Περίπου το 24% των κατοίκων στην Ελλάδα παρουσιάζουν χρόνια νοσήματα σύμφωνα με στοιχεία του 2021 που τώρα έδωσε στη δημοσιότητα ο ΟΟΣΑ, κατατάσσοντας τη χώρα μας στις χαμηλότερες θέσεις της σχετικής λίστας του Οργανισμού.
Χαμηλότερα ποσοστά από την Ελλάδα είχαν μόνο η Ιταλία και η Ρουμανία – κάτω από 20% – καθώς και η Βουλγαρία με ποσοστό πολύ κοντά σε αυτό της Ελλάδας.
Η πανδημία ανέδειξε περαιτέρω τον αντίκτυπο των χρόνιων παθήσεων σε σύγκριση με άλλες ασθένειες, καθώς τα δεδομένα δείχνουν ότι τα άτομα με υποκείμενες τέτοιες παθήσεις διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να πεθάνουν από COVID-19
Αντίθετα, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν σε Φινλανδία (πάνω από 50%), σε Εσθονία (περίπου 48%), σε Πορτογαλία και σε Γερμανία (περίπου 43%).
Οπως αναφέρει στην τελευταία του έκθεση για την Υγεία ο ΟΟΣΑ, οι χρόνιες παθήσεις όπως ο καρκίνος, τα διαρκή αναπνευστικά προβλήματα και ο διαβήτης δεν είναι μόνο οι κύριες αιτίες θανάτου στις χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά αποτελούν επίσης σημαντικό βάρος για την κοινωνία και την οικονομία.
Για τον λόγο αυτόν ο Οργανισμός προειδοποιεί ότι τα εθνικά συστήματα υγείας πρέπει να είναι προετοιμασμένα όλο και περισσότερο ώστε να παρέχουν υψηλής ποιότητας διαχείριση χρόνιας φροντίδας για να ανταποκριθούν στις ανάγκες του πληθυσμού που συνεχώς γερνά κατά μέσο όρο.
Πολλές χρόνιες παθήσεις μπορούν να προληφθούν, αντιμετωπίζοντας σημαντικούς παράγοντες κινδύνου όπως το κάπνισμα, η χρήση αλκοόλ, η παχυσαρκία και η έλλειψη άσκησης, αναφέρεται.
Επίσης, η πανδημία COVID-19 ανέδειξε περαιτέρω τον αντίκτυπο των χρόνιων παθήσεων σε σύγκριση με άλλες ασθένειες, καθώς τα δεδομένα δείχνουν ότι τα άτομα με υποκείμενες τέτοιες παθήσεις διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να πεθάνουν από COVID-19, δείχνουν επιπλέον τα στοιχεία του ΟΟΣΑ.
Η πανδημία συνέβαλε ακόμα στην αύξηση των θανάτων από χρόνιες παθήσεις και στην καθυστερημένη διάγνωση και αντιμετώπισή τους.
Κατά μέσο όρο, το 2021 πάνω από το ένα τρίτο των ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω ανέφεραν ότι ζουν με μακροχρόνια ασθένεια ή πρόβλημα υγείας σε 24 χώρες του ΟΟΣΑ.
Επιπλέον, καθώς οι πληθυσμοί γερνούν όλο και περισσότερο, οι χρόνιες παθήσεις αυξάνονται συνεχώς, σημειώνεται.
Το εισοδηματικό χάσμα
Οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες είναι επίσης μεγάλες.
ASUEMEΚατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ το 43% των ατόμων που ανήκουν στο 20% εκείνων με το χαμηλότερο εισόδημα αναφέρουν μακροχρόνια ασθένεια ή πρόβλημα υγείας σε σύγκριση με το 27% των ατόμων που ανήκουν στο 20% εκείνων με το υψηλότερο εισόδημα.
Αυτό το εισοδηματικό χάσμα είναι μεγαλύτερο στη Λιθουανία, το Βέλγιο, την Εσθονία και την Ιρλανδία, όπου τα άτομα που ανήκουν στο 20% της ομάδας με το χαμηλότερο εισόδημα έχουν διπλάσιες ή ακόμα πιο μεγάλες πιθανότητες να έχουν τουλάχιστον μία μακροχρόνια ασθένεια ή άλλο σημαντικό πρόβλημα υγείας, σε σύγκριση με άτομα με υψηλότερα εισοδήματα.
Το εισοδηματικό αυτό χάσμα στην υγεία είναι μικρότερο στην Ιταλία και την Τουρκία. Μικρό εμφανίζεται το χάσμα και στην Ελλάδα, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε περίπου 25% και 20% μεταξύ φτωχότερων και πλουσιότερων.
Μία από τις πιο σημαντικές χρόνιες παθήσεις είναι ο διαβήτης, αναφέρει επίσης ο ΟΟΣΑ. Μάλιστα η οικονομική επιβάρυνση του διαβήτη είναι πολύ μεγάλη.
Το 2021 στις χώρες του ΟΟΣΑ εκτιμάται ότι δαπανήθηκαν 650 δισ. δολάρια για τη θεραπεία του διαβήτη και την πρόληψη των επιπλοκών του, αναφέρει ο Οργανισμός.
Εχει ιδιαίτερα μεγάλο βάρος στις δημιουργίες αναπηρίας, προκαλώντας καρδιαγγειακά νοσήματα, τύφλωση, νεφρική ανεπάρκεια και ακρωτηριασμό κάτω άκρων. Το 2021, το 6,9% του ενήλικου πληθυσμού ζούσε με διαβήτη κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Επιπλέον εκτιμάται ότι 48 εκατομμύρια ενήλικοι στις χώρες του ΟΟΣΑ έχουν διαβήτη που δεν έχει διαγνωστεί. Τα ποσοστά του διαβήτη βάσει ηλικίας έχουν σταθεροποιηθεί σε πολλές χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ την τελευταία δεκαετία, ειδικά στη Δυτική Ευρώπη.
Ωστόσο, έχουν αυξηθεί σημαντικά στην Τουρκία, την Ισλανδία και την Ισπανία, με άνοδο 60% ή περισσότερο, καθώς και σε χώρες εταίρους του ΟΟΣΑ, όπως η Ινδονησία και η Νότια Αφρική.
Τέτοιες ανοδικές τάσεις οφείλονται εν μέρει στα αυξανόμενα ποσοστά παχυσαρκίας, κακής διατροφής και σωματικής αδράνειας, καθώς και στις αλληλεπιδράσεις τους με τη γήρανση του πληθυσμού, αναφέρει ο Οργανισμός.
Premium έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»