Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατέθεσε εκ νέου στη Βουλή τροπολογία για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα, στο πλαίσιο του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών. Όπως επισημαίνει η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος, η πρόταση είναι πλήρως κοστολογημένη και μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς την ανάγκη επιβολής νέων οικονομικών μέτρων, επικαλούμενη σχετική έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με την οποία υπάρχει διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος μέχρι και το 2028.
Η τροπολογία επιδιώκει την κατάργηση της διάταξης του Ν.4093/2012, που από το 2012 είχε θεσπίσει την οριστική περικοπή των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας για τους δημοσίους υπαλλήλους. Η κατάργηση αυτή –αν και είχε αρχικά παρουσιαστεί ως προσωρινή και επιβεβλημένη από τις μνημονιακές δεσμεύσεις– παραμένει σε ισχύ 13 χρόνια μετά, παρά την επίσημη έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια το 2019.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι τα δώρα δεν αποτελούν προνόμια ή επιδόματα, αλλά είναι αναπόσπαστο μέρος του μισθού των δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων, ιστορικά και θεσμικά κατοχυρωμένο. Η επαναφορά τους, σύμφωνα με το κόμμα, αποτελεί πράξη αποκατάστασης μισθολογικής δικαιοσύνης, καθώς επίσης και αναπτυξιακό μέτρο, αφού θα συμβάλει στην ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης και στην τόνωση της πραγματικής οικονομίας, ιδιαίτερα στις τοπικές κοινωνίες.
Η τροπολογία αναφέρεται και στην οδηγία 2022/2041/ΕΕ για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τονίζοντας ότι η κατάργηση των δώρων στο Δημόσιο αντίκειται στην ευρωπαϊκή αρχή της ισότητας μεταχείρισης μεταξύ εργαζομένων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Παράλληλα, αναδεικνύεται η δραματική μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων την τελευταία δεκαετία, με βάση στοιχεία της ΑΔΕΔΥ: Οι απώλειες φτάνουν έως και 25%, με τον αριθμό των υπαλλήλων που λαμβάνουν κάτω από 1.100 ευρώ να έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2010.
Η τροπολογία έχει ισχυρή κοινωνική και συνταγματική τεκμηρίωση. Ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί την κυβέρνηση και τα υπόλοιπα κόμματα να στηρίξουν την πρωτοβουλία, επισημαίνοντας ότι η διατήρηση της κατάργησης των επιδομάτων στερείται πλέον πολιτικής και νομικής νομιμοποίησης.