν υψηλότερος μέσα στους επόμενους 7 – 12 μήνες μετά την απώλεια βάρους πάνω από 10% έναντι εκείνων που δεν είχαν χάσει βάρος.
Ο απόλυτος κίνδυνος για διάγνωση καρκίνου ένα έτος μετά την απώλεια βάρους ήταν 3,2% για όσους έχασαν πάνω από το 10% του βάρους τους χωρίς πρόθεση αδυνατίσματος, έναντι κινδύνου 1,3% για όσους δεν είχαν χάσει βάρος. Από τους συμμετέχοντες σε όλη την περίοδο παρακολούθησης, το 1,6% των συμμετεχόντων πληρούσε ή είχε υπερβεί το όριο του απόλυτου κινδύνου 3% για καρκίνο ένα χρόνο μετά την απώλεια βάρους.