Παρασκευή, 31 Ιανουαρίου, 2025
More

    Διαγωνισμός ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2025 – Μελέτη διατάξεων 124-142 ΚΔΥ (εκπαίδευση-αξιολόγηση-εξέλιξη)

    Διαγωνισμός ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2025 – Μελέτη διατάξεων 124-142 ΚΔΥ (εκπαίδευση-αξιολόγηση-εξέλιξη)

    Όπως κάθε φορά θα σας δοθεί παράθεση των διατάξεων των άρθρων 124-142 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, για τις ενότητες «Υπηρεσιακή Εκπαίδευση», «Αξιολόγηση» και «Μονιμοποίηση-Βαθμολογική Εξέλιξη».


    Πριν προχωρήσουμε στις διατάξεις θα σας δώσω τι πρέπει να θυμάστε από τη σημερινή ύλη υπό μορφή bullets, όπως κάθε φορά και να σας βοηθήσω με αυτόν τον τρόπο να κατανοήσετε καλύτερα τις διατάξεις που ακολουθούν:

    • Η υπηρεσιακή εκπαίδευση διακρίνεται σε α) εισαγωγική εκπαίδευση β) μετεκπαίδευση και επιμόρφωση και γ) μεταπτυχιακή εκπαίδευση.
    • Η εισαγωγική εκπαίδευση αποτελεί προϋπόθεση για την μονιμοποίηση του δικαστικού υπαλλήλου.
    • Μία φορά λαμβάνει ο δικαστικός υπάλληλος κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης, η οποία διαρκεί για ένα (1) έτος και χορηγείται είτε ενιαία είτε τμηματικά.
    • Στο δικαστήριο, την εισαγγελία ή την υπηρεσία όπου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος τηρείται το προσωπικό του μητρώο.
    • Κάθε δικαστικός υπάλληλος αξιολογείται αυτοτελώς από δύο (2) αξιολογητές, οι οποίοι συντάσσουν υποχρεωτικά εκθέσεις αξιολόγησης. Ο πρώτος αξιολογητής είναι ο άμεσος προϊστάμενος του και δεύτερος αξιολογητής είναι ο αμέσως ανώτερος προϊστάμενος.
    • Οι ηθικές αμοιβές που απονέμονται στον δικαστικό υπάλληλο σε περίπτωση επιβράβευσης είναι: α) έπαινος, β) μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων με δίπλωμα.
    • Οι δικαστικοί υπάλληλοι μετά τον διορισμό τους διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία.
    • Βαθμολογική εξέλιξη ΥΕ: Από βαθμό Ε στον βαθμό Δ απαιτούνται 2 έτη στον βαθμό Ε, από βαθμό Δ στον βαθμό Γ απαιτούνται 8 έτη στον βαθμό Δ, από βαθμό Γ στον βαθμό Β απαιτούνται 10 έτη στον βαθμό Γ.
    • Βαθμολογική εξέλιξη ΔΕ: Από βαθμό Δ στον βαθμό Γ απαιτούνται 2 έτη στον βαθμό Δ, από βαθμό Γ στον βαθμό Β απαιτούνται 8 έτη στον βαθμό Γ, από τον βαθμό Β στον βαθμό Α απαιτούνται 6 έτη στον βαθμό Β. Αν ο δικαστικός υπάλληλος κατηγορίας ΔΕ τελειώσει ΙΕΚ κερδίζει 2 έτη.


    • Βαθμολογική εξέλιξη ΤΕ: Από βαθμό Δ στον βαθμό Γ απαιτούνται 2 έτη στον βαθμό Δ, από βαθμό Γ στον βαθμό Β απαιτούνται 6 έτη στον βαθμό Γ, από βαθμό Β στον βαθμό Α απαιτούνται 6 έτη στον βαθμό Β. Αν αποκτήσουν μεταπτυχιακό κερδίζουν 2 έτη, δεύτερο μεταπτυχιακό άλλο 1 έτος και αν τελειώσουν διδακτορικό κερδίζουν 6 έτη. Αν αποκτήσουν μεταπτυχιακό και διδακτορικό κερδίζουν τα 6 έτη.
    • Βαθμολογική εξέλιξη ΠΕ: Από βαθμό Δ στον βαθμό Γ απαιτούνται 2 έτη στον βαθμό Δ, από βαθμό Γ στο βαθμό Β απαιτούνται 5 έτη στον βαθμό Γ, από βαθμό Β στο βαθμό Α απαιτούνται 6 έτη στο βαθμό Β. Αν αποκτήσουν μεταπτυχιακό κερδίζουν 2 έτη, δεύτερο μεταπτυχιακό άλλο 1 έτος και αν τελειώσουν διδακτορικό κερδίζουν 6 έτη. Αν αποκτήσουν μεταπτυχιακό και διδακτορικό κερδίζουν τα 6 έτη.
    • Οι προαγωγές διενεργούνται ύστερα από απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου.
    • Στις προαγωγές δεν υπολογίζονται α) χρόνος διαθεσιμότητας β) χρόνος αργίας γ) χρόνος αδικαιολόγητης αποχής από καθήκοντα δ) ο χρόνος προσωρινής παύσης ε) ο χρόνος άδειας άνευ αποδοχών στ) ο χρόνος υπηρεσιακής εκπαίδευσης και ζ) ο χρόνος αναστολής άσκησης καθηκόντων.

    Κατόπιν, πάμε να γνωρίσουμε τις διατάξεις της σημερινής ύλης μας:

    Άρθρο 124 (υπηρεσιακή εκπαίδευση)

    1. Η υπηρεσιακή εκπαίδευση των δικαστικών υπαλλήλων, όταν δεν αποτελεί υποχρέωση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα επόμενα άρθρα, συνιστά δικαίωμα, η άσκηση του οποίου ενθαρρύνεται από την υπηρεσία, στο μέτρο που δεν παρεμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία της.


    2. Η υπηρεσιακή εκπαίδευση διακρίνεται σε: α) εισαγωγική εκπαίδευση, β) μετεκπαίδευση και επιμόρφωση και γ) μεταπτυχιακή εκπαίδευση.

    3. Η εισαγωγική εκπαίδευση έχει ως σκοπό την εξοικείωση του δικαστικού υπαλλήλου με το αντικείμενο των καθηκόντων του και είναι υποχρεωτική. Η μετεκπαίδευση και επιμόρφωση έχει ως σκοπό την απόκτηση από τον υπάλληλο γενικών ή ειδικών γνώσεων που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων του και μπορεί να ορίζεται ως υποχρεωτική. Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση οδηγεί στην απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών από αναγνωρισμένο ΑΕΙ και είναι προαιρετική.

    Άρθρο 125 (εισαγωγική εκπαίδευση)


    1. Ο δικαστικός υπάλληλος μετά από την ανάληψη υπηρεσίας παρακολουθεί δεκαήμερη εισαγωγική εκπαίδευση.

    2. Η εισαγωγική εκπαίδευση αποτελεί προϋπόθεση για την μονιμοποίηση του υπαλλήλου και πραγματοποιείται:

    α. για όσους διορίστηκαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο, στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και στα πολιτικά και διοικητικά Πρωτοδικεία και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, από τα δικαστήρια αυτά και τις δικαστικές αρχές, αντιστοίχως,

    β. για όσους διορίστηκαν στα πολιτικά και διοικητικά πρωτοδικεία και στις εισαγγελίες πρωτοδικών της Αθήνας και του Πειραιά, από το πολιτικό και διοικητικό πρωτοδικείο και την Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας, αντιστοίχως,

    γ. για τους λοιπούς, από τα οικεία εφετεία και τις οικείες εισαγγελίες εφετών.

    3. Ο δικαστής που διευθύνει το αρμόδιο κατά την παρ. 2 δικαστήριο ή δικαστική αρχή, ορίζει έναν (1) δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, αντιστοίχως, και έναν (1) δικαστικό υπάλληλο ως υπεύθυνους της εκπαίδευσης. Για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της προεισαγωγικής και της εισαγωγικής εκπαίδευσης μπορεί να ζητείται η συνδρομή της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών και του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης.

    4. Αντικείμενο της εισαγωγικής εκπαίδευσης είναι:

    α. η ενημέρωση για την αποστολή, την οργάνωση και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης,

    β. η μελέτη και ανάλυση των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν τη συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών, των δικαστικών υπαλλήλων, των οργάνων της Διοίκησης, των δικηγόρων και των διαδίκων, με έμφαση στους κανόνες δεοντολογίας που διέπουν τις σχέσεις των δικαστικών υπαλλήλων με τους δικαστικούς λειτουργούς,

    γ. η ενημέρωση και εξοικείωση με τα βασικά νομοθετήματα που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία του οικείου δικαστηρίου ή της οικείας δικαστικής αρχής και την κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων,

    δ. η ενημέρωση και εξοικείωση με τη χρήση των ηλεκτρονικών βάσεων και συστημάτων που λειτουργούν στο οικείο δικαστήριο ή στην οικεία δικαστική αρχή.

    Κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του προγράμματος της εισαγωγικής εκπαίδευσης λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη συνειδητοποίηση από τους δικαστικούς υπαλλήλους της σημασίας του έργου τους για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

    5. Στο τέλος της εισαγωγικής εκπαίδευσης από τους αναφερόμενους στην παρ. 3 υπευθύνους εκπαίδευσης συντάσσεται έκθεση πεπραγμένων, καθώς και έκθεση για την επίδοση κάθε υπαλλήλου. H έκθεση κοινοποιείται στον δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό που διευθύνει το δικαστήριο ή την δικαστική αρχή στο οποίο έχει διοριστεί ο υπάλληλος, καθώς και στον κατά την παρ. 2 αρμόδιο για την εκπαίδευση δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό.

    6. Ειδικά για τους Κλάδους ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου και ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων η εισαγωγική εκπαίδευση παρέχεται, όπως ορίζεται στα άρθρα 34-38 και 74, αντιστοίχως.

    Άρθρο 126 (μετεκπαίδευση και επιμόρφωση)

    Η υπηρεσία μεριμνά για τη μετεκπαίδευση και επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους και διευκολύνει τη συμμετοχή τους σε προγράμματα που πραγματοποιούνται στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, σε δικαστήρια, υπηρεσίες, εκπαιδευτικά ιδρύματα και άλλους πιστοποιημένους φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό, λαμβάνοντας ιδιαίτερη μέριμνα για την ισότιμη πρόσβαση των υπαλλήλων σε αυτήν.

    Άρθρο 127 (μεταπτυχιακή εκπαίδευση)

    Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση γίνεται με τη συμμετοχή του δικαστικού υπαλλήλου σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών συναφή με το αντικείμενο της υπηρεσίας του.

    Άρθρο 128 (έκθεση πεπραγμένων)

    Μετά το πέρας οποιουδήποτε προγράμματος μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης ή μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, ο υπάλληλος υποχρεούται να καταθέσει στην υπηρεσία του σχετική έκθεση. Η υπηρεσία, αν το κρίνει σκόπιμο, οργανώνει την παρουσίασή της σε ευρύτερο υπηρεσιακό κύκλο.

    Άρθρο 129 (άδειες υπηρεσιακής εκπαίδευσης)

    1. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του να λάβει μία φορά άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης είτε μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης είτε για τη συμμετοχή του σε προγράμματα μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, συναφή με το αντικείμενο της εργασίας του. Η άδεια αυτή διαρκεί έως ένα (1) έτος και μπορεί να χορηγείται είτε ενιαία είτε τμηματικά. Πραγματοποιείται με βάση συγκεκριμένο πρόγραμμα, σε δικαστήρια ή άλλες συναφείς υπηρεσίες και δημόσιους φορείς ή οργανισμούς, ειδικώς δε η μεταπτυχιακή εκπαίδευση σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Η άδεια για μεταπτυχιακή εκπαίδευση μπορεί να παραταθεί, με τη σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, έως ένα (1) ακόμη έτος, αν το μεταπτυχιακό πρόγραμμα διαρκεί πλέον του έτους και οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν.

    2. Η κατά την παρ. 1 υπηρεσιακή άδεια χορηγείται σε δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει τριετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία δεν συνυπολογίζεται η δοκιμαστική, και δεν έχουν υπερβεί το πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος της ηλικίας τους.

    3. Έως την 30ή Σεπτεμβρίου εκδηλώνεται εγγράφως στην Υπηρεσία Προσωπικού το ενδιαφέρον των δικαστικών υπαλλήλων για τη λήψη άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης κατά το επόμενο δικαστικό έτος. Έως την 30ή Νοεμβρίου με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται, κατά τομέα του άρθρου 18, ο μέγιστος αριθμός υπαλλήλων στους οποίους θα χορηγηθεί το επόμενο έτος άδεια του παρόντος και ορίζεται προθεσμία για την υποβολή των σχετικών αιτήσεων των υπαλλήλων και των απαραίτητων δικαιολογητικών από τα οποία προκύπτει η αποδοχή τους από τους φορείς μετεκπαίδευσης ή μεταπτυχιακής εκπαίδευσης. Ειδικά για τη χορήγηση άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης σε χώρα του εξωτερικού, απαιτείται πολύ καλή γνώση της γλώσσας της χώρας ή του οικείου προγράμματος, σύμφωνα με το π.δ. 50/2001 (Α’ 39).

    4. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης χορηγείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, το οποίο ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων των παρ. 1 έως 3 και λαμβάνει υπόψη: α) την υπηρεσιακή επίδοση του υπαλλήλου, β) τις ανάγκες της υπηρεσίας και γ) την αξία που έχει για την υπηρεσία το προτεινόμενο πρόγραμμα.

    5. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 124 χορηγείται υποχρεωτικά, αν ο δικαστικός υπάλληλος έχει λάβει υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών. Υποτροφία που έχει χορηγηθεί στον δικαστικό υπάλληλο από άλλο ίδρυμα ή οργανισμό, ελληνικό ή αλλοδαπό, ή από αλλοδαπή κυβέρνηση, συνεκτιμάται από το υπηρεσιακό συμβούλιο για τη χορήγηση της άδειας. Στην περίπτωση αυτή η άρνηση χορήγησης της άδειας αιτιολογείται ειδικώς.

    6. Στον δικαστικό υπάλληλο στον οποίο χορηγείται άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης στο εσωτερικό, καταβάλλονται πλήρεις οι αποδοχές του.

    7. Στον δικαστικό υπάλληλο στον οποίο χορηγείται άδεια για υπηρεσιακή εκπαίδευση στο εξωτερικό, καταβάλλονται οι αποδοχές του αυξημένες έως το 50%, με ειδική αιτιολογία της απόφασης χορήγησης.

    8. Η κατά την παρ. 7 προσαύξηση των αποδοχών μειώνεται κατά το μέρος που καλύπτεται από υποτροφία ή άλλου είδους σχετική χρηματική αμοιβή ή αποζημίωση, που χορηγείται στον δικαστικό υπάλληλο.

    9. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται οδοιπορικά έξοδα για την αρχική μετάβασή του και την επιστροφή του μετά τη λήξη της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης στο εξωτερικό.

    10. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης ανακαλείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, για λόγους που σχετίζονται με την επίδοσή του κατά την υπηρεσιακή εκπαίδευση, καθώς και για ενέργειες που δεν συμβιβάζονται με την ιδιότητά του ως δικαστικού υπαλλήλου και θίγουν το κύρος της υπηρεσίας του. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της άδειας δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.

    11. Μετά τη λήξη της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης, ο δικαστικός υπάλληλος έχει υποχρέωση να παραμείνει στην υπηρεσία για χρονικό διάστημα τριπλάσιο της διάρκειας της άδειας. Αν δεν εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή, ο δικαστικός υπάλληλος που έλαβε άδεια για εκπαίδευση στο εξωτερικό οφείλει να επιστρέψει τις επιπλέον αποδοχές που έλαβε κατά τον χρόνο της άδειας, καθώς και τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής με τον νόμιμο τόκο από τη λήψη τους. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της άδειας δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.

    12. Εάν, με υπαιτιότητα του δικαστικού υπαλλήλου, διακοπεί η φοίτηση ή παρέλθει άπρακτη η προθεσμία κατάθεσης του τίτλου, ο υπάλληλος υποχρεούται να επιστρέψει στην υπηρεσία του την προσαύξηση των αποδοχών που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της άδειας, με τους νόμιμους τόκους και ο χρόνος της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας. Η επιστροφή αποδοχών ενεργείται με πράξη του αρμόδιου για την εκκαθάριση και πληρωμή των δαπανών οργάνου, το οποίο οφείλει να ενημερώσει η αρμόδια για το προσωπικό Υπηρεσία. Σε περίπτωση άρνησης επιστροφής των ανωτέρω αποδοχών, η είσπραξη γίνεται με τη διαδικασία είσπραξης δημοσίων εσόδων. Εάν η διακοπή ή μη κατάθεση του τίτλου σπουδών στην υπηρεσία δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του υπαλλήλου, όπως ιδίως λόγω ασθένειας, ο υπάλληλος απαλλάσσεται από την κατά τα ανωτέρω υποχρέωση επιστροφής αποδοχών.

    13. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να καθορίζονται οι ειδικότερες υποχρεώσεις του δικαστικού υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής εκπαίδευσης, ο τρόπος ελέγχου της τήρησης των υποχρεώσεων αυτών και κάθε σχετική λεπτομέρεια.

    14. Άδειες μικρής χρονικής διάρκειας είναι δυνατό να χορηγούνται σε δικαστικούς υπαλλήλους ύστερα από αίτησή τους για συμμετοχή σε συνέδρια, σεμινάρια και κάθε είδους συναντήσεις επιστημονικού χαρακτήρα, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, εφόσον η συμμετοχή κρίνεται επωφελής για την Υπηρεσία.

    15. Οι άδειες της παρ. 14 χορηγούνται από τον διευθύνοντα το δικαστήριο, ύστερα από γνώμη του αμέσου προϊσταμένου του δικαστικού υπαλλήλου, με αποδοχές για όλο το διάστημα κατά το οποίο διαρκούν οι παραπάνω δραστηριότητες. Στον χρόνο αυτό προστίθενται οι αναγκαίες ημέρες για τη μετάβαση και επιστροφή του υπαλλήλου.

    Άρθρο 130 (προσωπικό μητρώο)

    1. Στο δικαστήριο, την εισαγγελία ή την υπηρεσία στην οποία ανήκει κάθε δικαστικός υπάλληλος και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τηρείται το προσωπικό του μητρώο, στο οποίο περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν την ατομική, οικογενειακή, περιουσιακή και υπηρεσιακή του κατάσταση. Ειδικά για τους υπαλλήλους του τομέα της περ. δ’ του άρθρου 18, το κατά τα ανωτέρω προσωπικό μητρώο τηρείται και στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στα δικαστήρια αυτά, προκειμένου να είναι εφικτή η σύνταξη της γνώμης που προβλέπεται στην παρ. 8 του άρθρου 87.

    2. Ειδικότερα το προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου περιλαμβάνει:

    α) Τα στοιχεία της ταυτότητάς του, τα στοιχεία του συζύγου ή του προσώπου με το οποίο κατάρτισε σύμφωνο συμβίωσης και των τέκνων του. Αν κάποιο στοιχείο οικογενειακής κατάστασης δεν είναι απαραίτητο για την τήρηση υποχρεώσεων που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να μην το δηλώσει ή να ζητήσει τη μη τήρησή του. Ο υπάλληλος που δηλώνει τα ανωτέρω στοιχεία έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί και κάθε μεταβολή τους,

    β) τις δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 117,

    γ) τους τίτλους σπουδών και άλλα τυπικά προσόντα,

    δ) τις εκθέσεις αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων,

    ε) τις αποφάσεις, έγγραφα, κάθε είδους άδειες και άλλα στοιχεία που αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση και υπηρεσιακή δραστηριότητα του δικαστικού υπαλλήλου,

    στ) τις πειθαρχικές αγωγές, πειθαρχικές αποφάσεις και προσφυγές που ασκήθηκαν κατά την πειθαρχική διαδικασία, καθώς και τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις,

    ζ) τα στοιχεία επιστημονικής δραστηριότητας του δικαστικού υπαλλήλου, όπως δημοσιεύσεις, μελέτες, άρθρα και συγγραφικές γενικώς εργασίες και κάθε άλλης δραστηριότητας σχετικής με το αντικείμενο της υπηρεσίας του.

    3. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του προσωπικού του μητρώου. Επίσης, μπορεί να ζητήσει να αφαιρεθεί στοιχείο που έχει περιληφθεί παράνομα στο προσωπικό του μητρώο, να καταχωριστεί σε αυτό κάποιο άλλο που, για οποιονδήποτε λόγο, έχει παραλειφθεί ή να διορθωθεί κάποιο στοιχείο. Αν η Υπηρεσία αρνείται να αφαιρέσει ή να διορθώσει κάποιο στοιχείο, επισυνάπτεται στο αμφισβητούμενο στοιχείο η άποψη του δικαστικού υπαλλήλου, η οποία εφεξής αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του. Αν η Υπηρεσία διαφωνεί με την καταχώριση ορισμένου στοιχείου, καταχωρίζεται στο προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου η σχετική αίτησή του, επί της οποίας σημειώνεται η διαφωνία της υπηρεσίας.

    4. Οι αρμόδιες Υπηρεσίες υποχρεούνται να τηρούν το προσωπικό μητρώο σύμφωνα με τις παρ. 1 έως 3 και έχουν την ευθύνη για τη σωστή ενημέρωσή του. Η παράλειψη των υποχρέων για εφαρμογή του πρώτου εδαφίου συνιστά το παράπτωμα της περ. στ’ της παρ. 2 του άρθρου 165.

    5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται ειδικότερα ο τύπος του προσωπικού μητρώου και ο τρόπος τήρησης και ενημέρωσής του, ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος του δικαστικού υπαλλήλου να λαμβάνει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του προσωπικού του μητρώου, η διαδικασία διόρθωσης και συμπλήρωσης του προσωπικού μητρώου και κάθε σχετική λεπτομέρεια.

    Άρθρο 131 (γενικές αρχές αξιολόγησης)

    1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι αξιολογούνται υποχρεωτικά ως προς τα ουσιαστικά τους προσόντα βάσει συστήματος αξιολόγησης, το οποίο διέπεται από τις αρχές της αξιοκρατίας και της αμεροληψίας. Η αξιολόγηση διεξάγεται σε κλίμα αξιοπρέπειας και με πνεύμα συνεργασίας.

    2. Σκοπός της αξιολόγησης είναι να αναδειχθεί επακριβώς η υπηρεσιακή εικόνα του συγκεκριμένου υπαλλήλου και ο βαθμός στον οποίο η άσκηση των καθηκόντων του ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της υπηρεσίας και επιτρέπει τη διατήρηση και την εξέλιξή του σε αυτήν. Κάθε αξιολογητής οφείλει να επιτελεί το έργο του με ιδιαίτερη προσοχή, υπευθυνότητα και αντικειμενικότητα, προστατεύοντας και προάγοντας το συμφέρον της υπηρεσίας, και με σεβασμό, σε κάθε περίπτωση, στην προσωπικότητα του αξιολογουμένου.

    3. Κατά την ανάδειξη αδυναμιών του αξιολογουμένου, λαμβάνεται μέριμνα για την εξεύρεση, με τη συνεργασία του, πρόσφορων τρόπων βελτίωσής του.

    Άρθρο 132 (αξιολογητές και έκθεση αξιολόγησης)

    1. Κάθε δικαστικός υπάλληλος αξιολογείται αυτοτελώς από δύο (2) αξιολογητές, οι οποίοι συντάσσουν υποχρεωτικά εκθέσεις αξιολόγησης. Πρώτος αξιολογητής είναι ο άμεσος προϊστάμενός του και δεύτερος ο αμέσως ανώτερος προϊστάμενος. Ως προϊστάμενοι για την εφαρμογή της παρούσας θεωρούνται οι δικαστικοί υπάλληλοι, προϊστάμενοι των οικείων οργανικών μονάδων. Σε περίπτωση απόσπασης, η αξιολόγηση γίνεται από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας στην οποία είναι αποσπασμένος ο υπάλληλος. Αν, λόγω της θέσης του αξιολογουμένου στην οικεία υπηρεσιακή μονάδα ή της διάρθρωσης των υπηρεσιών του οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας, δεν υπάρχει δικαστικός υπάλληλος ανώτερος του αμέσου προϊσταμένου, δεύτερος αξιολογητής είναι ο πρόεδρος του τμήματος του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, στο οποίο υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος ή, εφόσον δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, ο διευθύνων το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη γενική επιτροπεία ή δικαστικός λειτουργός που ορίζεται από αυτόν. Αν δεν υπάρχει ούτε άμεσος προϊστάμενος δικαστικός υπάλληλος, μόνος αξιολογητής είναι δικαστικός λειτουργός, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο πέμπτο εδάφιο. Ειδικά για τους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο προϊστάμενος τμήματος και δεύτερος ο Επίτροπος στην Υπηρεσία Επιτρόπου στην οποία ανήκει, για τους προϊσταμένους τμήματος, πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο Επίτροπος και δεύτερος αξιολογητής ο καθ’ ύλην αρμόδιος Γενικός Συντονιστής, για τους Επιτρόπους, πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο καθ’ ύλην αρμόδιος Γενικός Συντονιστής και δεύτερος αξιολογητής ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος άσκησε επιθεώρηση κατά το αξιολογούμενο χρονικό διάστημα στην υπηρεσία Επιτρόπου σύμφωνα με τα άρθρα 124 έως 130 του π.δ. 1225/1981 (Α’ 304). Για τους Γενικούς Συντονιστές, αξιολογητής είναι ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

    2. Κάθε αξιολογητής υποχρεούται να συντάσσει εκθέσεις αξιολόγησης για όλους τους υπαλλήλους αρμοδιότητάς του, εφόσον προΐστατο αυτών κατά το προηγούμενο έτος για έξι (6) τουλάχιστον μήνες, ανεξάρτητα αν είχε τοποθετηθεί με σχετική απόφαση ή όχι, έστω και αν κατά τον χρόνο σύνταξης των εκθέσεων υπηρετεί σε άλλη Υπηρεσία. Αν ο προϊστάμενος άσκησε καθήκοντα για έξι (6) τουλάχιστον μήνες, αλλά η υπαλληλική σχέση λύθηκε λόγω παραίτησης ή αυτοδίκαιης απόλυσης από την υπηρεσία, οι εκθέσεις αξιολόγησης συντάσσονται και υποβάλλονται με μέριμνα της αρμόδιας μονάδας προσωπικού, πριν από την αποχώρησή του και πάντως εντός τριμήνου από αυτή.

    3. Η έκθεση αξιολόγησης περιλαμβάνει: α) Τους τίτλους σπουδών του υπαλλήλου, καθώς και τις

    δραστηριότητες επιμόρφωσης κατά το έτος στο οποίο αναφέρεται η αξιολόγηση,

    β) συνοπτική περιγραφή του έργου που επιτελέσθηκε στην οργανική μονάδα στην οποία ανήκει ο αξιολογούμενος κατά την περίοδο που αξιολογείται,

    γ) συνοπτική περιγραφή του έργου που επιτελέσθηκε από τον αξιολογούμενο κατά την περίοδο που αξιολογείται,

    δ) τα στοιχεία της συνέντευξης, ε) τη βαθμολογία του αξιολογουμένου βάσει των κριτηρίων των επόμενων άρθρων.

    4. Οι εκθέσεις αξιολόγησης συντάσσονται υποχρεωτικά εντός του πρώτου εξαμήνου κάθε έτους.

    5. Αντίγραφο της έκθεσης αξιολόγησης κοινοποιείται από την αρμόδια Υπηρεσία υποχρεωτικά με απόδειξη στον αξιολογούμενο δικαστικό υπάλληλο.

    6. Ο αξιολογούμενος δικαιούται να ασκήσει ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου ένσταση κατά της έκθεσης αξιολόγησης, αν ο μέσος όρος βαθμολογίας της έκθεσης αξιολόγησης είναι μικρότερος του εβδομήντα πέντε (75), καθώς επίσης και για: α) διόρθωση της βαθμολογίας στα κριτήρια ή στις κατηγορίες κριτηρίων στα οποία η διαφορά βαθμού του πρώτου με τον δεύτερο αξιολογητή είναι μεγαλύτερη από είκοσι τέσσερις (24) μονάδες, β) διόρθωση της αξιολόγησης στα κριτήρια ή στις κατηγορίες κριτηρίων για τα οποία ελλείπει η απαιτούμενη κατά την παρ. 5 του άρθρου 133 και την παρ. 5 του άρθρου 134 ειδική αιτιολογία, γ) διόρθωση της βαθμολογίας, σε περίπτωση που ο αξιολογηθείς κατά το προηγούμενο έτος ως άριστος βαθμολογηθεί συνολικά με βαθμό κάτω του ενενήντα (90) και δ) διαγραφή ανακριβών γεγονότων και καταστάσεων που μνημονεύονται στην έκθεση και διόρθωση της βαθμολογίας η οποία στηρίχθηκε στα γεγονότα και τις καταστάσεις αυτές. Η ένσταση, η οποία περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου αναλυτικά τα συγκεκριμένα στοιχεία και τα πραγματικά περιστατικά στα οποία ο αξιολογούμενος θεμελιώνει τους ισχυρισμούς του, ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της έκθεσης αξιολόγησης στον υπάλληλο. Η ένσταση κατατίθεται στην υπηρεσία του υπαλλήλου, διαβιβάζεται στο υπηρεσιακό συμβούλιο και κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ειδικώς, για την περ. α), ένσταση δικαιούται να ασκήσει υπέρ της υπηρεσίας και ο Υπουργός Δικαιοσύνης.

    7. Το υπηρεσιακό συμβούλιο εξετάζει το παραδεκτό και βάσιμο της ένστασης και μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, είτε να οριστικοποιήσει είτε να διορθώσει την έκθεση αξιολόγησης με παράθεση πλήρους αιτιολογίας είτε να αναπέμψει την υπόθεση στους αξιολογητές προς νέα κρίση, σε περίπτωση μη τήρησης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Επίσης, δικαιούται να ζητήσει οποιεσδήποτε πρόσθετες διευκρινίσεις κρίνει απαραίτητες από τους αξιολογητές ή τον αξιολογούμενο και γενικώς να ενεργήσει για τη διακρίβωση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, τηρουμένης σε κάθε περίπτωσης της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης. Το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφαίνεται για την ένσταση μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την περιέλευσή της σ’ αυτό.

    8. Αν το συμβούλιο κληθεί να αξιολογήσει ενστάσεις υπαλλήλων που έχουν αξιολογηθεί από μέλος του, το συγκεκριμένο μέλος κωλύεται να συμμετάσχει και αντικαθίσταται από τον αναπληρωτή του.

    9. Η έκθεση αξιολόγησης συντάσσεται υποχρεωτικά κατά τα υποδείγματα των εντύπων που αναφέρονται στο Παράρτημα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος. Είναι δυνατή η ηλεκτρονική διεξαγωγή της κατά τα ανωτέρω αξιολόγησης των υπαλλήλων και των προϊσταμένων οργανικών μονάδων, κατά τα ισχύοντα για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους. Κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

    Άρθρο 133 (κριτήρια και διαδικασία αξιολόγησης δικαστικών υπαλλήλων)

    1. Τα κριτήρια αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:

    Α. Γνώση του αντικειμένου, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα.

    Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά. Γ. Αποτελεσματικότητα.

    2. Κάθε κατηγορία κριτηρίων αναλύεται σε επί μέρους κριτήρια ως ακολούθως:

    Α. Γνώση του αντικειμένου, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα:

    α) Εμπειρία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δικαστικού υπαλλήλου.

    β) Ολοκληρωμένη γνώση του αντικειμένου της θέσης εργασίας του δικαστικού υπαλλήλου στην οργανική μονάδα στην οποία υπηρετεί.

    γ) Ουσιαστικό ενδιαφέρον, ανάπτυξη δεξιοτήτων και αφοσίωση στην άσκηση των καθηκόντων του δικαστικού υπαλλήλου.

    δ) Πρωτοβουλία, καινοτομίες, ιεράρχηση προτεραιοτήτων, συντονισμός και προγραμματισμός των εργασιών του.

    ε) Ανάληψη ευθυνών και ικανότητα άσκησης πολλαπλών καθηκόντων, συναφών προς τη φύση της υπηρεσίας.

    στ) Εκπόνηση μελετών και άρθρων, καθώς και βράβευση τέτοιων εργασιών, συναφών με το αντικείμενο της υπηρεσίας.

    ζ) Προτάσεις εισηγήσεις που έχουν κατατεθεί στην υπηρεσία ή έχουν υποβληθεί στην υπηρεσιακή συνέλευση, ιδίως αν έχουν γίνει αποδεκτές.

    Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά α) Ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας με τους άλλους υπαλλήλους, τους προϊσταμένους, καθώς και με άλλες υπηρεσίες.

    β) Συμπεριφορά και εξυπηρέτηση του κοινού. Γ. Αποτελεσματικότητα Ποιοτική και ποσοτική εργασιακή απόδοση.

    3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι βαθμολογούνται χωριστά σε κάθε κριτήριο αξιολόγησης από κάθε αξιολογητή. Στη συνέχεια, εξάγεται ο μέσος όρος ανά κατηγορία κριτηρίων και ανά αξιολογητή και ακολούθως εξάγεται ο μέσος όρος βαθμολογίας των κατηγοριών κριτηρίων κάθε αξιολογητή. Ο τελικός βαθμός της αξιολόγησης προκύπτει από τον μέσο όρο των βαθμολογιών των δύο αξιολογητών. Η κλίμακα των βαθμών ορίζεται από το μηδέν (0) ως το εκατό (100), με ανώτατο βαθμό το εκατό (100) και κατώτατο το μηδέν (0). Δεκαδικοί αριθμοί στρογγυλοποιούνται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.

    4. Όλες οι κρίσεις των αξιολογητών αιτιολογούνται.

    5. Με τους βαθμούς από ενενήντα (90) έως εκατό (100) βαθμολογούνται οι άριστοι υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν επιδείξει όλως εξαιρετική επίδοση στα καθήκοντά τους. Ως όλως εξαιρετική επίδοση νοείται η προσφορά έργου ιδιαιτέρως υψηλού επιπέδου από τον αξιολογούμενο, από το οποίο προέκυψε σημαντικό όφελος για την υπηρεσία. Για βαθμολογία ενενήντα (90) και άνω κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή απαιτείται για τα κριτήρια αξιολόγησης ειδική αιτιολογία, με καταγραφή των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων στα οποία στηρίζεται. Την πρώτη φορά που ο υπάλληλος αξιολογείται κατά τον τελικό βαθμό της παρ. 3 ως «άριστος» για την άσκηση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης, η έκθεση αξιολόγησης εξετάζεται υποχρεωτικά από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο υπηρεσιακό συμβούλιο, στο οποίο διαβιβάζεται από την αρμόδια για το προσωπικό υπηρεσία. Το συμβούλιο, στην περίπτωση αυτή, καλεί υποχρεωτικά σε ακρόαση τόσο τους αξιολογητές όσο και τον αξιολογούμενο. Με την απόφασή του, το συμβούλιο είτε οριστικοποιεί τη βαθμολογία της έκθεσης αξιολόγησης, είτε αποφαίνεται ότι δεν προσιδιάζει σε αυτόν ο χαρακτηρισμός «άριστος» και βαθμολογεί το ίδιο τον υπάλληλο, όπου μπορεί να προβεί αιτιολογημένα σε μείωση της βαθμολογίας. Η απόφαση του συμβουλίου δεσμεύει τους αξιολογητές.

    6. Με τους βαθμούς από εβδομήντα πέντε (75) έως ογδόντα εννέα (89) βαθμολογούνται οι πολύ καλοί υπάλληλοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.

    7. Με τους βαθμούς από εξήντα (60) έως εβδομήντα τέσσερα (74) βαθμολογούνται οι καλοί υπάλληλοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται επαρκώς στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.

    8. Με τους βαθμούς από πενήντα (50) έως πενήντα εννέα (59) βαθμολογούνται οι μέτριοι υπάλληλοι, οι οποίοι, ανταποκρίνονται, κατ’ αρχήν, στις βασικές απαιτήσεις της υπηρεσίας.

    9. Με τους βαθμούς από σαράντα (40) έως σαράντα εννέα (49) βαθμολογούνται οι ανεπαρκείς υπάλληλοι.

    10. Με τους βαθμούς από μηδέν (0) έως τριάντα εννέα (39) βαθμολογούνται οι ακατάλληλοι για τη συγκεκριμένη υπηρεσία υπάλληλοι.

    11. Για βαθμολογία κάτω του βαθμού εξήντα (60) κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή απαιτείται για τα κριτήρια αξιολόγησης ειδική αιτιολογία, με συγκεκριμένη αναφορά σε πραγματικά περιστατικά ή καταστάσεις, όπως η επιβολή πειθαρχικών ποινών, δυσμενών παρατηρήσεων προϊσταμένων του υπαλλήλου ή άλλων αντικειμενικών στοιχείων που να καταδεικνύουν προδήλως μειωμένη ανταπόκριση στα υπηρεσιακά καθήκοντα.

    12. Εφόσον ο υπάλληλος κριθεί ακατάλληλος σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων, η έκθεση αξιολόγησης, στην οποία περιέχεται και αιτιολογημένη κρίση περί του εάν ο υπάλληλος μπορεί, παρά ταύτα, να παραμείνει στην υπηρεσία, διαβιβάζεται στο οικείο δικαστικό συμβούλιο, προκειμένου να εξετασθεί εάν συντρέχει περίπτωση λύσης της υπαλληλικής σχέσης.

    13. Εφόσον ο υπάλληλος κριθεί ανεπαρκής σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων επί τρεις (3) συνεχόμενες αξιολογήσεις, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία της παρ. 12.

    Άρθρο 134 (κριτήρια και διαδικασία αξιολόγησης προϊσταμένων οργανικών μονάδων)

    1. Τα κριτήρια αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων, διευθύνσεων και τμημάτων κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:

    Α. Γνώση του αντικειμένου, αντίληψη, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα.

    Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά.

    Γ. Διοικητικές ικανότητες Αποτελεσματικότητα.

    2. Κάθε κατηγορία κριτηρίων αναλύεται σε επιμέρους κριτήρια, ως ακολούθως: Α. Γνώση του αντικειμένου: α. Επαγγελματική επάρκεια. Αξιολογούνται η γνώση του αντικειμένου της υπηρεσίας, η ικανότητα οργάνωσης του ατομικού και συλλογικού φόρτου εργασίας και η ευθυκρισία.

    β. Αντίληψη και ικανότητα λύσης προβλημάτων. Αξιολογούνται η ορθή σύλληψη των προβλημάτων, η ικανότητα αντίληψης σύνθετων καταστάσεων και η θέση προτεραιοτήτων, η πρόβλεψη και έγκαιρη αντιμετώπιση συνεπειών και η ορθή διαχείριση κρίσεων.

    γ. Πρωτοβουλία Καινοτομίες. Αξιολογούνται η ανάπτυξη δημιουργικών και πρακτικών λύσεων, η δυνατότητα για συνεχή βελτίωση της απόδοσης και δημιουργικότητας και η εισαγωγή και αποδοχή καινοτόμων μεθόδων. Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά:

    α. Συμπεριφορά και εξυπηρέτηση του κοινού. β. Επικοινωνία και συνεργασία με τους προϊσταμένους. γ. Επικοινωνία και συνεργασία με τους υφισταμένους. δ. Επικοινωνία και συνεργασία με άλλες υπηρεσίες. Αξιολογείται η ικανότητα ακριβούς και σαφούς επικοινωνίας, προφορικής και γραπτής, η ικανότητα διαπραγμάτευσης, αλλά και αντίληψης των προβλημάτων επικοινωνίας, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα.

    Γ. Διοικητικές ικανότητες Αποτελεσματικότητα: α. Ικανότητα να προγραμματίζει, οργανώνει, συντονίζει και ελέγχει τις εργασίες της μονάδας του. Αξιολογείται η ηγετική ικανότητα, ιδίως ως προς την προετοιμασία μελλοντικών στελεχών και την κατανομή έργου στο προσωπικό.

    β. Ικανότητα να καθοδηγεί, ενημερώνει, παρακινεί τους υπαλλήλους, να αναπτύσσει τις επαγγελματικές και προσωπικές ικανότητες και δεξιότητές τους και να παρέχει κίνητρα συνεχούς επιμόρφωσης.

    γ. Ικανότητα αντικειμενικής και αμερόληπτης αξιολόγησης.

    δ. Ικανότητα λήψης αποτελεσματικών αποφάσεων, ιδίως σε συνθήκες κρίσης.

    ε. Κατάθεση προτάσεων για την αποδοτικότερη λειτουργία της υπηρεσίας. Εκπόνηση μελετών και άρθρων, καθώς και βράβευση τέτοιων εργασιών, συναφών με το αντικείμενο της υπηρεσίας.

    στ. Ικανότητα εφαρμογής γνώσεων και εμπειρίας κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ανάληψη ευθυνών και ικανότητα άσκησης πολλαπλών καθηκόντων, συναφών προς τη φύση της υπηρεσίας, ιεράρχηση προτεραιοτήτων, συντονισμός και προγραμματισμός των εργασιών του.

    ζ. Εξοικονόμηση πόρων, όπως οικονομικών, εργασίας, χρόνου και υλικών μέσων.

    3. Οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων βαθμολογούνται χωριστά σε κάθε κριτήριο αξιολόγησης από κάθε αξιολογητή. Στη συνέχεια, εξάγεται ο μέσος όρος ανά κατηγορία κριτηρίων και ανά αξιολογητή και ακολούθως εξάγεται ο μέσος όρος βαθμολογίας των κατηγοριών κριτηρίων κάθε αξιολογητή. Ο τελικός βαθμός της αξιολόγησης προκύπτει από τον μέσο όρο των βαθμολογιών των δύο αξιολογητών. Η κλίμακα των βαθμών ορίζεται από το μηδέν (0) ως το εκατό (100), με ανώτατο βαθμό το εκατό (100) και κατώτατο το μηδέν (0). Δεκαδικοί αριθμοί στρογγυλοποιούνται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.

    4. Όλες οι κρίσεις των αξιολογητών αιτιολογούνται.

    5. Με τους βαθμούς από ενενήντα (90) έως εκατό (100) βαθμολογούνται οι άριστοι προϊστάμενοι, οι οποίοι έχουν επιδείξει όλως εξαιρετική επίδοση στα καθήκοντά τους. Ως «όλως εξαιρετική επίδοση» νοείται η προσφορά έργου ιδιαιτέρως υψηλού επιπέδου από τον αξιολογούμενο, από το οποίο προέκυψε σημαντικό όφελος για την υπηρεσία. Για βαθμολογία ενενήντα (90) και άνω κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή απαιτείται για τα κριτήρια αξιολόγησης ειδική αιτιολογία, με καταγραφή των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων στα οποία στηρίζεται. Την πρώτη φορά που ο υπάλληλος αξιολογείται κατά τον τελικό βαθμό της παρ. 3 ως άριστος για την άσκηση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης, η έκθεση αξιολόγησης εξετάζεται υποχρεωτικά από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο υπηρεσιακό συμβούλιο, στο οποίο διαβιβάζεται από την αρμόδια υπηρεσία προσωπικού. Το συμβούλιο, στην περίπτωση αυτή, καλεί υποχρεωτικά σε ακρόαση τόσο τους αξιολογητές όσο και τον αξιολογούμενο. Με την απόφασή του, το συμβούλιο είτε οριστικοποιεί τη βαθμολογία της έκθεσης αξιολόγησης είτε αποφαίνεται ότι δεν προσιδιάζει σε αυτόν ο χαρακτηρισμός «άριστος» και βαθμολογεί το ίδιο τον υπάλληλο, όπου μπορεί να προβεί αιτιολογημένα σε μείωση της βαθμολογίας. Η απόφαση του συμβουλίου δεσμεύει τους αξιολογητές.

    6. Με τους βαθμούς από εβδομήντα πέντε (75) έως ογδόντα εννέα (89) βαθμολογούνται οι πολύ καλοί προϊστάμενοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.

    7. Με τους βαθμούς από εξήντα (60) έως εβδομήντα τέσσερα (74) βαθμολογούνται οι καλοί προϊστάμενοι που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.

    8. Με τους βαθμούς από πενήντα (50) έως πενήντα εννέα (59) βαθμολογούνται οι μέτριοι προϊστάμενοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται κατ’ αρχήν στις βασικές απαιτήσεις της υπηρεσίας.

    9. Με τους βαθμούς από σαράντα (40) έως σαράντα εννέα (49) βαθμολογούνται οι ανεπαρκείς προϊστάμενοι.

    10. Με τους βαθμούς από μηδέν (0) έως τριάντα εννέα (39) βαθμολογούνται οι ακατάλληλοι για τη συγκεκριμένη θέση προϊσταμένου.

    11. Για βαθμολογία κάτω του βαθμού εξήντα (60) κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή απαιτείται συγκεκριμένη αναφορά σε πραγματικά περιστατικά ή καταστάσεις, όπως η επιβολή πειθαρχικών ποινών, δυσμενών παρατηρήσεων προϊσταμένων του αξιολογουμένου ή άλλων αντικειμενικών στοιχείων που να καταδεικνύουν προδήλως μειωμένη ανταπόκριση στα υπηρεσιακά καθήκοντα.

    12. Εφόσον ο προϊστάμενος κριθεί μέτριος, ανεπαρκής ή ακατάλληλος σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων, η έκθεση αξιολόγησης διαβιβάζεται στο οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο, προκειμένου να εξετασθεί εάν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής του από τα καθήκοντα του προϊσταμένου κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 146. Προκειμένου για Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η έκθεση διαβιβάζεται στο οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο, με σκοπό να εξετασθεί εάν συντρέχει περίπτωση να μεταφερθεί σε θέση προϊσταμένου τμήματος ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας.

    13. Στην αξιολόγηση των προϊσταμένων συνεκτιμάται και η αξιολόγηση από τους υφισταμένους τους, όπως περιγράφεται στην παρ. 14.

    14. Ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογείται από τους υφισταμένους του, εφόσον αυτοί είναι τουλάχιστον τρεις (3), ο προϊστάμενος διεύθυνσης και ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου από τους προϊσταμένους τμημάτων και, αν αυτοί είναι λιγότεροι από τρεις, από το σύνολο των υπαλλήλων, ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης από τους προϊσταμένους διεύθυνσης και τμημάτων που υπάγονται στη γενική διεύθυνση και ο Γενικός Συντονιστής του Ελεγκτικού Συνεδρίου από τους Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου που υπάγονται στην αρμοδιότητά του. Με τον κανονισμό του οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας μπορεί να ορίζεται, κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, αξιολόγηση των προϊσταμένων διεύθυνσης από το σύνολο των υπαλλήλων, εφόσον διαπιστώνεται ότι η λειτουργία των υπηρεσιών του καθιστά πρόσφορη αυτή την αξιολόγηση.

    15. Η κατά τα ανωτέρω αξιολόγηση των προϊσταμένων από τους υφισταμένους, πραγματοποιείται τον Ιανουάριο με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου πολλαπλών επιλογών, το οποίο καταρτίζεται από την οικεία διεύθυνση προσωπικού, κατά το υπόδειγμα του εντύπου Γ’ που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος. Με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η ταυτότητα κάθε υφισταμένου που συμπληρώνει το ερωτηματολόγιο παραμένει μυστική και μπορεί να καθίσταται γνωστή στην υπηρεσία και στον αξιολογούμενο προϊστάμενο, μόνο σε περίπτωση που ασκηθεί από αυτόν ένσταση ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου κατά της έκθεσης αξιολόγησης και εφόσον με το ερωτηματολόγιο οι υφιστάμενοι τον αξιολόγησαν σε κάθε κριτήριο κατά πλειοψηφία με βαθμό Γ και αυτό αποτέλεσε έρεισμα στην ετήσια αξιολόγησή του.

    Το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει τα κριτήρια: Ι. Γνώση του αντικειμένου, αντίληψη, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα. ΙΙ. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά. ΙΙΙ. Διοικητικές ικανότητες Αποτελεσματικότητα. Επί των κριτηρίων αυτών αξιολογούν οι υφιστάμενοι τον προϊστάμενο με τα στοιχεία Α, Β και Γ, εκ των οποίων το Α αντιπροσωπεύει τον άριστο, το Β τον καλό και το Γ τον μέτριο. Κάθε κριτήριο βαθμολογείται ξεχωριστά.

    16. Οι αξιολογητές λαμβάνουν γνώση των ερωτηματολογίων, χωρίς να καθίσταται γνωστή η ταυτότητα των υφισταμένων που συμπλήρωσαν αυτά και, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, οι αξιολογηθέντες προϊστάμενοι. Η βαθμολογία κάθε ετήσιας αξιολόγησης του προϊσταμένου από τους υφισταμένους του επισυνάπτεται στην έκθεση αξιολόγησής του και συνεκτιμάται κατά τις αξιολογήσεις του.

    Άρθρο 135 (συνέντευξη)

    1. Πριν από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, ο Α’ αξιολογητής καλεί τον αξιολογούμενο υποχρεωτικά σε συνέντευξη. Σκοπός της συνέντευξης είναι αφενός μεν να αναδείξει πτυχές της πραγματικότητας που επηρεάζουν την αξιολόγηση, αφετέρου δε να αξιολογηθούν η προσωπικότητα και η υπηρεσιακή εικόνα του αξιολογουμένου, καθώς και η επιτυχής συνεργασία του με τον αξιολογητή για την πρόσφορη αντιμετώπιση των ζητημάτων που ανέκυψαν.

    2. Η ημερομηνία της συνέντευξης, καθώς και οι υπογραφές του αξιολογητή και του αξιολογουμένου σημειώνονται σε ειδικό χώρο του εντύπου αξιολόγησης, με σήμανση στην περίπτωση κατά την οποία ο αξιολογούμενος ζήτησε και έλαβε προθεσμία για να υποβάλει τις απόψεις αντιρρήσεις του, κατά την παρ. 4.

    3. Για τη συνέντευξη συντάσσεται από τον αξιολογητή πρακτικό, στο οποίο αναφέρονται συνοπτικά τα διαμειφθέντα κατ’ αυτή, με μνεία ιδίως των σχετικών ερωτήσεων και απαντήσεων, καθώς και προτεινόμενων μέτρων βελτίωσης. Το πρακτικό συνυπογράφεται από τον αξιολογητή και τον αξιολογούμενο και συνάπτεται στην έκθεση αξιολόγησης.

    4. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Α’ αξιολογητής βαθμολογεί τον υπάλληλο κατά μέσο όρο κάτω από εξήντα (60), συμπληρώνει υποχρεωτικά στο έντυπο της έκθεσης αξιολόγησης τα μέτρα βελτίωσης που, έπειτα και από σχετική συζήτηση με τον αξιολογούμενο, εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν κατά περίπτωση από αυτόν, τον προϊστάμενο ή άλλους υπηρεσιακούς παράγοντες. Ο αξιολoγούμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει στον αξιολογητή απόψεις αντιρρήσεις μέσα σε προθεσμία δύο (2) εργάσιμων ημερών από την πραγματοποίηση της συνέντευξης. Οι απόψεις αντιρρήσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έκθεσης αξιολόγησης του υπαλλήλου και λαμβάνεται υπόψη από τον αξιολογητή.

    5. Αν προτείνονται μέτρα βελτίωσης, αυτά λαμβάνονται υπόψη υποχρεωτικά από τον αξιολογητή κατά την επόμενη περίοδο αξιολόγησης του υπαλλήλου. Ο αξιολογητής οφείλει να σημειώσει στην έκθεση αξιολόγησης τα μέτρα που έλαβαν ο ίδιος και η υπηρεσία, προκειμένου να βοηθήσουν τον υπάλληλο να βελτιώσει την απόδοσή του. Παράλειψη εκπλήρωσης της προαναφερόμενης υποχρέωσης λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη ως δυσμενές στοιχείο από τον προϊστάμενο του αξιολογητή κατά την αξιολόγηση του τελευταίου.

    Άρθρο 136 (ηθικές αμοιβές)

    1. Η υπηρεσία μεριμνά για την ενθάρρυνση των δικαστικών υπαλλήλων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και αναγνωρίζει κάθε θετική ανταπόκριση σε αυτά.

    2. Για εξαιρετικές πράξεις στην υπηρεσία τους, που υπερβαίνουν εμφανώς την ευσυνείδητη άσκηση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος, καθώς και για την κοινωνική τους δράση, απονέμονται στους υπαλλήλους οι ακόλουθες κατά περίπτωση επιβραβεύσεις:

    α) Έπαινος. β) Μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων με δίπλωμα.

    3. Το σχήμα, οι διαστάσεις και οι παραστάσεις που αποτυπώνονται στο μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων και ο τύπος και το περιεχόμενο του διπλώματος, καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια, καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

    4. Ο έπαινος απονέμεται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από πρόταση της υπηρεσίας ή και του ίδιου του υπαλλήλου και ειδικά αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του επταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου.

    5. Το μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων απονέμεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από πρόταση της υπηρεσίας ή και του ίδιου του υπαλλήλου και ειδικά αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του επταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου.

    6. Η πράξη απονομής ηθικής αμοιβής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ανακοινώνεται με εγκύκλιο σε όλες τις υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Αντίγραφα των πράξεων αυτών τίθενται στο προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου και λαμβάνονται υπόψη κατά τις κρίσεις που αφορούν την υπηρεσιακή του κατάσταση.

    Άρθρο 137 (βράβευση προτάσεων ή μελετών)

    1. Στους δικαστικούς υπαλλήλους οι οποίοι με δική τους πρωτοβουλία συντάσσουν και υποβάλλουν αξιόλογη πρωτότυπη πρόταση ή μελέτη που έχει ως περιεχόμενο τη βελτίωση της οργάνωσης και λειτουργίας της υπηρεσίας ή την απλούστευση των διαδικασιών ή τη βελτίωση των όρων απονομής της δικαιοσύνης και λειτουργίας των δικαστηρίων ή θέματα τα οποία εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της υπηρεσίας τους, απονέμονται χρηματικά βραβεία.

    2. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, καθορίζονται τα όργανα, η διαδικασία αξιολόγησης και βράβευσης των προτάσεων ή μελετών, ο τρόπος αξιοποίησής τους, το ύψος των χρηματικών βραβείων και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.

    3. Το χρηματικό βραβείο απονέμεται στον δικαιούχο και μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία ή, σε περίπτωση θανάτου του, στους κληρονόμους του.

    Άρθρο 138 (δοκιμαστική υπηρεσία μονιμοποίηση)

    1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μετά τον διορισμό τους διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία, κατά τη διάρκεια της οποίας επιτρέπεται να απολυθούν για λόγους που ανάγονται στην υπηρεσία τους, ύστερα από απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου.

    2. Οι δικαστικοί υπάλληλοι, πλην των αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, κατά το διάστημα της δοκιμαστικής τους υπηρεσίας παρακολουθούν πρόγραμμα εισαγωγικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 125.

    3. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίσει αν ο δόκιμος δικαστικός υπάλληλος είναι κατάλληλος για μονιμοποίηση. Για τον σκοπό αυτό εκτιμά τα προσόντα του δικαστικού υπαλλήλου, όπως προκύπτουν από τις εκθέσεις αξιολόγησης και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού του μητρώου, καθώς και την επίδοσή του στο πρόγραμμα εισαγωγικής εκπαίδευσης. Αν κριθεί κατάλληλος, ο δικαστικός υπάλληλος, μονιμοποιείται με πράξη του οργάνου που είναι αρμόδιο για τον διορισμό. Με πράξη του ίδιου οργάνου απολύεται ο δικαστικός υπάλληλος που κρίνεται ακατάλληλος.

    4. Αν η συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας παρατείνεται εξαιτίας λήψης άδειας λόγω ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, η εκ των υστέρων μονιμοποίηση του υπαλλήλου ενεργεί αναδρομικά ως προς όλες τις συνέπειες.

    5. Το δικαστικό συμβούλιο δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του, να παρατείνει τον χρόνο δοκιμαστικής υπηρεσίας για ένα (1) ακόμη έτος, εφόσον δεν μπορεί να σχηματίσει σαφή γνώμη για την καταλληλότητα του δικαστικού υπαλλήλου για μονιμοποίηση.

    Άρθρο 139 (βαθμολογική εξέλιξη)

    1. Για την προαγωγή από βαθμό σε βαθμό απαιτείται: α) Για την κατηγορία ΥΕ: Από τον βαθμό Ε’ στον βαθμό Δ’ διετής υπηρεσία στον βαθμό Ε’, από τον βαθμό Δ’ στον βαθμό Γ’ δεκαετής υπηρεσία στον βαθμό Δ’ και από τον βαθμό Γ’ στον βαθμό Β’ δεκαετής υπηρεσία στον βαθμό Γ’.

    β) Για την κατηγορία ΔΕ: Από τον βαθμό Δ’ στον βαθμό Γ’ διετής υπηρεσία στον βαθμό Δ’, από τον βαθμό Γ’ στον βαθμό Β’ οκταετής υπηρεσία στον βαθμό Γ’ και από τον βαθμό Β’ στον βαθμό Α’ εξαετής υπηρεσία στον βαθμό Β’. γ) Για την κατηγορία TE: Από τον βαθμό Δ’ στον βαθμό

    Γ’ διετής υπηρεσία στον βαθμό Δ’, από τον βαθμό Γ’ στον βαθμό Β’ εξαετής υπηρεσία στον βαθμό Γ’ και από τον βαθμό Β’ στον βαθμό Α’ εξαετής υπηρεσία στον βαθμό Β’.

    δ) Για την κατηγορία ΠΕ: Από τον βαθμό Δ’ στον βαθμό Γ’ διετής υπηρεσία στον βαθμό Δ’, από τον βαθμό Γ’ στον βαθμό Β’ πενταετής υπηρεσία στον βαθμό Γ’ και από τον βαθμό Β’ στον βαθμό Α’ εξαετής υπηρεσία στον βαθμό Β’.

    2. Τα δύο (2) πρώτα έτη που διανύονται στον εισαγωγικό βαθμό όλων των κατηγοριών αποτελούν δοκιμαστική υπηρεσία, σύμφωνα με το άρθρο 138.

    3. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΔΕ που κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αποκτούν αποφοιτήριο τίτλο δημοσίου Ι.Ε.Κ. διάρκειας σπουδών δύο (2) ετών, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά δύο (2) έτη. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ ή TE, που κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αποκτούν μεταπτυχιακό δίπλωμα σπουδών διάρκειας ενός (1) τουλάχιστον έτους, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά δύο (2) έτη. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους που κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αποκτούν διδακτορικό δίπλωμα ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά έξι (6) έτη. Αν ο υπάλληλος αποκτήσει μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα, η κατά τα ανωτέρω μείωση του χρόνου αφορά μόνο το διδακτορικό δίπλωμα. Σε περίπτωση κατοχής περισσότερων του ενός μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται κατά ένα (1) έτος για κάθε τίτλο πέραν του ενός.

    4. Για τον υπάλληλο που λαμβάνει στην αξιολόγηση για δύο (2) συνεχείς περιόδους βαθμολογία μεγαλύτερη ή ίση του βαθμού ενενήντα (90), μειώνεται ο απαιτούμενος χρόνος για την προαγωγή κατά ένα (1) έτος. Αν η βαθμολογία αυτή αφορά στο τελευταίο έτος που διανύει στον βαθμό, το ένα (1) έτος προσμετράται ως πλεονάζων χρόνος στον επόμενο βαθμό.

    5. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ οι οποίοι έχουν διατελέσει δικηγόροι για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο (2) ετών, ο χρόνος παραμονής στον βαθμό Γ’ μειώνεται κατά ένα (1) έτος. Για εκείνους που έχουν διατελέσει δικηγόροι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από τέσσερα (4) έτη, μειώνεται ο χρόνος παραμονής στον βαθμό Γ’ και στον βαθμό Β’, κατά ένα (1) έτος σε καθέναν από τους βαθμούς αυτούς.

    Άρθρο 140 (καταστάσεις υπαλλήλων)

    1. Τον Ιανουάριο κάθε έτους συντάσσονται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης καταστάσεις, στις οποίες αναγράφονται, κατά αλφαβητική σειρά, κατά τομέα, κλάδο, ειδικότητα και βαθμό, όλοι οι δικαστικοί υπάλληλοι. Στις καταστάσεις αυτές αναγράφονται επίσης, με βάση τα στοιχεία της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, η ηλικία, ο συνολικός χρόνος πραγματικής υπηρεσίας ως δικαστικού υπαλλήλου, ο χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό, το μισθολογικό κλιμάκιο, οι τίτλοι σπουδών και η προϋπηρεσία. Οι καταστάσεις αυτές κοινοποιούνται υποχρεωτικά στους δικαστικούς υπαλλήλους μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου κάθε έτους.

    2. Διόρθωση των στοιχείων δικαστικού υπαλλήλου, τα οποία αναγράφονται στις καταστάσεις που συντάσσονται σύμφωνα με την παρ. 1, γίνεται από την υπηρεσία, ύστερα από αίτηση του ίδιου, η οποία υποβάλλεται σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση. Αν η υπηρεσία απορρίψει την αίτηση ή δεν απαντήσει μέσα σε δέκα (10) ημέρες, ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται να ασκήσει ένσταση στο υπηρεσιακό συμβούλιο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την πάροδο της παραπάνω δεκαήμερης προθεσμίας ή από την κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης της υπηρεσίας, αν αυτή γίνει νωρίτερα. Το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή της ένστασης.

    Άρθρο 141 (διαδικασία προαγωγών)

    1. Οι προαγωγές διενεργούνται ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Οι δικαστικοί υπάλληλοι προάγονται στον αμέσως επόμενο βαθμό εφόσον έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο στον βαθμό που κατέχουν, σύμφωνα με το άρθρο 139, και χαρακτηρίζονται τουλάχιστον καλοί ως προς τα ουσιαστικά προσόντα του άρθρου 133. Ειδικά για την προαγωγή στον βαθμό Α’ των δικαστικών υπαλλήλων των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ και στον βαθμό Β’ των δικαστικών υπαλλήλων της κατηγορίας ΥΕ οι δικαστικοί υπάλληλοι πρέπει να χαρακτηρίζονται τουλάχιστον πολύ καλοί ως προς τα ανωτέρω προσόντα.

    2. Το υπηρεσιακό συμβούλιο, για να διαπιστώσει τη συνδρομή των ουσιαστικών στοιχείων, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου από τα οποία προκύπτουν η δραστηριότητά του στην υπηρεσία, η επαγγελματική του επάρκεια, η πρωτοβουλία και η αποτελεσματικότητά του. Για τον σχηματισμό της κρίσης του, λαμβάνει υπόψη του ιδίως τις εκθέσεις αξιολόγησης της τελευταίας πενταετίας.

    3. Τον Μάρτιο και τον Σεπτέμβριο κάθε έτους αποστέλλονται από την αρμόδια υπηρεσία στα οικεία υπηρεσιακά συμβούλια τα ερωτήματα για κρίση προς προαγωγή των δικαστικών υπαλλήλων που συμπληρώνουν τον απαιτούμενο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό χρόνο υπηρεσίας έως τις 31 Μαρτίου ή έως τις 30 Σεπτεμβρίου, αντίστοιχα. Με βάση τα ερωτήματα αυτά τα υπηρεσιακά συμβούλια επιλαμβάνονται, αντίστοιχα, έως τις 30 Απριλίου ή έως τις 31 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.

    4. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που κρίνονται προακτέοι κατά τις παρ. 1 έως 3 προάγονται υποχρεωτικά, με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την περιέλευση της απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η προαγωγή ανατρέχει υποχρεωτικά στον χρόνο, κατά τον οποίο ο δικαστικός υπάλληλος συμπλήρωσε τον απαιτούμενο χρόνο υπηρεσίας.

    Άρθρο 142 (χρόνος μη υπολογιζόμενος για προαγωγή)

    Για τη συμπλήρωση του χρόνου που απαιτείται για την κρίση προς προαγωγή δεν υπολογίζονται: α) ο χρόνος της διαθεσιμότητας, β) ο χρόνος της αργίας που επιβλήθηκε είτε εξαιτίας ποινικής δίωξης που κατέληξε σε οποιαδήποτε καταδίκη είτε εξαιτίας πειθαρχικής δίωξης που κατέληξε σε πειθαρχική ποινή τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών (3) μηνών, γ) ο χρόνος της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα, δ) ο χρόνος της προσωρινής παύσης, ε) ο χρόνος άδειας χωρίς αποδοχές που δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, στ) ο χρόνος της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης που ανακαλείται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 10 του άρθρου 129 και ζ) ο χρόνος αναστολής άσκησης καθηκόντων κατά το άρθρο 164, εφόσον το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφάσισε να θέσει τον δικαστικό υπάλληλο σε αργία σύμφωνα με το ίδιο άρθρο.

    Τα επτά (7) ερωτήματα που τέθηκαν στους υποψηφίους των τριών πρώτων εισαγωγικών διαγωνισμών που τέθηκαν πάνω στις ανωτέρω διατάξεις έχουν ως ακολούθως:

    1. Με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου μπορεί να χορηγηθεί άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης σε δικαστικό υπάλληλο ο οποίος:

    Α. έχει συμπληρώσει τριετή υπηρεσία, στην οποία υπολογίζεται και η δοκιμαστική υπηρεσία και δεν έχει υπερβεί το τεσσαρακοστό (40ο) έτος της ηλικίας του

    Β. έχει συμπληρώσει επταετή υπηρεσία, στην οποία δεν συνυπολογίζεται η δοκιμαστική και δεν έχει υπερβεί το πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος της ηλικίας του

    Γ. έχει δεκαετή υπηρεσία, δεν έχει υπερβεί το πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος της ηλικίας του και έχει ήδη λάβει πριν από πέντε έτη, διαθέτοντας τα νόμιμα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης ενός (1) έτους

    1. Δικαστικός υπάλληλος της κατηγορίας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ) που υπηρετεί ένα (1) έτος με τον βαθμό Γ, απέκτησε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του αποφοιτήριο τίτλο δημοσίου ΙΕΚ διάρκειας σπουδών δύο (2) ετών. Προκειμένου να προαχθεί στον βαθμό Β’, απαιτείται ακόμη χρονικό διάστημα υπηρεσίας του στον βαθμό Γ:

    Α. επτά (7) ετών

    Β. έξι (6) ετών

    Γ. πέντε (5) ετών

    1. Ο δικαστικός υπάλληλος ασκεί ένσταση ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου ζητώντας διαγραφή ανακριβών γεγονότων που αναφέρονται σε αυτήν. Το ως άνω συμβούλιο:

    Α. υποχρεούται να εξετάσει την ένσταση βάσει των στοιχείων εν γένει του υπηρεσιακού φακέλου του αξιολογούμενου χωρίς να απαιτείται η αναγραφή σε αυτήν συγκεκριμένων περιστατικών

    Β. υποχρεούται να εξετάσει την ένσταση, εφόσον παρατίθενται σε αυτήν συγκεκριμένα στοιχεία

    Γ. υποχρεούται να εξετάσει την ένσταση εφόσον προηγουμένως καλέσει τον αξιολογούμενο να εκθέσει προφορικά τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνει τους ισχυρισμούς του

    1. Ο Α υπηρετεί ως Προϊστάμενος στο 1ο τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών. Ποιος είναι ο δεύτερος αξιολογητής του;

    Α. ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πιο πάνω δικαστηρίου

    Β. ο πρόεδρος του 1ου τμήματος του πιο πάνω δικαστηρίου

    Γ. ο δικαστής που ορίζεται από τον πρόεδρο του πιο πάνω συμβουλίου

    1. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση του προσωπικού του μητρώου:

    Α. ναι

    Β. όχι

    Γ. ναι υπό προϋποθέσεις

    1. Πόσοι αξιολογητές απαιτούνται για να συντάξουν εκθέσεις αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων;

    Α. ένας

    Β. δύο

    Γ. τρεις

    1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ μετά τον διορισμό τους:

    Α. διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία

    Β. διανύουν τριετή δοκιμαστική υπηρεσία

    Γ. δεν διανύουν δοκιμαστική υπηρεσία

    Απαντήσεις με διατάξεις:

    1.Β (Άρθρο 129 παρ. 1 και 2 ΚΔΥ)

    2.Γ (Άρθρο 139 παρ. 1 και 3 ΚΔΥ)

    3.Β (Άρθρο 132 παρ. 6 ΚΔΥ)

    4.Α (Άρθρο 132 παρ. 1 ΚΔΥ)

    5.Α (Άρθρο 130 παρ. 3 ΚΔΥ)

    6.Β (Άρθρο 132 παρ. 1 ΚΔΥ)

    7.Α (Άρθρο 138 παρ. 1 ΚΔΥ)

    Και όπως παρατηρούμε το άρθρο 132 ΚΔΥ έχει την τιμητική του. Τρεις στις επτά ερωτήσεις είναι από το ίδιο άρθρο. Οπότε ΣΟΣ.

    Πηγή

    Newsroom
    Newsroomhttp://refreshnews.gr/
    Ενημέρωση | Ψυχαγωγία |Στείλε μας το άρθρο σου στο info@refreshnews.gr
    Ακολουθήστε μας στο Google News για να μαθαίνεις όλες τις ειδήσεις απο Ελλάδα και όλο τον Κόσμο
    spot_img

    ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ