Η πρόταση θα προβλέπει τη μετατροπή των δανείων από ελβετικό φράγκο σε ευρώ με την ισοτιμία που θα ισχύει τη στιγμή της αλλαγής.
Εν μέσω της πολιτικής θύελλας που έχει προκαλέσει το σκάνδαλο των παράνομων αγροτικών επιδοτήσεων του ΟΠΕΚΕΠΕ η κυβέρνηση επιταχύνει την παρουσίαση της λύσης που έχει επεξεργαστεί το οικονομικό επιτελείο για τη ρύθμιση των δανείων σε ελβετικό φράγκο, ώστε να πάρει μια επικοινωνιακή ανάσα.
Η πρόταση, που βρίσκεται πλέον στην τελική της μορφή, θα εφαρμόζεται σε εθελοντική βάση και θα προβλέπει τη μετατροπή των δανείων από ελβετικό φράγκο σε ευρώ, με την ισοτιμία που θα ισχύει τη στιγμή της αλλαγής. Κάθε τράπεζα θα προχωρά στη χορήγηση νέου δανείου σε ευρώ για την εξόφληση του υφιστάμενου σε ελβετικό φράγκο, ενώ ο δανειολήπτης θα εξυπηρετεί πλέον τη νέα οφειλή με σταθερούς όρους.
Κούρεμα δανείου
Στο πλαίσιο της ρύθμισης, προβλέπεται κούρεμα της οφειλής από 10% έως 25%, ανάλογα με τα εισοδήματα και την περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη. Τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά θα επωφελούνται από το μέγιστο ποσοστό διαγραφής, ενώ η πλειονότητα των δανειοληπτών εκτιμάται ότι θα ενταχθεί στην κατηγορία με κούρεμα 10%.
Το νέο δάνειο σε ευρώ θα φέρει σταθερό επιτόκιο, το οποίο θα κυμαίνεται μεταξύ 2,3% και 3%, αναλόγως του προφίλ του δανειολήπτη. Οι πιο ευάλωτοι θα επωφελούνται από το χαμηλότερο επιτόκιο και το υψηλότερο κούρεμα, ενώ οι πιο εύρωστοι οικονομικά θα εξυπηρετούν το δάνειο με επιτόκιο κοντά στο 3%.
Η ανάγκη εξεύρεσης λύσης για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο προέκυψε από τις δραματικές επιπτώσεις που είχε στους δανειολήπτες η κατάργηση της σταθερής ισοτιμίας του φράγκου με το ευρώ το 2015, εξέλιξη που εκτόξευσε τις οφειλές τους σε απροσδόκητα επίπεδα.
Παρά τα εμφανή οφέλη που αναμένεται να προσφέρει η επικείμενη ρύθμιση για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο –με κυριότερα τη μείωση των επιβαρύνσεων για χιλιάδες δανειολήπτες και τη σταθεροποίηση των όρων αποπληρωμής– η εφαρμογή της συνοδεύεται από κρίσιμες προκλήσεις που απαιτούν λεπτούς χειρισμούς.
Πρώτο και ίσως πιο ευαίσθητο ζήτημα είναι η αποφυγή του λεγόμενου «ηθικού κινδύνου». Η ρύθμιση απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία δανειοληπτών –εκείνων που επέλεξαν να δανειστούν σε ελβετικό φράγκο– και προσφέρει ευνοϊκούς όρους που δεν διατίθενται σε άλλες ομάδες δανειοληπτών, όπως όσους πήραν δάνειο σε ευρώ, πληρώνουν με συνέπεια και δεν έχουν λάβει αντίστοιχες ελαφρύνσεις. Για παράδειγμα, ένας δανειολήπτης που έλαβε στεγαστικό δάνειο 150.000 ευρώ το 2008 σε ευρώ και πλήρωνε κανονικά τις δόσεις του, μπορεί να θεωρήσει άδικη την απόφαση να προσφερθεί «κούρεμα» 25% σε οφειλέτη που είχε πάρει αντίστοιχο ποσό σε φράγκο και σήμερα θα εξοφλήσει λιγότερα. Ένα τέτοιο σενάριο ενέχει τον κίνδυνο να διαβρωθεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και να ενισχυθούν αντικίνητρα για συνεπή δανειολήπτες.
Η δεύτερη πρόκληση αφορά τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Το προτεινόμενο «κούρεμα» των δανείων, ειδικά όταν αγγίζει το 25%, συνεπάγεται σημαντικές ζημιές για τους ισολογισμούς των τραπεζών. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι απώλειες, θα απαιτηθεί η δημιουργία πρόσθετων προβλέψεων –δηλαδή αποθεματικών για ζημιές– που, σύμφωνα με εκτιμήσεις, μπορεί να φτάσουν συνολικά τα 300 με 400 εκατομμύρια ευρώ, ανάλογα με το εύρος εφαρμογής της ρύθμισης. Ειδικά για μικρότερες ή πιο επιβαρυμένες τράπεζες, το κόστος αυτό ενδέχεται να έχει ουσιαστικές επιπτώσεις στην κεφαλαιακή τους θέση, επηρεάζοντας αρνητικά τη δυνατότητά τους να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία.
Η τρίτη και εξίσου σημαντική πρόκληση είναι η ανάγκη να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των νέων δανείων που θα προκύψουν από τη μετατροπή. Το σχέδιο προβλέπει τη χορήγηση νέου δανείου σε ευρώ, με σταθερό επιτόκιο έως 3%, κάτι που υπό κανονικές συνθήκες προσφέρει προβλεψιμότητα στον δανειολήπτη. Ωστόσο, η αντοχή αυτών των δανείων στον χρόνο εξαρτάται από το αν οι όροι αποπληρωμής ταιριάζουν πράγματι στις οικονομικές δυνατότητες των οφειλετών. Αν, για παράδειγμα, ένας δανειολήπτης με μηνιαίο εισόδημα 1.000 ευρώ αναλάβει ένα νέο δάνειο με δόση 400 ευρώ, υπάρχει υψηλός κίνδυνος να μην μπορέσει να το εξυπηρετήσει μακροπρόθεσμα. Σε αυτή την περίπτωση, το σύστημα κινδυνεύει να αντιμετωπίσει νέο κύμα μη εξυπηρετούμενων δανείων – τα γνωστά «κόκκινα» δάνεια – γεγονός που θα υπονομεύσει τους στόχους της ρύθμισης και θα επιβαρύνει περαιτέρω τις τράπεζες.