Όπως έγινε γνωστό την Παρασκευή (20/9), ο Διονύσης Πρώιος, ο οποίος έγινε γνωστός από τη συμμετοχή του στο MasterChef, πέθανε σε ηλικία 58 ετών έπειτα από τροχαίο δυστύχημα με τη μηχανή του. Μάλιστα, με την ίδια μοτοσικλέτα είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια ο γιος του, Μιχάλης.
Σύμφωνα με σημερινό δημοσίευμα της Espresso, οι φίλοι και οι άνθρωποι που τον ήξεραν καλά φοβούνται ότι ο ίδιος ο Διονύσης οδήγησε για τελευταία φορά τη μοιραία Harley για να ακολουθήσει τον γιο του. Αφήνουν να εννοηθεί ότι οι συνθήκες δείχνουν σαν να ήθελε ο ίδιος να δώσει τέλος στη ζωή του και ενδεχομένως να πάτησε το γκάζι, μην αντέχοντας τον χαμό του γιου του.
Όπως αποκάλυψε στην εφημερίδα άτομο του φιλικού του περιβάλλοντος, ο Διονύσης τού είχε εξομολογηθεί σε ανύποπτο χρόνο: «Δεν έχει νόημα να ζω». Στον ίδιο άνθρωπο είχε εκμυστηρευτεί λίγες εβδομάδες προ του «φύγει»: «Τα έχω κάνει όλα. Είμαι καταρρακωμένος».
Τι έλεγε για τον θάνατο του παιδιού του
Ο ίδιος ο Διονύσης Πρώιος είχε πει για τον χαμό του γιου του σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις: «Σήμερα, που δεν τον έχω, νιώθω ενοχές ακόμα και για μία φωνή που μπορεί να του έβαλα. Δόξα τω Θεώ, όμως, είχαμε πολύ καλή σχέση. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 31 ετών και τον είδα επτά φορές στη ζωή μου, την έβδομη τον κουβαλούσα. Ο γιος μου πέθανε 20 ετών και ήμουν πάντα δίπλα του, μέρα νύχτα, στις αρρώστιες του, στην πείνα του. Καλύτερα 20 χρόνια όπως αυτά που έζησα με τον γιο μου, παρά τα 30 που έζησα με τον πατέρα μου».
Μιλώντας για την τραγική ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο γιος του, την περίοδο των Χριστουγέννων, ο οποίος τον αποχαιρέτησε σαν να ήξερε ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε, διηγήθηκε: «Κλείνουμε το μαγαζί στην Γλυφάδα για σεζόν. Ο γιος μου είναι μάγειρας, εγώ είμαι αυτός που είμαι.
Τη μέρα που σκοτώθηκε ο γιος μου, τους χαιρέτησε όλους και τους είχε πει: “Να προσέχετε τον πατέρα μου”. Ήταν πολύ τρελό, γιατί δεν χαιρέταγε, ήταν πολύ low profile. Τους χαιρέταγε όλους και έλεγε: “Να προσέχετε τον πατέρα μου”. Όταν βγήκα εγώ έξω, με φίλη σε δύο τρεις φορές και μου έλεγε: “Είσαι ο καλύτερος που υπάρχει, πατέρα, να το θυμάσαι αυτό”. Η τελευταία εικόνα που είχα από τον Μιχάλη ήταν σαν να μας χαιρετούσε. Αλλά μας χαιρέταγε όλους, γιατί εγώ έφευγα για την Αργεντινή, και καλά. Αλλά, τελικά, “έφευγε” αυτός για αλλού».