Διαγωνισμός ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2025 – Μελέτη διατάξεων 94-123 ΚΔΥ (δικαιώματα-υποχρεώσεις)
Πριν ξεκινήσουμε με την παράθεση των διατάξεων των άρθρων 94-123 του ν. 4798/2021 (Α’ 68) με τίτλο: «Κώδικας Δικαστικών υπαλλήλων και λοιπές επείγουσες διατάξεις», θα πούμε τι είναι αυτό που πρέπει να θυμόμαστε από αυτές σε μορφή bullets.
Θα σας δώσω τι πρέπει να θυμάστε οπωσδήποτε από τις διατάξεις αυτές και συγκεκριμένα, οι δικαστικοί υπάλληλοι:
- Έχουν δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης σε πολιτικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές, επιστημονικές απόψεις και πεποιθήσεις
- Μπορούν να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή της χώρας με το να ανακηρυχθούν βουλευτές και μπορούν να επανέλθουν στην υπηρεσία
- Δικαιούνται κανονική άδεια 25 εργασίμων ημερών κάθε έτος
- Δικαιούνται δικαστικές διακοπές 10 εργάσιμες ημέρες κάθε έτος
- Δικαιούνται αναρρωτικές, συνδικαλιστικές, ειδικές άδειες και άδειες χωρίς αποδοχές
- Οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα
- Οφείλουν να εκτελούν παράνομη εντολή προϊσταμένου αφού πρώτα αναφέρουν την αντίθετη γνώμη τους
- Οφείλουν να μην εκτελούν εντολή που είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα εφόσον αναφέρουν τους λόγους δίχως αναβολή στον προϊστάμενό τους
- Οφείλουν να συμπεριφέρονται με ευπρέπεια όσο εντός και τόσο εκτός της Υπηρεσίας
- Οφείλουν να είναι εχέμυθοι για γεγονότα ή πληροφορίες που λαμβάνουν γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους
- Οφείλουν να κάνουν ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ
- Οφείλουν να ζητούν άδεια για άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή
- Δεν μπορούν να συμμετέχουν σε προσωπικές επιχειρήσεις και εταιρείες
- Έχουν ασυμβίβαστη ιδιότητα με δικηγόρους και βουλευτικό αξίωμα
- Δεν μπορούν να κατέχουν δεύτερη θέση σε άλλη δημόσια υπηρεσία ή ΝΠΔΔ
- Δεν μπορούν να μετέχουν ως γραμματείς σε σύνθεση δικαστηρίου και να έχουν συμφέρον με κάποιον από τους διαδίκους
- Ευθύνονται για πράξεις ή παραλείψεις τους που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους από βαριά αμέλεια ή δόλο
Πάμε λοιπόν, παρακάτω, να γνωρίσουμε τις σημερινές διατάξεις της ύλης μας:
Άρθρο 94 (δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης)
1. Η έκφραση των πολιτικών, φιλοσοφικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων και των επιστημονικών απόψεων, καθώς και η υπηρεσιακή κριτική των πράξεων της προϊσταμένης αρχής, εφόσον ασκείται με σεβασμό, αποτελούν δικαίωμα των δικαστικών υπαλλήλων που τελεί υπό την εγγύηση του κράτους. Καμία διάκριση δεν γίνεται στους δικαστικούς υπαλλήλους λόγω των πεποιθήσεων ή των απόψεών τους ή της κατά τα ανωτέρω υπηρεσιακής κριτικής πράξεων της προϊσταμένης αρχής.
2. Η συμμετοχή των υπαλλήλων στην πολιτική ζωή της χώρας επιτρέπεται.
3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν εκδηλώνουν ή διαδίδουν τις πολιτικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές τους πεποιθήσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή χρησιμοποιώντας την ιδιότητά τους.
Άρθρο 95 (συνδικαλιστικά δικαιώματα)
1. Η συνδικαλιστική ελευθερία και η ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτή δικαιωμάτων διασφαλίζονται στους δικαστικούς υπαλλήλους.
2. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μπορούν ελεύθερα, τηρώντας τον νόμο, να ιδρύουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, να γίνονται μέλη τους και να ασκούν τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα.
3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν δικαίωμα προσφυγής σε απεργία για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών, κοινωνικών και ασφαλιστικών συμφερόντων τους. Το δικαίωμα της απεργίας ασκείται σύμφωνα με τον νόμο που το ρυθμίζει.
4. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διαβουλεύονται και διαπραγματεύονται με τις αρμόδιες αρχές για τους όρους και τις συνθήκες εργασίας των μελών τους.
Άρθρο 96 (δικαίωμα άσκησης καθηκόντων)
Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου στον οποίο ανήκει και της ειδικότητάς του, με την επιφύλαξη των παρ. 2 και 3 του άρθρου 112.
Άρθρο 97 (αποδοχές έξοδα μετακίνησης)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται μισθό και τις κάθε είδους αμοιβές και απολαβές που καθορίζονται από τη νομοθεσία.
2. Η αξίωση του δικαστικού υπαλλήλου για τον μισθό αρχίζει από την ανάληψη της υπηρεσίας και παύει με τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με την επιφύλαξη της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας περί αποδοχών.
3. Οι αποδοχές του δικαστικού υπαλλήλου προκαταβάλλονται κάθε δεκαπενθήμερο.
4. Οι κάθε είδους πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές του δικαστικού υπαλλήλου δεν είναι κατά μήνα ανώτερες από το σύνολο των αποδοχών της οργανικής του θέσης. Τα οδοιπορικά έξοδα και η αποζημίωση για υπηρεσία εκτός έδρας, τα έξοδα μετακίνησης εκτός γραφείου για εκτέλεση υπηρεσίας εντός της έδρας και κάθε αποζημίωση που δικαιούται ο δικαστικός υπάλληλος για δαπάνη που αποδεδειγμένα πραγματοποιεί για την εκτέλεση υπηρεσίας δεν υπάγονται στον ανωτέρω περιορισμό.
5. Η αξίωση για πλήρη μισθό του δικαστικού υπαλλήλου, ο οποίος ανακαλείται από την κατάσταση της διαθεσιμότητας ή της αργίας, αρχίζει από την εκ νέου ανάληψη των καθηκόντων του.
6. Μετά τη λήξη του χρόνου αναρρωτικής άδειας ή διαθεσιμότητας και εφόσον εκκρεμεί διαδικασία απόλυσης του δικαστικού υπαλλήλου λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας για την εκτέλεση καθηκόντων δικαστικού υπαλλήλου, καταβάλλεται ο μισθός της διαθεσιμότητας, μέχρις ότου λυθεί η υπαλληλική σχέση.
7. Μισθός δεν οφείλεται για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δικαστικός υπάλληλος δεν εργάστηκε από υπαιτιότητά του. Στην περίπτωση αυτή ο προϊστάμενος της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος, με αιτιολογημένη πράξη του, που εκδίδεται μετά από ακρόαση του υπαλλήλου, διατάσσει την περικοπή του μισθού. Η πράξη διαβιβάζεται στο αρμόδιο για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανο, για να προβεί με πράξη του στην περικοπή. Κατά των πράξεων αυτών, που κοινοποιούνται με απόδειξη στον δικαστικό υπάλληλο, επιτρέπεται προσφυγή που ασκείται ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατά της απόφασης του συμβουλίου αυτού δεν χωρεί προσφυγή στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο.
8. Ως προς την κάλυψη των δαπανών και την αποζημίωση των δικαστικών υπαλλήλων που μετακινούνται εντός και εκτός της επικράτειας για υπηρεσιακούς λόγους, εφαρμόζονται ο ν. 4354/2015 (Α’ 176) και η υποπαρ. Δ9 της παρ. Δ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94).
Άρθρο 98 (όροι υγιεινής και ασφάλειας)
1. Στους δικαστικούς υπαλλήλους παρέχονται οι χώροι και τα κατάλληλα μέσα, ώστε να εργάζονται υπό συνθήκες ασφάλειας, υγιεινής και αξιοπρέπειας, λαμβάνοντας ιδιαίτερη μέριμνα για τους δικαστικούς υπαλλήλους με αναπηρία, ώστε να μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους.
2. Η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης μεριμνά για τη διασφάλιση των κατά την παρ. 1 συνθηκών εργασίας.
Άρθρο 99 (υγειονομική περίθαλψη έξοδα κηδείας)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να εξασφαλίζεται στον ίδιο και στην οικογένειά του υγειονομική περίθαλψη, νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική. Ως οικογένεια νοείται και εκείνη που προκύπτει από σύμφωνο συμβίωσης.
2. Η υπηρεσία καταβάλει τα έξοδα κηδείας του δικαστικού υπαλλήλου, του συζύγου ή του ετέρου μέρους του συμφώνου συμβίωσης και των τέκνων τους, εφόσον αυτοί προστατεύονταν και συντηρούνταν από αυτόν. Από τα έξοδα αυτά εκπίπτει κάθε ποσό που καταβάλλεται για την ίδια αιτία από ασφαλιστικό οργανισμό ή από οποιονδήποτε άλλο φορέα.
3. Ως προς τους φορείς, τις προϋποθέσεις και τον τρόπο παροχής υγειονομικής περίθαλψης στον δικαστικό υπάλληλο και στα μέλη της οικογένειάς του που δικαιούνται περίθαλψη, τη συμμετοχή στις σχετικές δαπάνες, καθώς και ως προς τις προϋποθέσεις, το ύψος και τον τρόπο καταβολής των εξόδων κηδείας, εφαρμόζεται ο ν. 3528/2007 (Α’ 26) για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 100 (άδειες απουσίας αρμοδιότητα χορήγησης)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται άδειες απουσίας από την υπηρεσία του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα επόμενα άρθρα.
2. Οι άδειες, με την επιφύλαξη της παρ. 3, χορηγούνται από τον διευθύνοντα το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη Γενική Επιτροπεία των διοικητικών δικαστηρίων, ύστερα από αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου και γνώμη του προϊσταμένου της γραμματείας. Στους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι άδειες χορηγούνται από τον πρόεδρο ή τον κατ’ εξουσιοδότηση αυτού αντιπρόεδρο, ύστερα από γνώμη του άμεσου προϊσταμένου του υπαλλήλου και του γενικού συντονιστή και, για τους υπαλλήλους της Γενικής Επιτροπείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, από τον γενικό επίτροπο αυτής, ύστερα από γνώμη του Γενικού Συντονιστή Διοικητικής Υποστήριξης.
3. Οι άδειες των άρθρων 101, 103, 104 και της παρ. 2 του άρθρου 106 χορηγούνται από τον προϊστάμενο της Γραμματείας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι ανωτέρω άδειες χορηγούνται από τον οικείο Γενικό Συντονιστή.
Άρθρο 101 (κανονικές άδειες)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος ο οποίος έχει συμπληρώσει πραγματική υπηρεσία ενός (1) έτους, δικαιούται σε κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια απουσίας είκοσι πέντε (25) εργάσιμων ημερών.
2. Με απόφαση του αρμοδίου οργάνου προσαυξάνεται έως πέντε (5) εργάσιμες ημέρες η διάρκεια της κανονικής άδειας για τους δικαστικούς υπαλλήλους που υπηρετούν στις παραμεθόριες περιοχές.
3. Πριν από τη συμπλήρωση έτους και εφόσον έχουν παρέλθει δύο (2) μήνες από τον διορισμό του, ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται κανονική άδεια δύο (2) ημερών για κάθε μήνα υπηρεσίας. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τον συνολικό αριθμό των ημερών κανονικής άδειας που δικαιούται ο υπάλληλος κατά ημερολογιακό έτος.
4. Η κανονική άδεια χορηγείται υποχρεωτικώς στον δικαστικό υπάλληλο κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και αν ακόμη δεν τη ζητήσει. Για τον ειδικότερο καθορισμό του χρόνου χορήγησής της λαμβάνεται υπόψη το αίτημα του υπαλλήλου σε συνδυασμό με τις υπηρεσιακές ανάγκες.
5. Με αιτιολογημένη πράξη, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 100, επιτρέπεται να μη χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται η κανονική άδεια, προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας.
6. Η άδεια που δεν χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογή της παρ. 5 χορηγείται υποχρεωτικά το επόμενο έτος και έως τις 30 Ιουνίου.
7. Από τον χρόνο της κανονικής άδειας αφαιρείται ο χρόνος κάθε αδικαιολόγητης απουσίας.
8. Υπάλληλος με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 50% δικαιούται την προβλεπόμενη στην παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 2643/1998 (Α’ 220) επαύξηση της ετήσιας άδειας κατά έξι (6) εργάσιμες ημέρες.
Άρθρο 102 (απουσία κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών)
Ο δικαστικός υπάλληλος έχει κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών δικαίωμα απουσίας για δέκα (10) εργάσιμες ημέρες. Η απουσία εγκρίνεται με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας και κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 100.
Άρθρο 103 (άδειες μητρότητας)
1. Στη δικαστική υπάλληλο χορηγείται άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές δύο (2) μήνες πριν από τον τοκετό (άδεια κύησης) και τρεις (3) μήνες μετά (άδεια λοχείας). Η άδεια κύησης χορηγείται ύστερα από βεβαίωση του θεράποντος ιατρού για τον πιθανολογούμενο χρόνο τοκετού. Σε περίπτωση απόκτησης τέκνου πέραν του τρίτου, η άδεια μετά τον τοκετό προσαυξάνεται κατά δύο (2) μήνες κάθε φορά. Σε περίπτωση πολύδυμης κύησης, η άδεια λοχείας αυξάνεται κατά έναν (1) μήνα για κάθε τέκνο πέραν του ενός.
2. Όταν ο τοκετός πραγματοποιείται σε χρόνο μεταγενέστερο από αυτόν που είχε πιθανολογηθεί, η άδεια που έχει χορηγηθεί παρατείνεται μέχρι την πραγματική ημερομηνία του τοκετού, χωρίς αυτή η παράταση να συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση του χρόνου της άδειας που χορηγείται μετά τον τοκετό. Όταν ο τοκετός πραγματοποιηθεί σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που είχε πιθανολογηθεί, το υπόλοιπο της άδειας χορηγείται μετά τον τοκετό, ώστε να εξασφαλιστεί συνολικός χρόνος πέντε (5) μηνών.
3. Στην κυοφορούσα δικαστική υπάλληλο, που έχει ανάγκη ειδικής κατ’ οίκον θεραπείας πέρα από το όριο της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές, χορηγείται άδεια με πλήρεις αποδοχές, εφόσον υποβληθεί σχετική βεβαίωση του θεράποντος ιατρού και διευθυντή γυναικολογικής ή μαιευτικής κλινικής ή τμήματος δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος.
4. Σε περίπτωση τοκετού με νεκρό κύημα, χορηγείται στη δικαστική υπάλληλο άδεια είκοσι (20) ημερών με πλήρεις αποδοχές, εφόσον αυτή έχει εξαντλήσει τα χρονικά όρια της αναρρωτικής άδειας.
5. Σε δικαστικό υπάλληλο που υιοθετεί ή αναδέχεται τέκνο ή αποκτά τέκνο με τη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας, χορηγείται άδεια τριών (3) μηνών με πλήρεις αποδοχές μέσα στο πρώτο εξάμηνο μετά την περάτωση της διαδικασίας της υιοθεσίας ή της αναδοχής, εφόσον το τέκνο είναι ηλικίας έως έξι (6) ετών. Ένας μήνας από την άδεια μπορεί να καλύπτει απουσία του υπαλλήλου κατά το προ της υιοθεσίας ή της αναδοχής διάστημα.
Άρθρο 104 (γονικές άδειες ανατροφής τέκνου)
1. Στον φυσικό, θετό ή ανάδοχο γονέα δικαστικό υπάλληλο, που έχει τέκνο ηλικίας έως έξι (6) ετών, ή έως οκτώ (8) ετών εφόσον η υιοθεσία ή η αναδοχή δεν έχει ολοκληρωθεί έως τα έξι (6) έτη, χορηγείται υποχρεωτικά, ύστερα από αίτησή του, γονική άδεια ανατροφής του τέκνου έως δύο (2) έτη, χωρίς αποδοχές. Διάστημα τριών (3) μηνών της άδειας αυτής χορηγείται με πλήρεις αποδοχές στην περίπτωση απόκτησης τρίτου τέκνου και άνω. Ο χρόνος της άδειας αυτής (χωρίς αποδοχές) δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας. Η άδεια αυτή χορηγείται μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας.
2. Ο χρόνος εργασίας του γονέα δικαστικού υπαλλήλου μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως εφόσον έχει τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών και κατά μία (1) ώρα, εφόσον έχει τέκνα ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών. Ο γονέας δικαστικός υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή τέκνου, εφόσον δεν κάνει χρήση του κατά το πρώτο εδάφιο μειωμένου ωραρίου.
3. Υπάλληλος που υιοθετεί ή αναδέχεται τέκνο ηλικίας έως τεσσάρων (4) ετών, δικαιούται, κατ’ εξαίρεση, τη χορήγηση του συνόλου της άδειας των εννέα (9) μηνών που προβλέπεται στην παρούσα, εφόσον, μετά από την άδεια της παρ. 5 του άρθρου 103 και μέχρι το τέκνο να συμπληρώσει την ηλικία των τεσσάρων (4) ετών, αιτηθεί να του χορηγηθεί η συνεχόμενη άδεια έναντι της διευκόλυνσης του μειωμένου ωραρίου. Εάν μέχρι τη συμπλήρωση των τεσσάρων (4) ετών απομένει διάστημα μικρότερο των εννέα (9) μηνών, χορηγείται άδεια για το διάστημα που υπολείπεται.
4. Για τον γονέα που είναι άγαμος ή χήρος ή διαζευγμένος ή έχει αναπηρία 67% και άνω, το κατά μία ώρα μειωμένο ωράριο του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 παρατείνεται κατά έξι (6) μήνες ή η άδεια του ίδιου εδαφίου προσαυξάνεται κατά ένα (1) μήνα αντίστοιχα. Στην περίπτωση γέννησης τέταρτου τέκνου, το μειωμένο ωράριο εργασίας παρατείνεται κατά δύο (2) ακόμα έτη. Σε περίπτωση γέννησης διδύμων, τριδύμων, κ.λπ. τέκνων χορηγείται επιπλέον άδεια ανατροφής χρονικής διάρκειας έξι (6) μηνών με αποδοχές για κάθε τέκνο πέραν του ενός.
5. Αν και οι δύο γονείς είναι δικαστικοί υπάλληλοι, με κοινή τους δήλωση που κατατίθεται στις υπηρεσίες τους καθορίζεται ποιος από τους δύο θα κάνει χρήση του μειωμένου ωραρίου ή της άδειας ανατροφής, εκτός αν με την κοινή τους δήλωση καθορίσουν χρονικά διαστήματα που ο καθένας θα κάνει χρήση, αλλά πάντοτε διαδοχικώς και μέσα στα χρονικά όρια της παρ. 2. Αν σύζυγος ή έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης του ή της υπαλλήλου υπηρετεί ή εργάζεται στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, εφόσον δικαιούται όμοιων, ολικώς ή μερικώς, διευκολύνσεων, ο ή η σύζυγος ή το έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης δικαστικός υπάλληλος δικαιούται να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παρ. 2 κατά το μέρος που η ή ο σύζυγος αυτής ή το έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης δεν κάνει χρήση των δικών της ή των δικών του δικαιωμάτων ή κατά το μέρος που αυτά υπολείπονται των διευκολύνσεων της παρ. 2.
6. Όταν ο ένας γονέας λάβει την άδεια της παρ. 1, ο άλλος δεν έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παρ. 2 για το ίδιο διάστημα.
7. Σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο ή εκτός συμφώνου συμβίωσης των γονέων του, την άδεια της παρ. 1 και τις διευκολύνσεις της παρ. 2 δικαιούται ο γονέας με τον οποίον διαμένει το τέκνο.
8. Ο δικαστικός υπάλληλος, εφόσον έχει τέκνο που παρακολουθεί μαθήματα πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δικαιούται, ύστερα από αίτησή του που εγκρίνεται από τον άμεσο προϊστάμενό του, να απουσιάσει έως τέσσερις (4) ή τρεις (3) ημέρες, αντιστοίχως, κάθε σχολικό έτος για την παρακολούθηση της σχολικής του επίδοσης. Η άδεια χορηγείται μετά από υπεύθυνη δήλωση ότι δεν κάνει χρήση της ίδιας άδειας ο έτερος γονέας.
9. Δικαστικοί υπάλληλοι που έχουν ανήλικα τέκνα δικαιούνται άδεια με αποδοχές έως τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος σε περίπτωση ασθένειας των τέκνων τους. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους που είναι τρίτεκνοι η ως άνω άδεια ανέρχεται σε εφτά (7) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος και για τους δικαστικούς υπαλλήλους που είναι πολύτεκνοι σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους που είναι μονογονείς, η ως άνω άδεια ανέρχεται σε οχτώ (8) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος.
Άρθρο 105 (άδειες εξετάσεων)
1. Σε δικαστικό υπάλληλο που φοιτά σε σχολείο ή εκπαιδευτικό ίδρυμα της δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή σε φορείς της αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης σύμφωνα με τον ν. 4763/2020 (Α’ 254), καθώς και σε φορείς μη τυπικής εκπαίδευσης, με την έννοια της περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 4186/2013, (Α’ 193) χορηγείται, ύστερα από αίτησή του, άδεια έως είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, αντιστοίχως, κάθε ημερολογιακό έτος, με πλήρεις αποδοχές, για τη συμμετοχή του σε εξετάσεις. Ως συμμετοχή σε εξετάσεις νοείται η ίδια η μέρα των εξετάσεων ή και εύλογος χρόνος εγγύς της ημέρας εξέτασης, εκτιμώμενος κατά τις περιστάσεις. Η άδεια αυτή χορηγείται συνεχώς ή τμηματικά κατά τη διάρκεια των εξεταστικών περιόδων για όσα έτη απαιτούνται για τον χρόνο φοίτησης και έως δύο (2) ακόμη εξεταστικές περιόδους, εφόσον ο υπάλληλος εξακολουθεί να φοιτά. Η άδεια του παρόντος, για λήψη πέραν του πρώτου τίτλου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, χορηγείται, εάν το επιτρέπουν οι υπηρεσιακές ανάγκες.
2. Σε δικαστικό υπάλληλο ο οποίος λαμβάνει μέρος σε διαγωνισμό ή εξετάσεις για να λάβει υποτροφία ή για να επιλεγεί για φοίτηση σε κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών σε θέματα που σχετίζονται με το αντικείμενο της υπηρεσίας του, χορηγείται, ύστερα από αίτησή του άδεια έως δέκα (10) εργάσιμων ημερών ανά διετία, με πλήρεις αποδοχές.
Άρθρο 106 (αναρρωτικές άδειες)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος που είναι ασθενής ή βρίσκεται σε ανάρρωση δικαιούται αναρρωτική άδεια με πλήρεις αποδοχές ανώτατης διάρκειας τόσων μηνών όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας του, η οποία αφαιρείται από το σύνολο των αναρρωτικών αδειών που έχει λάβει κατά την προηγούμενη πενταετία. Αναρρωτική άδεια που χορηγείται χωρίς διακοπή δεν μπορεί να υπερβεί τους δώδεκα (12) μήνες. Για την εφαρμογή του παρόντος χρόνος υπηρεσίας τουλάχιστον έξι (6) μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος. Δικαστικός υπάλληλος με υπηρεσία μεγαλύτερη από ένα (1) έτος και μικρότερη από τρία (3) έτη δικαιούται αναρρωτική άδεια τριών (3) μηνών.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται άδεια μικρής διάρκειας, ύστερα από γνωμάτευση θεράποντος ιατρού, έως οκτώ (8) ημερών ετησίως. Δύο άδειες μικρής διάρκειας, διακεκομμένες, μπορούν να χορηγηθούν με υπεύθυνη δήλωση του υπαλλήλου.
3. Στις περιπτώσεις δυσίατων νοσημάτων, η διάρκεια της αναρρωτικής άδειας την οποία δικαιούται ο δικαστικός υπάλληλος είναι διπλάσια από τα όρια που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2.
4. Στον χρόνο της αναρρωτικής άδειας συνυπολογίζονται και οι ημέρες απουσίας λόγω ασθενείας του δικαστικού υπαλλήλου, που προηγήθηκαν της άδειας.
5. Ως προς τη διαδικασία διαπίστωσης της ασθένειας, τον τρόπο χορήγησης της αναρρωτικής άδειας και τον καθορισμό των δυσίατων νοσημάτων, εφαρμόζονται αναλόγως ο ν. 3528/2007 (Α’ 26) για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 107 (ειδικές άδειες)
1. Στον δικαστικό υπάλληλο χορηγείται άδεια με αποδοχές πέντε (5) εργάσιμων ημερών όταν συνάπτει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης. Άδεια δέκα (10) εργάσιμων ημερών χορηγείται στον πατέρα, όταν αποκτά τέκνο. Η άδεια αυτή χορηγείται και σε περίπτωση υιοθεσίας ή αναδοχής, όταν το τέκνο δεν έχει υπερβεί το δεύτερο έτος της ηλικίας του. Επίσης χορηγείται άδεια τριών (3) εργάσιμων ημερών σε περίπτωση θανάτου συζύγου ή συγγενούς έως και β’ βαθμού, εξ αίματος ή αγχιστείας.
2. Στον δικαστικό υπάλληλο χορηγείται άδεια έως τριών (3) εργάσιμων ημερών με αποδοχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος, για τη συμμετοχή σε δίκη. Αν από τη φύση της δίκης απαιτείται η συμμετοχή του για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, η άδεια χορηγείται και πέραν των τριών (3) εργάσιμων ημερών.
3. Δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος πάσχει ή έχει σύζυγο ή έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης ή τέκνο, ή άλλο εξαρτώμενο, κατά το άρθρο 11 του ν. 4172/2013 (Α’ 167), μέλος, που πάσχει από νόσημα, το οποίο απαιτεί τακτικές μεταγγίσεις αίματος ή αιμοκαθάρσεις ή χρήζει περιοδικής νοσηλείας, δικαιούνται ειδική άδεια με αποδοχές έως είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες ετησίως, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Η ειδική άδεια του πρώτου εδαφίου χορηγείται και σε δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν τέκνα ή κατά τα ανωτέρω άλλο εξαρτώμενο μέλος, που πάσχουν με βαριά νοητική αναπηρία ή σύνδρομο Down ή Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή (Δ.Α.Δ.), εφόσον αυτά είναι ανήλικα ή ενήλικα που δεν εργάζονται για τους λόγους αυτούς. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος δικαιούται την ειδική άδεια για περισσότερα από ένα πάσχοντα πρόσωπα σύμφωνα με το παρόν, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ’ ανώτατο όριο σε τριάντα δύο (32) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο. Σε περίπτωση που για το ίδιο πάσχον πρόσωπο δικαιούχοι της άδειας είναι περισσότεροι του ενός υπάλληλοι, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ’ ανώτατο όριο σε τριάντα δύο (32) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο για το σύνολο των δικαιούχων υπαλλήλων αθροιστικά. Με δήλωση των συνδικαιούχων υπαλλήλων καθορίζεται ο αριθμός των ημερών που θα λάβει κάθε δικαιούχος υπάλληλος από το σύνολο των τριάντα δύο (32) εργασίμων ημερών τον χρόνο που δικαιούνται για το ίδιο πάσχον πρόσωπο αθροιστικά.
4. Υπάλληλοι που δεν υπάγονται στην παρ. 3 και έχουν ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, ή ανήλικα ή ενήλικα τέκνα, τα οποία δεν εργάζονται λόγω της αναπηρίας αυτής, με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, ή εξαρτώμενο κατά την παρ. 3 μέλος, δικαιούνται ειδική άδεια έξι (6) εργάσιμων ημερών με αποδοχές κάθε χρόνο, επιπλέον της κανονικής. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος δικαιούται την ειδική άδεια για περισσότερα από ένα πάσχοντα πρόσωπα, σύμφωνα με την παρούσα, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ’ ανώτατο όριο σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο. Σε περίπτωση που για το ίδιο πάσχον πρόσωπο δικαιούχοι της άδειας είναι περισσότεροι του ενός υπάλληλοι, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ’ ανώτατο όριο σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο για το σύνολο των δικαιούχων υπαλλήλων αθροιστικά. Με δήλωση των συνδικαιούχων υπαλλήλων καθορίζεται ο αριθμός των ημερών που θα λάβει κάθε δικαιούχος υπάλληλος από το σύνολο των δέκα (10) εργάσιμων ημερών τον χρόνο που δικαιούνται για το ίδιο πάσχον πρόσωπο αθροιστικά.
5. Οι άδειες των παρ. 3 και 4 χορηγούνται και σε δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν οριστεί δικαστικοί συμπαραστάτες και τους έχει ανατεθεί δικαστικώς και η επιμέλεια των προσώπων αυτών, εφόσον η καθημερινή φροντίδα των προσώπων αυτών δεν παρέχεται από ιδρύματα και φορείς κοινωνικής πρόνοιας. Σε περίπτωση που η φροντίδα των προσώπων αυτών παρέχεται από ιδρύματα και φορείς κοινωνικής πρόνοιας, οι υπάλληλοι του πρώτου εδαφίου δικαιούνται, κατά περίπτωση, το ήμισυ των προβλεπομένων αδειών των παρ. 3 και 4. Η άδεια της παρ. 3 χορηγείται στους δικαστικούς συμπαραστάτες και σε περίπτωση που οι κατά τον Αστικό Κώδικα τεθέντες υπό δικαστική συμπαράσταση πάσχουν από ανοϊκή συνδρομή, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις.
6. Δικαστικός υπάλληλος που, είτε ο ίδιος είτε τέκνο του είτε εξαρτώμενο μέλος αυτού, κατά την παρ. 3, έχει ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω δικαιούται μείωση του ωραρίου του κατά μία (1) ώρα ημερησίως, χωρίς περικοπή των αποδοχών του. Την ίδια μείωση δικαιούται και ο υπάλληλος που έχει παιδί έως δεκαοκτώ (18) ετών με σακχαρώδη διαβήτη ινσουλινοεξαρτώμενο ή τύπου 1, με ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω, ή έχει σύζυγο ή έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης, με αναπηρία 80% και άνω, τον οποίο συντηρεί και φροντίζει. Το ποσοστό αναπηρίας εκτιμάται σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τη νομοθεσία. Την άδεια του άρθρου αυτού δικαιούται δικαστικός υπάλληλος που δεν έχει κάνει χρήση της ειδικής άδειας της παρ. 4.
7. Σε περίπτωση που για κάθε δικαστικό υπάλληλο σύμφωνα με την παρ. 6 αντιστοιχούν περισσότερα από ένα πάσχοντα πρόσωπα, το ωράριο δεν μειώνεται αθροιστικά. Σε περίπτωση που για το ίδιο πάσχον πρόσωπο δικαιούχοι της διευκόλυνσης είναι περισσότεροι του ενός υπάλληλοι, με δήλωση των συνδικαιούχων υπαλλήλων καθορίζεται ποιος υπάλληλος θα κάνει χρήση του μειωμένου ωραρίου.
8. Δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος ανταποκρίνεται σε πρόσκληση από υπηρεσία αιμοληψίας για κάλυψη έκτακτης ανάγκης, καθώς και υπάλληλος, ο οποίος μετέχει σε οργανωμένη ομαδική αιμοληψία ή σε διαδικασία παροχής αιμοπεταλίων, δικαιούται ειδικής άδειας απουσίας με πλήρεις αποδοχές δύο (2) ημερών για έξι (6) αιμοληψίες ή παροχές αιμοπεταλίων τον χρόνο κατ’ ανώτατο όριο.
9. Χορηγείται μία (1) ημέρα τον χρόνο με αποδοχές για οποιονδήποτε προληπτικό ιατρικό έλεγχο. Η άδεια χορηγείται έπειτα από βεβαίωση του θεράποντος ιατρού.
10. Δικαστικός υπάλληλος που έχει σύζυγο ή έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης ή ανήλικο τέκνο ή κατά την παρ. 3 εξαρτώμενο μέλος που πάσχει από κακοήθεις νεοπλασίες, όπως λευχαιμίες, λεμφώματα και συμπαγείς όγκους και ακολουθεί θεραπείες με χημικούς ή ανοσοτροποποιητικούς παράγοντες ή ακτινοθεραπεία δικαιούται ειδικής άδειας, η οποία καλύπτει την ημέρα της θεραπείας και την επόμενη αυτής. Η άδεια αυτή χορηγείται ύστερα από σχετική βεβαίωση πραγματοποίησης της θεραπείας και μετά από την εξάντληση των δικαιούμενων αδειών, κατά περίπτωση, των παρ. 3 και 4.
11. Ως τέκνα για την εφαρμογή του παρόντος νοούνται τα ανήλικα ή τα ενήλικα τέκνα ή αναδεχθέντα τέκνα, που δεν εργάζονται λόγω της αναπηρίας, εφόσον η καθημερινή φροντίδα των προσώπων αυτών δεν παρέχεται από αρμόδια ιδρύματα και φορείς κοινωνικής πρόνοιας.
12. Οι παρ. 1 έως 5 και 8 του άρθρου 93, καθώς και οι παρ. 1 έως 7 και 9 του άρθρου 182 του ν. 3852/2010 (Α’ 87) εφαρμόζονται και στους δικαστικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 108 (Συνδικαλιστικές άδειες)
Ως προς τις συνδικαλιστικές άδειες των δικαστικών υπαλλήλων εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 1264/1982 (Α’ 79), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του ν. 4772/2017 (Α’ 74), το άρθρο 22 παρ. 5 του ν. 1400/1983 (Α’ 156) και το άρθρο 14 του ν. 2085/1992 (Α’170).
Άρθρο 109 (άδειες χωρίς αποδοχές)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος, εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν, μπορεί να λαμβάνει, κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια απουσίας έως τριάντα (30) ημερών, χωρίς αποδοχές. Η άδεια χορηγείται υποχρεωτικά στον φυσικό, θετό ή ανάδοχο γονέα ανήλικου τέκνου που λόγω ασθένειας ή ατυχήματος έχει ανάγκη την άμεση παρουσία του.
2. Πέραν της άδειας της παρ. 1, επιτρέπεται να χορηγείται στους δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει διετή πραγματική υπηρεσία, για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους, ύστερα από αίτησή τους και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, άδεια χωρίς αποδοχές, της οποίας η συνολική διάρκεια, συνεχής ή διακεκομμένη, δεν μπορεί να υπερβεί την πενταετία.
3. Ο δικαστικός υπάλληλος, αν έχει σύζυγο ή έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης που υπηρετεί στο εξωτερικό σε ελληνική υπηρεσία του Δημοσίου, νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή άλλου φορέα του δημόσιου τομέα ή σε υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε διεθνή οργανισμό στον οποίο μετέχει η Ελλάδα, δικαιούται άδεια χωρίς αποδοχές, συνεχή ή διακεκομμένη, συνολικής διάρκειας έως έξι (6) ετών, εφόσον έχει συμπληρώσει διετή πραγματική υπηρεσία.
4. Σε δικαστικό υπάλληλο που αποδέχεται θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε διεθνή οργανισμό στον οποίο μετέχει η Ελλάδα, χορηγείται, ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, άδεια χωρίς αποδοχές έως πέντε (5) ετών, που μπορεί να παραταθεί με την ίδια διαδικασία για πέντε (5) ακόμη έτη. Η άδεια αυτή λήγει αυτοδικαίως, αν ο δικαστικός υπάλληλος αποχωρήσει από την παραπάνω θέση. Αν ο δικαστικός υπάλληλος δεν εμφανιστεί να αναλάβει καθήκοντα μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της άδειας, θεωρείται ότι παραιτήθηκε από την υπηρεσία. Η παραίτηση ανατρέχει στην ημερομηνία λήξης της άδειας και η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως από την ίδια χρονολογία.
5. Αν η άδεια που προβλέπεται στην παρ. 4 χορηγείται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας, η θέση του δικαστικού υπαλλήλου θεωρείται κενή και καλύπτεται. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαστικός υπάλληλος διατηρείται στην υπηρεσία ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενώνεται μετά την επιστροφή του. Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο εφαρμόζονται και για την άδεια που προβλέπεται στην παρ. 3, εφόσον αυτή χορηγείται για συνεχόμενο χρονικό διάστημα πέραν της διετίας.
6. Ο χρόνος της άδειας χωρίς αποδοχές δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, εκτός από τις περιπτώσεις των παρ. 1 και 4. Στις περιπτώσεις αυτές o δικαστικός υπάλληλος έχει υποχρέωση να καταβάλει όλες τις κρατήσεις που αντιστοιχούν στις αποδοχές του.
Άρθρο 110 (δικαίωμα επανόδου στην υπηρεσία)
1. Δικαστικοί υπάλληλοι που παραιτούνται υποχρεωτικώς, σύμφωνα με το Σύνταγμα και την εκλογική νομοθεσία, για να ανακηρυχθούν υποψήφιοι σε εκλογές, μπορούν να επανέλθουν στην υπηρεσία μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακήρυξης των εκλεγομένων, αν δεν εκλεγούν, ή μετά την ολοκλήρωση της θητείας τους.
2. Η επάνοδος συντελείται αυτοδικαίως με μόνη την υποβολή σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο στην υπηρεσία από την οποία είχε παραιτηθεί. Αν η υπηρεσία αυτή δεν υπάρχει κατά τον χρόνο της επανόδου, η αίτηση υποβάλλεται στην υπηρεσία στην οποία έχουν μεταφερθεί οι υπάλληλοι της υπηρεσίας που καταργήθηκε. Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την ανακήρυξη των εκλεγομένων που προβλέπεται στην παρ. 1 ή από τη λήξη της θητείας. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται προσωρινά ως υπεράριθμος και το υπηρεσιακό συμβούλιο καλείται να κρίνει αν η τοποθέτησή του ως υπεράριθμου εξυπηρετεί το συμφέρον της υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή, συστήνεται προσωποπαγής θέση. Διαφορετικά, το υπηρεσιακό συμβούλιο τοποθετεί τον δικαστικό υπάλληλο στη θέση που κατά την κρίση του εξυπηρετεί το συμφέρον της υπηρεσίας.
3. Για την επάνοδο εκδίδεται διαπιστωτική πράξη μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης επανόδου. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος δεν θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας. Ο υπάλληλος δικαιούται υγειονομικής περίθαλψης κατά το διάστημα της παρ. 1, έχει όμως υποχρέωση να καταβάλει όλες τις κρατήσεις που αντιστοιχούν στις αποδοχές του για την περίθαλψη αυτή.
Άρθρο 111 (πίστη στο Σύνταγμα)
Οι δικαστικοί υπάλληλοι υπηρετούν τον Λαό και οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.
Άρθρο 112 (υποχρέωση εκτέλεσης καθηκόντων)
1. Ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου και της ειδικότητάς του.
2. Σ περίπτωση επιτακτικών υπηρεσιακών αναγκών, οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλον τρόπο, επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό υπάλληλο καθηκόντων άλλου κλάδου ή ειδικότητας. Σε όμοιες περιπτώσεις επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο εργασίες συναφείς με την ειδικότητα ή τα καθήκοντά του ή για τις οποίες έχει την απαιτούμενη εμπειρία ή ειδίκευση. Η ανάθεση γίνεται με απόφαση του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του Γενικού Επιτρόπου, για χρονικό διάστημα έως έξι (6) μηνών, με δυνατότητα παράτασης για έξι (6) ακόμη μήνες, με όμοια απόφαση. Ειδικά για τις περιφερειακές υπηρεσίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η ανάθεση γίνεται με απόφαση του αρμόδιου Επιτρόπου. Ο χρόνος ανάθεσης μπορεί να παραταθεί συνολικά έως δύο (2) έτη, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου.
3. Η συμμετοχή δικαστικών υπαλλήλων α) στην υλοποίηση προγραμμάτων και δράσεων με αντικείμενο την ανάπτυξη, την προώθηση και τη βελτίωση της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης και β) σε ειδικές επιτροπές ή ομάδες εργασίας για τον σχεδιασμό, τη μελέτη, την επεξεργασία, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση προγραμμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που σχετίζονται με την οργάνωση της δικαιοσύνης και την αποτελεσματικότητα της απονομής της εντάσσεται στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων τους. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που συμμετέχουν σε επιτροπές και ομάδες εργασίας για την υλοποίηση, παρακολούθηση και αξιολόγηση των ως άνω προγραμμάτων και δράσεων και για τη μελέτη και την επεξεργασία των ως άνω θεμάτων, επιλέγονται με πράξη του οργάνου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη δικαστική υπηρεσία, στην οργάνωση του οποίου ή της οποίας αποσκοπούν οι δράσεις, τα προγράμματα και τα προς μελέτη θέματα και στο οποίο υπηρετούν.
Άρθρο 113 (νομιμότητα υπηρεσιακών ενεργειών)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με τον νόμο.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος συμμορφώνεται προς τις εντολές των προϊσταμένων του. Αν θεωρεί παράνομη την εντολή προϊσταμένου, πριν την εκτελέσει, αναφέρει εγγράφως στον προϊστάμενό του την αντίθετη γνώμη του και υποχρεούται να εκτελέσει την εντολή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή ο δικαστικός υπάλληλος απαλλάσσεται από την ευθύνη για την παράνομη ενέργεια.
3. Αν η εντολή είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, ο δικαστικός υπάλληλος δεν την εκτελεί και αναφέρει τους λόγους χωρίς αναβολή στον προϊστάμενο που έδωσε την εντολή. Αν σε εντολή η οποία αντίκειται σε διατάξεις νόμων ή κανονιστικών πράξεων, διατυπώνονται επείγοντες και εξαιρετικοί λόγοι γενικότερου συμφέροντος, είτε εξαρχής είτε ύστερα από άρνηση υπακοής σε προηγούμενη όμοιου περιεχομένου, ο δικαστικός υπάλληλος εκτελεί την εντολή και υποβάλλει συγχρόνως σχετική αναφορά στην προϊσταμένη αρχή εκείνου που τον διέταξε. Αν η εντολή προέρχεται από τον διευθύνοντα το δικαστήριο ή την εισαγγελία, η αναφορά υποβάλλεται στον πρόεδρο του ανώτατου δικαστηρίου. Αν προέρχεται από πρόεδρο ανώτατου δικαστηρίου, η αναφορά υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης.
4. Αν ο δικαστικός υπάλληλος δεν συμφωνεί για ενέργεια για την οποία είναι αναγκαία η προσυπογραφή ή η θεώρησή του, διατυπώνει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του στο σχέδιο του εγγράφου για να απαλλαγεί από την ευθύνη. Μόνη η άρνηση προσυπογραφής ή θεώρησης δεν απαλλάσσει τον δικαστικό υπάλληλο από την ευθύνη για την ενέργεια αυτή.
5. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη σύνταξη εγγράφου για θέμα της αρμοδιότητάς του, εφόσον διαταχθεί γι’ αυτό από προϊστάμενό του. Αν διαφωνεί με το περιεχόμενο του εγγράφου, εφαρμόζεται η παρ. 4.
6. Οι προϊστάμενοι όλων των βαθμίδων προσυπογράφουν τα έγγραφα τα οποία δεν εκδίδονται από τους ίδιους, ανήκουν όμως στην αρμοδιότητά τους. Αν διαφωνούν, διατυπώνουν τις αντιρρήσεις τους. Αν προσυπογράψουν χωρίς να διατυπώσουν αντιρρήσεις, θεωρείται ότι συμφωνούν με το περιεχόμενο του εγγράφου.
Άρθρο 114 (συμπεριφορά του δικαστικού υπαλλήλου)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος συμπεριφέρεται με ευπρέπεια τόσο εντός όσο και εκτός της υπηρεσίας και έχει παράσταση ανάλογη της ιδιότητάς του. Επίσης, συμπεριφέρεται με ευγένεια στους πολίτες και τους εξυπηρετεί κατά τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντά του χωρίς αθέμιτες διακρίσεις υπέρ ή σε βάρος των πολιτών, ιδίως για λόγους φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου.
Άρθρο 115 (εχεμύθεια)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος τηρεί εχεμύθεια για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και δεσμεύεται από το δικαστικό απόρρητο για τις διαδικαστικές πράξεις στις οποίες συμμετέχει.
2. Η υποχρέωση εχεμύθειας δεν παρεμποδίζει την άσκηση του νόμιμου δικαιώματος των πολιτών στην ενημέρωση.
Άρθρο 116 (χρόνος εργασίας)
Ο δικαστικός υπάλληλος εργάζεται ανελλιπώς κατά τον χρόνο που ορίζεται από τη νομοθεσία. Εφόσον έκτακτες ή εξαιρετικές υπηρεσιακές ανάγκες το επιβάλλουν, ο δικαστικός υπάλληλος εργάζεται και πέραν του χρόνου εργασίας ή σε μη εργάσιμες ημέρες. Στην περίπτωση αυτή, ως προς το δικαίωμα αποζημίωσης, προσαύξησης του μισθού ή παροχής ημερών απουσίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις που κάθε φορά ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 117 (περιουσιακή κατάσταση)
1. Ο υπάλληλος κατά τον διορισμό του υποχρεούται να δηλώνει εγγράφως στην αρμόδια υπηρεσία προσωπικού την περιουσιακή κατάσταση του ίδιου, του συζύγου ή του ετέρου μέρους συμφώνου συμβίωσης και των τέκνων του, εφόσον συνοικούν με αυτόν. Υποχρεούται ομοίως να δηλώνει και κάθε μεταγενέστερη ουσιώδη μεταβολή της ανωτέρω περιουσιακής κατάστασης. Ο υπάλληλος, εντός τριών (3) μηνών από την τέλεση γάμου ή σύναψη συμφώνου συμβίωσης, υποχρεούται να δηλώσει την περιουσιακή κατάσταση του συζύγου τους ή του ετέρου μέρους του συμφώνου συμβίωσης. Οποιαδήποτε αγορά ακινήτων, από τον υπάλληλο ή τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, αιτιολογείται υποχρεωτικά με την υποβαλλόμενη δήλωση. Αν για την αγορά αυτή ο υπάλληλος επικαλείται οικονομική ενίσχυση προσώπων άλλων από τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο, υποχρεούται να δηλώσει και την περιουσιακή κατάσταση αυτών.
2. Κάθε δύο (2) χρόνια η αρμόδια υπηρεσία προσωπικού ζητεί από τους υπαλλήλους να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση για την ουσιώδη μεταβολή ή μη της περιουσιακής τους κατάστασης.
3. Αν το κατ’ άρθρο 185 αρμόδιο όργανο διαπιστώσει, με βάση τη δήλωση της παρ. 2 ότι η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης ή ο τρόπος διαβίωσης του υπαλλήλου είναι δυσανάλογος προς τις αποδοχές και την οικονομική του κατάσταση, διενεργεί έρευνα για την προέλευση των πόρων του υπαλλήλου. Αν μετά την έρευνα αυτή προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο υπάλληλος απέκτησε πόρους κατά τρόπο που συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου.
4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών καθορίζονται τα κριτήρια, τα όργανα και η διαδικασία ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων. Με το διάταγμα αυτό καθορίζονται τα δικαιώματα των ελεγχομένων, τα χρονικά όρια για τη διενέργεια του ελέγχου, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος. Με το ίδιο διάταγμα μπορεί να καθορίζονται προσωρινά μέτρα προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του ελέγχου, καθώς και κυρώσεις για όσους παρεμποδίζουν τον έλεγχο ή παραλείπουν να υποβάλουν ή υποβάλλουν ανακριβώς τη δήλωση της παρ. 1. Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των υπαλλήλων, κατ’ εφαρμογή του Γενικoύ Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων EE 2016/679 (L 119).
5. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 3213/2003 (Α’ 309). Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης συντάσσονται σε ειδικό έντυπο, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Με την ίδια απόφαση μπορεί να ορίζεται ότι η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά και να προβλέπονται οι σχετικές λεπτομέρειες. Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των υπαλλήλων.
6. Η υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης σύμφωνα με το άρθρο αυτό είναι ανεξάρτητη από την υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι οποίοι υποβάλλουν δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης τους και των ανήλικων τέκνων τους σύμφωνα με την περ. μγ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α’ 309), δεν υποβάλλουν τη δήλωση της παρ. 1.
Άρθρο 118 (άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή)
1. Απαγορεύεται στον δικαστικό υπάλληλο να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή. Κατ’ εξαίρεση η άσκησή τους επιτρέπεται ύστερα από άδεια, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστα με τα καθήκοντα της θέσης του δικαστικού υπαλλήλου και δεν παρεμποδίζουν την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του.
2. Η άδεια της παρ. 1 χορηγείται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και ανακαλείται με την ίδια διαδικασία.
3. Απαγορεύεται στον δικαστικό υπάλληλο η κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας.
4. Ο υπάλληλος επιτρέπεται να αποκτά αυτοκίνητο δημοσίας χρήσεως ή να εκμεταλλεύεται αυτό με εκμίσθωση, εφόσον απέκτησε τούτο είτε με γονική παροχή είτε λόγω κληρονομικής διαδοχής είτε λόγω δωρεάς εν ζωή από συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως β’ βαθμού ή από σύζυγο, σύμφωνα με όσα ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 119 (συμμετοχή σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος υποχρεούται να δηλώνει στην υπηρεσία του τη συμμετοχή του σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου οποιασδήποτε μορφής, εκτός των σωματείων και των κοινωφελών ιδρυμάτων.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος απαγορεύεται να συμμετέχει σε προσωπική εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή σε κοινοπραξία ή να είναι διαχειριστής προσωπικής εμπορικής εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας και να μετέχει στη διοίκηση ανώνυμης εταιρείας. Ο δικαστικός υπάλληλος επιτρέπεται να συμμετέχει σε συνεταιρισμό ή στη διοίκησή του, ύστερα από άδεια που χορηγείται με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 118.
3. Απαγορεύεται η απόκτηση από τον δικαστικό υπάλληλο, τον σύζυγο, το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης ή τα ανήλικα τέκνα του μετοχών ανώνυμης εταιρείας η οποία με οποιονδήποτε τρόπο συναλλάσσεται ή συνεργάζεται με την υπηρεσία του. Ο δικαστικός υπάλληλος ο οποίος κατά τον διορισμό του κατέχει μετοχές ανώνυμης εταιρείας που εμπίπτει στην περίπτωση αυτή ή τις αποκτά κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του λόγω κληρονομίας υποχρεούται να υποβάλει σχετική δήλωση στην υπηρεσία του και μέσα σε ένα (1) έτος να μεταβιβάσει τις μετοχές αυτές. Κατά το διάστημα που μεσολαβεί έως τη μεταβίβαση των μετοχών, ο δικαστικός υπάλληλος εμπίπτει στο κώλυμα λόγω συμφέροντος που προβλέπεται στο άρθρο 122.
4. Ειδικές διατάξεις που αφορούν σε συμμετοχή σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και θεσπίζουν πρόσθετους περιορισμούς για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους σύμφωνα με τον ν. 3528/2007 (Α’ 26), εφαρμόζονται και για τους δικαστικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 120 (έργα ασυμβίβαστα)
1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς υπαλλήλους η άσκηση έργων που είναι ασυμβίβαστα με το βουλευτικό αξίωμα.
2. Η ιδιότητα του δικαστικού υπαλλήλου είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του δικηγόρου.
Άρθρο 121 (κατοχή δεύτερης θέσης)
1. Απαγορεύεται ο διορισμός δικαστικών υπαλλήλων, με οποιαδήποτε έννομη σχέση, σε άλλη θέση: α) δημόσιας υπηρεσίας, β) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, γ) οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, κάθε βαθμού, καθώς και ένωσης ή συνδέσμου οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δ) δημόσιας επιχείρησης και δημόσιου οργανισμού, ε) νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στο κράτος ή επιχορηγείται τακτικώς από κρατικούς πόρους κατά 50%, τουλάχιστον, του ετήσιου προϋπολογισμού του ή του οποίου το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει κατά 51%, τουλάχιστον, στο κράτος και στ) νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που ανήκει σε νομικό πρόσωπο που περιλαμβάνεται σε αυτά των περ. β’ έως και ε’ ή επιχορηγείται από αυτό τακτικώς κατά 50%, τουλάχιστον, του ετήσιου προϋπολογισμού του, σύμφωνα με τον νόμο ή κατά το οικείο καταστατικό ή του οποίου το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει κατά 51%, τουλάχιστον, στα νομικά αυτά πρόσωπα.
2. Δικαστικός υπάλληλος που κατά παράβαση της παρ. 1 διορίστηκε σε άλλη θέση και αποδέχτηκε τον διορισμό του, θεωρείται ότι παραιτήθηκε αυτοδικαίως από την πρώτη θέση, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις.
3. Επιτρέπεται στον δικαστικό υπάλληλο να αποδέχεται θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε διεθνή οργανισμό στον οποίο μετέχει η Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 109.
Άρθρο 122 (κώλυμα λόγω συμφέροντος)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται, είτε ατομικώς είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, να αναλαμβάνει την επίλυση ζητήματος ή να συμπράττει στην έκδοση πράξεων, αν έχει συμφέρον ο ίδιος ή ο σύζυγος, το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης ή συγγενής του, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, έως και τον τρίτο βαθμό ή αν αφορούν σε πρόσωπο με το οποίο τελεί σε σχέση ιδιαίτερης φιλίας ή έχθρας.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται να μετέχει ως γραμματέας δικαστηρίου, δικαστικού συμβουλίου και ανάκρισης σε υποθέσεις οι οποίες αφορούν σε πρόσωπο αναφερόμενο στην παρ. 1.
3. Δικαστικοί υπάλληλοι που είναι σύζυγοι, μέρη συμφώνου συμβίωσης ή συγγενείς μεταξύ τους ή με δικαστικούς λειτουργούς έως και τον τρίτο βαθμό, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, δεν επιτρέπεται να συμπράττουν ή με οποιονδήποτε τρόπο να συμμετέχουν στην ίδια διαδικαστική πράξη ή ενέργεια.
4. Η αποσιώπηση του κωλύματος και η σύμπραξη του δικαστικού υπαλλήλου σε πράξη ή ενέργεια, κατά παράβαση των παρ. 1 έως 3, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
Άρθρο 123 (αστική ευθύνη)
1. Ο δικαστικός υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε θετική ζημία την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαριά αμέλεια. Ευθύνεται για τις αποζημιώσεις τις οποίες κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για βλάβη από παράνομη πράξη ή παράλειψή του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον οφείλεται σε δόλο ή βαρειά αμέλεια. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για τις πιο πάνω πράξεις ή παραλείψεις του.
2. Η ζημία καταλογίζεται στον δικαστικό υπάλληλο με αίτηση που ασκείται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Ως ζημιογόνο γεγονός νοείται κάθε πράξη, νομική ή υλική, ή παράλειψη που συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση της ζημίας, εφόσον διαπράχθηκε κατά την άσκηση των υπαλληλικών του καθηκόντων ή κατ’ εκμετάλλευση ή κατά κατάχρηση ή καθ’ υπέρβαση αυτών. Για την άσκηση αίτησης καταλογισμού συνεπεία καταβολής αποζημίωσης προς τρίτο δυνάμει δικαστικής απόφασης, απαιτείται η απόφαση αυτή να έχει καταστεί αμετάκλητη.
3. Αν πρόκειται για αποζημίωση την οποία κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για βλάβη από παράνομη πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου, η αξίωση καταλογισμού παραγράφεται μετά πενταετία από την κοινοποίηση της αμετάκλητης απόφασης στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν πρόκειται για ζημία ευθέως του Δημοσίου, η αξίωση καταλογισμού παραγράφεται μετά πενταετία από τη διαπίστωση της ζημίας από τα αρμόδια όργανα.
4. Κάθε δικαστική απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση στο Δημόσιο για ζημιογόνο γεγονός της παρ. 2 κοινοποιείται μέσα σε ένα (1) μήνα από τη δημοσίευσή της στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Ομοίως κοινοποιείται σε αυτόν κάθε σχετικό πόρισμα ελέγχου ή διοικητικής εξέτασης μέσα σε ένα (1) μήνα από την έκδοσή του. Ο Γενικός Επίτροπος, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του, μπορεί να ζητά στοιχεία από οποιαδήποτε υπηρεσία και κάθε αρμόδιο όργανο είναι υποχρεωμένο να τον συνδράμει. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσης συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για το αρμόδιο όργανο. Την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης μπορεί να προκαλέσει και ο Γενικός Επίτροπος με έγγραφό του προς τον αρμόδιο υπουργό ή τη διοίκηση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Στην περίπτωση αυτή καθίσταται υποχρεωτική η άσκηση της δίωξης.
5. Σε περίπτωση έλλειψης δόλου, το Ελεγκτικό Συνέδριο, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, μπορεί να καταλογίσει στον δικαστικό υπάλληλο μέρος μόνο της ζημίας που επήλθε στο Δημόσιο ή της αποζημίωσης που αυτό υποχρεώθηκε να καταβάλει.
6. Αν περισσότεροι δικαστικοί υπάλληλοι προξένησαν από κοινού ζημία στο Δημόσιο, ευθύνονται εις ολόκληρον κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου.
7. Η αστική ευθύνη των δημόσιων υπολόγων από τη διαχείρισή τους διέπεται από τις ειδικές γι’ αυτούς διατάξεις.
Τα ερωτήματα στους πρώτους τρεις εισαγωγικούς διαγωνισμούς που έχουν τεθεί ήδη πάνω στις ανωτέρω διατάξεις είναι τα ακόλουθα:
- Η συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων στην πολιτική ζωή της χώρας:
Α. επιτρέπεται
Β. απαγορεύεται
Γ. δεν προβλέπεται
- Δικαστικός υπάλληλος που είναι αιμοδότης λαμβάνει μέρος σε αιμοληψία που γίνεται σε ιδιωτικό ιατρείο, ακολούθως δε προσκομίζει τη σχετική βεβαίωση στην υπηρεσία του προκειμένου να λάβει σχετική άδεια απουσίας μετ’ αποδοχών. Η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται. Η απορριπτική απόφαση:
Α. είναι ορθή
Β. είναι λανθασμένη
Γ. θα μπορούσε να είναι ορθή υπό προϋποθέσεις
- Εάν ο δικαστικός υπάλληλος εκτιμά ότι λαμβάνει μια εντολή προς εκτέλεση που αντίκειται στο Σύνταγμα:
Α. αρνείται να την εκτελέσει
Β. υποχρεούται να την εκτελέσει
Γ. την εκτελεί υπό προϋποθέσεις
Δ. δεν την εκτελεί υπό προϋποθέσεις
- Δικαστικός υπάλληλος υποβάλλει αίτημα να του χορηγηθεί άδεια εργασίας ως παραγωγού λαϊκών αγορών. Το εν λόγω αίτημα:
Α. πρέπει να απορριφθεί
Β. πρέπει να γίνει δεκτό
Γ. μπορεί να γίνει δεκτό υπό προϋποθέσεις
- Μπορεί δικαστικός υπάλληλος να είναι μέλος πολιτικού κόμματος;
Α. όχι
Β. ναι
Γ. ναι, υπό προϋποθέσεις
- Εάν ο δικαστικός υπάλληλος εκτιμά ότι λαμβάνει μία παράνομη προς εκτέλεση εντολή (όχι επείγουσα):
Α. αρνείται να την εκτελέσει
Β. υποχρεούται σαν την εκτελέσει
Γ. την εκτελεί υπό προϋποθέσεις
Δ. δεν την εκτελεί υπό προϋποθέσεις
- Δικαστικός υπάλληλος έχοντας χαλαρή συμπεριφορά ανακοινώνει σε φίλους του κατά τη διάρκεια κοινωνικής εκδήλωσης διάφορα συμβάντα από το χώρο εργασίας του. Η εν λόγω συμπεριφορά:
Α. επιτρέπεται
Β. δεν επιτρέπεται
Γ. επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις
- Είναι συμβατή η ιδιότητα του δικαστικού υπαλλήλου με αυτήν του δικηγόρου;
Α. ναι
Β. όχι
Γ. ναι υπό προϋποθέσεις
- Ο δικαστικός υπάλληλος Γ.Δ. διακρίνεται για το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημά του, ως μέλος της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας. Επιθυμεί, με τις σύμφωνες γνώμες της συζύγου και των τέκνων του, να χειροτονηθεί διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος με σκοπό να ποιμάνει ενορίες της περιοχής που στερούνται εφημερίου, ως άμισθος κληρικός. Κωλύεται ή όχι η χειροτονία του ανωτέρω, δεδομένης της προβλέψεως της διατάξεως του άρθρου 114 παρ. 2 του Ν.4798/2021;
Α. κωλύεται απολύτως
Β. ουδόλως κωλύεται
Γ. επιτρέπεται με προϋποθέσεις (ποιες)
- Ο δικαστικός υπάλληλος Μ.Λ. είναι φανατικός υποστηρικτής του κόμματος Ω. Κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του δεν εκδηλώνει τις πεποιθήσεις του, αλλά έχει κρεμάσει στον τοίχο του γραφείου, που βρίσκεται πίσω του, κορνιζαρισμένες αφίσες που μαρτυρούν τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Σε παρατηρήσεις του διευθύνοντος το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί και στις εντολές που λαμβάνει να αφαιρέσει τις αφίσες αντιδρά αρνητικά. Είναι νόμιμη η άρνησή του;
Α. ναι
Β. όχι
Γ. ναι, εφόσον ισχυρίζεται περαιτέρω ότι στις αφίσες του προέχει το καλλιτεχνικό στοιχείο
- Ο δικαστικός υπάλληλος Χ.Ψ. μετά την επιστροφή από την υπηρεσία στην οικία του, όντας δεινός χειριστής των ηλεκτρονικών υπολογιστών και καθημερινός χρήστης των social media, αναρτά στον τοίχο που διατηρεί με το ονοματεπώνυμό του στο facebook γελοιογραφίες δικής του εμπνεύσεως, παραποιημένες φωτογραφίες, «ειδήσεις» εμπεριέχουσες τερατώδη ψεύδη, video που αναφέρονται σε παρελθόντα χρόνο, χωρίς να το αναφέρει, και άλλες (αναρτήσεις) παρόμοιες, με σκοπό να προσβάλλει πρόσωπα, κόμματα και φορείς που βρίσκονται πολιτικά σε διάφορο από αυτόν που αυτός συμπαθεί και υποστηρίζει χώρο. Συνιστά η συμπεριφορά του αυτή ανάξια για δικαστικό υπάλληλο συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας, όπως ισχυρίζεται ο διευθύνων το δικαστήριο που υπηρετεί, ή άσκηση επιτρεπόμενης πολιτικής δράσεως όπως αυτός (δικαστικός υπάλληλος) ισχυρίζεται:
Α. είναι ορθή, χωρίς άλλο, η άποψη του δικαστικού υπαλλήλου
Β. είναι ορθή, χωρίς άλλο, η άποψη του διευθύνοντος το δικαστήριο
Γ. όριο κάθε επιτρεπόμενης δράσεως είναι οι κανόνες ευπρέπειας, της μη προσβολής των απόψεων των άλλων χρηστών και του σεβασμού του δικαιώματος αυτών να έχουν διαφορετικές απόψεις από τον ως άνω δικαστικό υπάλληλο
- Δικαστικός υπάλληλος μπορεί κατόπιν άδειας του Υπουργού Δικαιοσύνης ύστερα από αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου:
Α. να συμμετέχει στη διοίκηση συνεταιρισμού
Β. να συμμετέχει ως ομόρρυθμος εταίρος σε ετερόρρυθμη εταιρεία
Γ. να εκμεταλλεύεται με εκμίσθωση αυτοκίνητο δημόσιας χρήσεως το οποίο απέκτησε με αγορά τον εξάδελφό του
- Στη σύνθεση του μικτού ορκωτού δικαστηρίου δεν επιτρέπεται να συμμετέχει δικαστικός υπάλληλος εάν στην ίδια σύνθεση στην υπόθεση που εκδικάζεται:
Α. μετέχει ως ένορκος συνάδελφος της συζύγου του
Β. μετέχει ως ένορκος ο ανεψιός του, γιος του αδελφού του
Γ. ο δικηγόρος του κατηγορούμενου είναι στενός οικογενειακός του φίλος
- Ο δικαστικός υπάλληλος Α στο Πρωτοδικείο Αθηνών μόλις έλαβε τηλεφωνική εντολή από την Προϊσταμένη της Γραμματείας του Δικαστηρίου να ανοίξει με τη βοήθεια ειδικού του κλειδωμένο φοριαμό της Δικαστή Β, η οποία απουσιάζει με άδεια ανατροφής τέκνου, προκειμένου να ανασύρει την Χ δικογραφία αντίγραφο της οποίας ζήτησε ο συνήγορος του ενάγοντος. Ο Α που θεωρεί παράνομη την εντολή της Προϊσταμένης για το λόγο ότι ο φοριαμός είναι κλειδωμένος:
Α. αναφέρει εγγράφως την αντίθεσή του στην Προϊσταμένη και ακολούθως εκτελεί την εντολή
Β. αρνείται έντονα να υποβάλλει σχετική αναφορά στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου
Γ. αρνείται να εκτελέσει την εντολή και επικοινωνεί τηλεφωνικά με την Δικαστή εκθέτοντας τα γεγονότα προκειμένου εκείνη να πράξει τα δέοντα
- Ο δικαστικός υπάλληλος καθ’ υπέρβαση των υπαλληλικών του καθηκόντων προκαλεί από δόλο ζημία σε τρίτο, ο οποίος αποζημιώνεται από το Δημόσιο δυνάμει δικαστικής απόφασης. Η αξίωση καταλογισμού κατά του υπαλλήλου παραγράφεται:
Α. μετά πενταετία από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των διοικητικών δικαστηρίων
Β. μετά πενταετία από την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης
Γ. μετά πενταετία από την κοινοποίηση της αμετάκλητης απόφασης στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας από Ελεγκτικό Συνέδριο
Απαντήσεις & άρθρα Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων:
1.Α (άρθρο 94 παρ. 2 ΚΔΥ)
2.Α (άρθρο 107 παρ. 8 ΚΔΥ)
3.Δ (άρθρο 113 παρ. 3 ΚΔΥ)
4.Α (άρθρο 118 παρ. 3 ΚΔΥ)
5.Β (άρθρο 94 παρ. 2 ΚΔΥ)
6.Δ (άρθρο 113 παρ. 2 ΚΔΥ)
7.Β (άρθρα 114 παρ. 1 & 115 παρ. 1 ΚΔΥ)
8.Β (άρθρο 120 παρ. 2 ΚΔΥ)
9.Γ (άρθρα 114 παρ. 2 & 121 παρ. 1,2 ΚΔΥ)
10.Β (άρθρο 94 παρ. 3 ΚΔΥ)
11.Γ (άρθρα 94 παρ. 1 & 114 παρ. 1 ΚΔΥ)
12.Α (άρθρο 119 παρ. 2 ΚΔΥ)
13.Β (άρθρο 122 παρ. 2 ΚΔΥ)
14.Α (άρθρο 113 παρ. 2 ΚΔΥ)
15.Γ (άρθρο 123 παρ. 3 ΚΔΥ)
Τέλος, μελετήστε τις διατάξεις που τέθηκαν και δώστε μεγαλύτερη βάση σε αυτές πχ άρθρα 94 και 113 ΚΔΥ και δώστε βάση να τις έχετε κατανοήσει.