Κάθε αλλαγή στις βασικές κλίμακες φορολογίας των φυσικών προσώπων ή στα εισοδήματα από ακίνητα καθίσταται δύσκολη προς υλοποίηση χωρίς αντίστοιχα μέτρα εξισορρόπησης.
Σημαντικά εμπόδια για την υλοποίηση φοροελαφρύνσεων σε μεσαία εισοδήματα και εισοδήματα από ενοίκια εντοπίζει το οικονομικό επιτελείο, καθώς οι σχετικές παρεμβάσεις συνεπάγονται δημοσιονομικό κόστος που αγγίζει ή και ξεπερνά τα δισεκατομμύρια ευρώ.
Όπως προκύπτει από τις αναλύσεις που ήδη γίνονται στο πλαίσιο της προετοιμασίας των εξαγγελιών για τη ΔΕΘ, κάθε αλλαγή στις βασικές κλίμακες φορολογίας των φυσικών προσώπων ή στα εισοδήματα από ακίνητα καθίσταται δύσκολη προς υλοποίηση χωρίς αντίστοιχα μέτρα εξισορρόπησης.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου, οι παρεμβάσεις στη φορολογία των εισοδημάτων από ενοίκια και στη γενική κλίμακα φορολογίας φυσικών προσώπων μεταφράζονται σε σημαντικό δημοσιονομικό κόστος. Για παράδειγμα, μόνο ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων αποφέρει πάνω από 13 δισ. ευρώ ετησίως. Εάν προστεθούν και άλλες κατηγορίες εισοδήματος – όπως τα ενοίκια που φορολογούνται αυτοτελώς ή τα μερίσματα – τότε τα συνολικά έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος αναμένεται να υπερβούν τα 15 δισ. ευρώ από το 2025 και μετά.
Στο επίκεντρο των ασκήσεων του οικονομικού επιτελείου βρίσκονται σενάρια για μειώσεις στα μεσαία φορολογικά κλιμάκια που καλύπτουν εισοδήματα από 10.000 έως 30.000 ευρώ. Αυτή τη στιγμή τα κλιμάκια αυτά φορολογούνται με συντελεστές από 22% έως 36%. Μια μείωση των συντελεστών κατά 3 ή 4 μονάδες θα προκαλούσε δημοσιονομική απώλεια που μπορεί να ξεπεράσει το 1,5 δισ. ευρώ, γεγονός που καθιστά την όποια παρέμβαση δυσκολοχώνευτη για τα δημόσια οικονομικά.
Ένα άλλο παράδειγμα αφορά τη φορολογία των εισοδημάτων από ενοίκια, όπου η σημερινή κλίμακα προβλέπει εισαγωγικό συντελεστή 15% για εισοδήματα έως 12.000 ευρώ ετησίως. Περισσότεροι από 1,6 εκατομμύρια ιδιοκτήτες δηλώνουν ετήσια έσοδα από ενοίκια, ενώ η συνολική φορολογητέα βάση ξεπερνά τα 11 με 12 δισ. ευρώ. Εάν ο εισαγωγικός συντελεστής μειωθεί από το 15% στο 10%, τότε το δημοσιονομικό κόστος μπορεί να ξεπεράσει τα 500 εκατομμύρια ευρώ.